Παρασκευή 27 Αυγούστου 2010

Στην όχθη μόνο να σταθώ Και να σου τραγουδήσω

                                                 


Φεγγάρι ρυμουλκεῖ κρουαζιερόπλοιο
κάτασπρο φουσκωτό, δαντελωτὰ παραθυράκια
κεντημένο σὰ νυφικὸ φυγῆς γεροντοκόρης
μὲ ρυμουλκούμενο νυμφίο.
Μὲ τὴν εὐκαιρία
ἀνασηκώνομαι στὶς μύτες τῶν καιρῶν
ἐδῶ, στὶς ἐπιχωματώσεις τῶν κυμάτων
νὰ ἀνελκύσω ὅλα ἐκεῖνα τὰ ταξίδια
τὰ ἐπιβατηγὰ
ποῦ φόρτωσα μὲ θέλω καὶ μὲ κάρβουνο.
Ταξίδια ἐπιβατηγὰ
μὲ σένα μὲ σένα μαζί σου μὲ σᾶς
ἀνάλογα ποῦ φύσαγε οὔριος ἀχυρώνας.
Μὲ σένα εὐγενέστατε ἱππότη, ἀντικατοπτρισμέ.
Μαζί σου ἐπιθυμία παράνομη — λαθροκυνηγὸς
τοῦ ἄγριου ἐαυτοῦ σου.
Ἂν καὶ θεαματικὰ ἐξοπλισμένη
μὲ τὰ πιὸ τέλεια περισκόπια αἰθρίας
θέλησα νὰ φύγω καὶ μαζὶ σὰς σύννεφα
—εἴσαστε τότε μόνο πειραχτήρια τῆς μορφῆς σας—
φοβέρες γιὰ νὰ τρῶνε τὸ φαΐ τους
οἱ ἀνόρεχτες ἐλπίδες —ὅλο κρυφοτρῶνε—
περαστικὲς φωλιὲς
γιὰ νὰ κλωσσάει ἢ βροχὴ τὴ μουσική της.
Καὶ μὲ σένα Εὐριδίκη.
Ἀλλὰ τί λογικὸς ἐκεῖνος ὁ Ὀρφέας.
Οὔτε μιὰ φορὰ δὲν γύρισε νὰ κοιτάξει πίσω
ἡ ἀνυπομονησία του.
Ὢ μῦθοι, περοῦκες τόσο φυσικὲς
γιὰ φαλακροὺς ἄνεμους.
Καὶ μαζί σου ἀπόβροχο, ἀλητάκι τῆς ὄσφρησης.
Ὅλο νὰ ἑτοιμάζει ἡ μυρωδιά σου τὶς βαλίτσες μου
κι ἐσὺ νὰ ἐρωτοτροπεῖς με τὴν ἀπόσβεσή σου.
Ἄ, τί ταξίδι φόρτωσα
γεμάτο περιπέτεια μαζί σου Ἐλευθερία.
Θὰ πηγαίναμε στὴ ζούγκλα σου, βαθιὰ
νὰ κυνηγήσουμε ἄγριες ἁλυσίδες.
Ὅμως ἐσὺ μακρύτερα ἀπ᾿ τὸ θρύλο σου δὲν πᾶς.
Μόνο ἐκδρομοῦλες μονοήμερες σὲ πανὸ καὶ μέθη
— γιαλὸ-γιαλὸ ἡ ὑπενθύμισή σου.
Ὡραῖα ποὺ θὰ φεύγαμε φοβιτσιάρες ἄγκυρες.
Τελικὰ μαζί σου.
Τὸ πιὸ ἀνεμπόδιστο, φιλαπόδημο
ἀποθησαυριστικὸ ταξίδι ἀφοσιωμένο
μαζί σου τὸ ἀποτόλμησα Ἀκατόρθωτο
κι ἀκόμα νὰ τελειώσει.
Δαπανηρὴ ἰδέα ὁ βίος.
Ναυλώνεις ἕναν κόσμο
γιὰ νὰ κάνεις τὸ γύρο μιᾶς βάρκας.

από τη συλλογή "Χαῖρε ποτέ" του 1988

Η δύναμή σου πέλαγο κι η θέλησή μου βράχος.

Έκανε ζέστη.Αυτός ασάλευτος πάνου στα βράχια κοίταζε
Τα μάτια του σάμπως δυο αετοί χιμούσανε κατά τον κάμπο
Αυτός απάνω από τα όρη του Καράμπουρουν κοίταζε τον ορίζοντα
Εκεί που τούτη η γης ετέλειωνε.Και σούφρωσε τα φρύδια του

Έκανε ζέστη.Ο Μουσταφά ο Λοχαγός του Μπεντρεντίν κοίταζε
Κοίταζε δίχως φόβο ο χωρικός ο Μουσταφά,δίχως οργή
Κοίταζε ολόισια μπροστά του
Κι από ψηλά από τα βράχια κοίταζαν του Μπεντρεντίν τα παλικάρια
Του Μπεντρεντίν τα παλικάρια πέρα απ’ τον ορίζοντα κοιτάζανε
Μ’άσπρα πουκάμισα δίχως ραφές, με ξέσκεπα κεφάλια
Μ΄όλόγυμνα σπαθιά και πόδια
Του Μπεντρεντίν τα παλικάρια στον εχθρό ριχτήκανε

Τούρκοι χωριάτες του Αιδινιού,Ρωμιοί ψαράδες απ’ τη Σάμο
Να οι δέκα χιλιάδες σύντροφοι του Μουσταφά

Οι νικητές σκουπίσανε τα ματωμένα τους σπαθιά
στ' άσπρα δίχως ραφές πουκάμισα των νικημένων
κι η γη π' όλοι μαζί την είχαν τραγουδήσει
κι η γη που την οργώσανε τ' αδερφικά τους χέρια
ποδοπατήθηκε απ' τα πέταλα των αλόγων που φτάσαν το πρωί
μπρος το παλάτι της Αδριανούπολης

Νικήθηκαν......

Παραμονὴ τῆς μακρύτερης μέρας.



Απόσπασμα απο το "Θερινό ηλιοστάσι" του Γιώργου Σεφέρη

Ὁ μεγαλύτερος ἥλιος ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ
κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ νέο φεγγάρι
ἀπόμακρα στὴ μνήμη σὰν ἐκεῖνα τὰ στήθη.
Ἀνάμεσό τους χάσμα τῆς ἀστερωμένης νύχτας
κατακλυσμὸς τῆς ζωῆς.
Τ᾿ ἄλογα στ᾿ ἁλώνια
καλπάζουν καὶ ἱδρώνουν
πάνω σὲ σκόρπια κορμιά.
Ὅλα πηγαίνουν ἐκεῖ
καὶ τούτη ἡ γυναῖκα
ποὺ τὴν εἶδες ὄμορφη, μιὰ στιγμὴ
λυγίζει δὲν ἀντέχει πιὰ γονάτισε.
Ὅλα τ᾿ ἀλέθουν οἱ μυλόπετρες
καὶ γίνουνται ἄστρα.

πώς να δεθεί η Μεσόγειος με σχοινιά, αγάπη που σε λέγαμ' Αντιγόνη



Γυναίκα

Χόρεψε πάνω στο φτερό του καρχαρία.
Παίξε στον άνεμο τη γλώσσα σου και πέρνα.
Αλλού σε λέγανε Γιουδήθ, εδώ Μαρία.
Το φίδι σκίζεται στο βράχο με τη σμέρνα.

Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.
Μια τσιμινιέρα με όρισε στον κόσμο και σφυρίζει.
Το χέρι σου, που χάιδεψε τα λιγοστά μαλλιά μου,
για μια στιγμή αν με λύγισε, σήμερα δε με ορίζει.

Το μετζαρόλι ράγισε και το τεσσαροχάλι.
Την τάβλα πάρε, τζόβενο, να ξαναπάμε αρόδο.
Ποιος σκύλας γιος μας μούντζωσε κι έχουμε τέτοιο χάλι,
που γέροι και μικρά παιδιά μας πήραν στο κορόιδο;

Βαμμένη. Να σε φέγγει κόκκινο φανάρι.
Γιομάτη φύκια και ροδάνθη, αμφίβια Μοίρα.
Καβάλαγες ασέλωτο με δίχως χαλινάρι,
πρώτη φορά, σε μια σπηλιά, στην Αλταμίρα.

Σαλτάρει ο γλάρος το δελφίνι να στραβώσει.
Τι με κοιτάς; Θα σου θυμίσω εγώ που μ' είδες.
Στην άμμο πάνω σ' είχα ανάστροφα ζαβώσει
τη νύχτα που θεμέλιωναν τις Πυραμίδες.

Το τείχος περπατήσαμε μαζί το Σινικό.
Κοντά σου ναύτες απ' την Ουρ πρωτόσκαρο εβιδώναν.
Ανάμεσα σε ολόγυμνα σπαθιά στο Γρανικό
έχυνες λάδι στις βαθιές πληγές του Μακεδόνα.

Πράσινο. Αφρός, θαλασσινό βαθύ και βυσσινί.
Γυμνή. Μονάχα ένα χρυσό στη μέση σου ζωστήρι.
Τα μάτια σου τα χώριζαν εφτά Ισημερινοί
μες στου Giorgione το αργαστήρι.

Πέτρα θα του 'ριξα και δε με θέλει το ποτάμι.
Τι σου 'φταιξα και με ξυπνάς προτού να φέξει.
Στερνή νυχτιά του λιμανιού δεν πάει χαράμι.
Αμαρτωλός που δε χαρεί και που δε φταίξει.

Βαμμένη. Να σε φέγγει φως αρρωστημένο.
Διψάς χρυσάφι. Πάρε, ψάξε, μέτρα.
Εδώ κοντά σου, χρόνια ασάλευτος να μένω
ως να μου γίνεις Μοίρα, Θάνατος και Πέτρα.

Ινδικός Ωκεανός 1951