μ΄ένα άγριο περήφανο χορό σαν αετός πάνω απ' τις λύπες θα πετάξω.



θαρθεί καιρός (Κατερίνα Γώγου)

Θαρθεί καιρός που θα αλλάξουν τα πράγματα.
Να το θυμάσαι Μαρία.
Θυμάσαι Μαρία στα διαλείμματα εκείνο το παιχνίδι
που τρέχαμε κρατώντας τη σκυτάλη
-μη βλέπεις εμένα- μην κλαις. Εσύ εισ' η ελπίδα.

Άκου θάρθει καιρός
που τα παιδιά θα διαλέγουν γονιούς
δε θα βγαίνουν στην τύχη
Δε θα υπάρχουνε πόρτες κλειστές
με γυρμένους απέξω

Και τη δουλειά
θα τη διαλέγουμε
δε θάμαστε άλογα να μας κοιτάνε στα δόντια.
Οι άνθρωποι -σκέψου!- θα μιλάνε με χρώματα
κι άλλοι με νότες.

Να φυλάξεις μονάχα
σε μια μεγάλη φιάλη με νερό
λέξεις και έννοιες σαν και αυτές
απροσάρμοστοι - καταπίεση - μοναξιά - τιμή - κέρδος - εξευτελισμός
για το μάθημα της ιστορίας.

Είναι Μαρία -δε θέλω να λέω ψέματα- δύσκολοι καιροί.
Και θαρθούνε κι άλλοι.
Δεν ξέρω -μην περιμένεις και από μένα πολλά-
τόσα έζησα, τόσα έμαθα, τόσα λέω
κι απ' όσα διάβασα ένα κρατάω μόνο:
"Σημασία έχει να παραμένεις άνθρωπος".

Θα την αλλάξουμε τη ζωή!
Παρ' όλα αυτά Μαρία.

ο Χάρος να 'ρχονταν μια Κυριακή το βράδυ.



Το τραγούδι «Σαββατόβραδο» σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη και στίχους Τάσου Λειβαδίτη, από τον κύκλο τραγουδιών «Πολιτεία», ( Βράχο-βράχο τον καημό μου, Σαββατόβραδο, Έχω μια αγάπη, Το παράπονο, Ο μετανάστης, Καημός) το γνωρίζουν οι περισσότεροι. Ένα τραγούδι, που γράφτηκε στα 1961 και τυγχάνει καθολικής αποδοχής. Υπάρχει μια γλαφυρή ιστορία σχετική με το τραγούδι αυτό, που καταδεικνύει το βαθμό στον οποίο λογοκρίθηκαν πολλά τραγούδια της δεκαετίας του 60 και όχι μόνο.

Αφηγείται ο Μίκης Θεοδωράκης: «Μια μέρα μου λέει ο Λαμπρόπουλος – τότε διευθυντής της Κολούμπια –“Ξέρεις, ο ταγματάρχης που βάζει τους δίσκους θέλει να σε γνωρίσει”. Πήγαμε στο σταθμό των ενόπλων δυνάμεων, που ήταν σε ένα κήπο μια παράγκα, όπου στεγαζόταν το στούντιο. Από εκεί βγήκε ο ταγματάρχης, ο οποίος μόλις με είδε χάρηκε αφού έπαιζε μουσική δική μου. Καθίσαμε και κουβεντιάζαμε. Αρχίζει να παίζει το «Σαββατόβραδο». “Μια στιγμή”, μου λέει, “πρέπει να πάω μέσα”. Και την ώρα που έλεγε ο Καζαντζίδης «…τις κοπελιές», παπ, το σήκωνε και το ξανάβαζε. “Τι κάνετε;”, λέω. Μου απαντάει ο ταγματάρχης, “Λογοκρίνω το τραγούδι, γιατί το βάζουμε μεν, αλλά βγάζουμε αυτό το «Φτωχοπλυσταριό»..”. Έκπληκτος τον ξαναρωτάω, γιατί δε μπορεί να περάσει. “Κρίναμε”, λέει αυτός, “ότι αυτό είναι δυσφημιστικό”. Οπότε του λέω κι εγώ : “ Μπορούσα να το αλλάξω, να βάλω “Πλούσιο μπιντέ”, ήταν πολύ απλό για μένα. Δε μου το λέγατε αυτό από πριν, για να το κάνω;”. Τέτοια πράγματα γίνονταν.».

Διαβάστε περισσοτερα εδώ