Κανείς δε θα αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.


Θυμασαι που σου λεγα
οταν σφυρίζουν τα πλοια μην εισαι στο λιμάνι.
Μα η μέρα που εφευγε ητανε δικιά μας
και δε θα θέλαμε ποτε να την αφήσουμε
ενα μαντήλι πικρο θα χαιρετα την ανία του γυρισμού
Κι εβρεχε αλήθεια πολυ κι ητανε ερημοι οι δρόμοι
Με μια λεπτην ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οι ανθρωποι τόσο λησμονημένοι -
Γιατί μας αφησαν ολοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;
Κι εσφιγγα τα χέρια σου Δεν ειχε τίποτα το αλλόκοτο η κραυγή μου.

Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις ερημες θάλασσες
Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκα πανιά π' ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ' άλλο παρα αυτό να θυμόμαστε.
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου
και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θα αγγίξει την έκταση της στοργής
και της θλίψης μου.

Κι όσο περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.