Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

μου τη βιδώνει η επιμονή σου να υποφέρεις τόσο όσο ποτέ δε θα καταλάβεις


Σαν ιδέα είναι τόσο απλή/το κερί καίγεται τόσο μόνο/με ξαναγεννάει άψυχο σε μέρος σκοτεινό και ύποπτο/από την άλλη όμως αυτές οι σκέψεις φαντάζουν τόσο φωτεινές/έλα σ’ αυτό το παράξενο μέρος/σου φυλάω μια θλίψη θανάτου...
Κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/να η γραμμή, μπες στη σειρά, σε λίγο πεθαίνεις/όχι...όχι...ναι!
Τα πρόστυχα μάτια σου πακετάρουν ψυχρά/τα χείλη σου δε βγάζουν ήχο/κι όμως παρά το λούκι της φυλακής σε παίρνει για ένα γύρο/μου τη βιδώνει η επιμονή σου να υποφέρεις τόσο όσο ποτέ δε θα καταλάβεις/οδήγησέ με μακριά, έλα μέσα μου/δες το μυαλό μου τρελαίνεται...
Κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κάνε με δικό μου, αγάπησέ μέ με αγάπη τυφλή/όχι...όχι...ναι!Δε θα ‘σαι μόνη σου πια/τώρα μαζί σου κι εγώ χωρίς φόβο βυθίζομαι/καθισμένη σ' ένα μπαρ, αγαπούλα μου, μοιράζεσαι την αγάπη σου/αγγελικό μου προσωπάκι, είσαι μια σκιά κι η λάμψη είναι αόρατη/κανένας δε σ' έκανε ν’ αποφασίσεις αν θα παραμείνεις τυφλή...
Κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κάποιος με φώναξε Σεμπάστιαν/κατάρα, κατάρα σ’ αυτό το ταξίδι που φέρνει αγάπη/όχι...όχι...ναι!