Τρίτη 4 Ιανουαρίου 2011

πέτρα στο νερό και ας χαθώ απόψε.



΄Ενα διήγημα του Τολστόι για τη φιλία
΄Ενας βασιλιάς πήγε για κυνήγι. Τον πρώτο λαγό που έβγαλε , άφησε να τον πιάσει το αγαπημένο του γεράκι. Ο ίδιος έτρεξε πίσω του με το άλογο.
Το γεράκι έπιασε το λαγό, τον έφερε στο βασιλιά και μαζί τράβηξαν να βρουν νερό. Κοντά στο λοφάκι βρήκαν νερό. Μόνο που ήταν πολύ λίγο. ΄Εσταζε σταλιά σταλιά και ο βασιλιάς χρειάστηκε να περιμένει πολλή ώρα ώσπου να γεμίσει ένα κυπελάκι. Το κυπελάκι γέμισε κάποτε και ο βασιλιάς το έφερε στο στόμα του και θέλησε να πιει το νερό. Ξαφνικά όμως το γεράκι ταράχτηκε στο χέρι του βασιλιά, χτύπησε τα φτερά του και το νερό χύθηκε από το κύπελλο.
Ο βασιλιάς ξαναέβαλε το κυπελάκι να γεμίσει, και περίμενε και πάλι πολύ. ΄Όμως και τούτη τη φορά, όταν θέλησε ένα το φέρει στα χείλη του, το γεράκι τινάχτηκε δυνατά, χτύπησε πάλι τις φτερούγες του και το νερό χύθηκε από το κυπελάκι.
Αυτό έγινε και την τρίτη φορά. Δεν πρόλαβε ο βασιλιάς να βάλει το κύπελο στα χείλη του και το γεράκι του το ΄χυσε. Θύμωσε ο βασιλιάς και μ΄ όλη του τη δύναμη χτύπησε το γεράκι πάνω σε μια πέτρα και το σκότωσε. ΄Ηρθαν ύστερα από λίγο και οι υπηρέτες του βασιλιά κι ένας από αυτούς πήγε πιο ψηλά να φέρει νερό από την πηγή. ΄Εφυγε ο υπηρέτης, αλλά γύρισε αμέσως μ΄ αδειανά χέρια και είπε
«Το νερό αυτό είναι επικίνδυνο. Δεν κάνει να το πιείς. Στην πηγή είναι ένα φίδι που άφησε το δηλητήριό του στο νερό. Καλά που έχυσε το νερό το γεράκι, γιατί, αν έπινες θα πέθαινες».
Ο βασιλιάς είπε
"΄Ασχημα αντάμειψα το γεράκι μου. Εκείνο μου έσωσε τη ζωή, κι εγώ του έδωσα το θάνατο"