Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Συντριβάνι και νερό και χαμένο μου όνειρο.



Ένα χελιδόνι έχτισε τη φωλιά του μέσα στον ηλιακό ενός σπιτιού. Κάτω από τα κεραμίδια, στην άκρη της στέγης, ήταν κι η φωλιά ενός σπουργίτη. Μια μέρα φυσούσε κρύος άνεμος κι άρχισε να βρέχει. Το χελιδόνι δεν ηύρε τίποτα να φάει. Μέσα στα θεμέλια του τοίχου είχε τη φωλιά του ένα μυρμήγκι. Το χελιδόνι επήγε και παρακάλεσε το μυρμήγκι να του δώσει λίγο φαΐ κι ύστερα που θ’ ανοίξει ο καιρός να του το δώσει διπλό. Το μυρμήγκι ήθελε και δεν ήθελε, γιατί ήταν πολύ φιλάργυρο, αλλά, άμα άκουσε «διπλό», αποφάσισε και του έδωκε. Ο σπουργίτης τα έβλεπε από πάνω, αλλά δεν έλεγε τίποτε. Το καλοκαίρι τα χελιδόνια επλήθυναν και το μυρμήγκι χαιρόταν όσο έβλεπε τους χρεοφειλέτες του να δυναμώνουν. Από μέρα σε μέρα περίμενε να του πληρώσουν το χρέος τους, αλλά δεν τους έλεγε τίποτε, ώσπου είχαν μωρά μικρά. Άμα όμως τα μωρά τους εμεγάλωσαν, μια μέρα από το χάραμα του θεού σηκώθηκαν κι έφυγαν. Βγαίνει το μυρμήγκι από τη φωλιά του, κοιτάζει… πουθενά οι χρεοφειλέτες! Kει που συλλογιζόταν πού να πήγαν, κι αν θα τον πληρώσουν, ακούει τη σπουργίταινα από πάνω και λέει στον άντρα της: – Έμαθες το νέο; – Ποιο νέο; λέγει ο σπουργίτης. – Οι γειτόνοι μας, καλέ, τούτοι οι ξένοι, που κάθουνταν μέσ’ στον ηλιακό, χάθηκαν από το χάραμα του θεού. Έμαθες πού επήγαν; – Έφυγαν, καλέ, έφυγαν κι επήγαν πέρα, από κει που ήρθαν. Τους άκουσα που ετοιμάζονταν, πριν να χαράξει το φως. Τ’ ακούει το μυρμήγκι και λέει του σπουργίτη: – Ε! γείτονα, είναι πράμα τούτο; να το ξέρεις πως θα φύγουν και να μη μου το πεις; Καταστράφηκα ο κακομοίρης. Τους έδωκα δανεικά και τώρα έφυγαν και δεν μου έδωκαν μήτε μονά μήτε διπλά.
– Καλά να πάθεις! του λέει ο σπουργίτης. Οι πλεονέκτες έτσι παθαίνουν. Εγώ τις προάλλες σου εζήτησα πέντ’ έξι κουκιά σιτάρι και δεν μου έδωκες. Το χελιδόνι μόλις ήρθε, του έδωκες, γιατί σου έταξε διπλά. Πάρε τώρα! Ε, γείτονα, έχω μια συμβουλή να σου δώσω: Να κάμνεις δοσοληψίες με τον ντόπιο, όχι με τον ξένο.
Από τότε βγήκε κι η παροιμία: «Πάντα να κοιτάζεις το σπουργίτη που ’ναι ντόπιο κι όχι το χελιδόνι που ’ναι περαστικό».
(Ο σπουργίτης, το χελιδόνι και το μυρμήγκι-Λαϊκό παραμύθι )

(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, Β΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σιας A.E., 2001)

κλείσε τα μάτια μου και έλα να σε δω



Όποιος θέλει να μάθει να παίζει καλά τη λύρα, πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι, κι εκεί χαράζει κάτω στη γης με μαυρομάνικο μαχαίρι ένα γύρο, και μπαίνει μέσα και κάθεται και παίζει. Σε λίγο έρχονται απ’ ολούθες νεράιδες και τον τριγυρνούν. O σκοπός τους δεν είναι καλός, γιατί θέλουν να τον πατάξουν. Mα αφού δεν μπορούν να μπουν στο γύρο που ’ναι χαραμένος με μαυρομάνικο μαχαίρι, κοιτάζουν με κάθε τρόπο να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν όξω. Kαι του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δυο τσακίσματα, μα κείνος, αν είναι φρόνιμος, κάνει πέτρα την καρδιά του κι εξακολουθεί να παίζει ατάραχα τη λύρα.
«Mα δεν την ξέρεις» του λένε, σαν ιδούν πως πάν’ τα πλανέματά τους στα χαμένα· «τι την παίζεις και χάνεις κόπο;» «Έτσι την έμαθα, έτσι την παίζω» τους αποκρίνεται ο λυράρης·«τι σας εγνοιάζει;» «Mπα, τίποτε» του λεν· μόνο, αν θέλεις, σε μαθαίνομε να παίζεις λύρα μια φορά, λύρα που να χορεύγουνε κι οι πέτρες». Kαι τον παρακαλούν να βγει από το γύρο. Kείνος δεν τις ακούει. Ύστερα από πολλά, του ζητούν μόνο τη λύρα. O λυράρης τη δίνει, μόνο φυλάγεται να μη βγάλει όξω από το γύρο το χέρι του ή άλλο μέρος από το σώμα του, γιατί ζουγλαίνεται ή κόβεται. Παίρνει τότε μια νεράιδα τη λύρα, την παίζει λίγες στιγμές με πολλή τέχνη, και του τη δίνει πάλι με δυσαρέσκεια και του λέγει: «Πάρε την, εσύ δε μας πιστεύεις. Nα βγεις έξω, και μεις θα σου μάθομε».
Mόνο ο λυράρης, τίποτες· δεν ακούει, και αρχίζει πάλι να παίζει τη λύρα του άτεχνα. Oι νεράιδες, που θέλουν να τον βλάψουν, κάνουν πολλές φορές το ίδιο με τη λύρα, για να γελαστεί καμιά φορά και να βγάλει παραέξω το χέρι του. Στο τέλος, όταν κράξει ο πετεινός, για να μη τις βρει η μέρα, του ζητούν να τους δώσει ένα, ό,τι κι αν είναι, για να τον μάθουν. Kι εκείνος βγάζει την άκρη από το μικρό του δαχτύλι, και το κόβουν αμέσως οι νεράιδες. Όμως δεν τον γελούν, παρά σε λίγη στιγμή τον μαθαίνουν να παίζει σαν κι αυτές, και ύστερα χάνονται.
Για εκείνο ένας καλός λυράρης, άμα τον παινούν πως έχει καλές κοντυλιές, λέγει καμιά φορά: «Aμ’ ίντα θαρρείτε; Eγώ τη λύρα την έμαθα στο σταυροδρόμι!»


(από το βιβλίο: Nικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, Γράμματα, 1994)