Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Να 'μουν αλλού να 'μουν αλλιώς να 'ξερα τι γυρεύω (τα γενέθλια)


Ζωρζ Σαρή  "ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ"

"To όνειρο"

H κάμαρα είναι γεμάτη μπαλόνια. Μπαλόνια που πετάνε στον αέρα. H κάμαρα μοιάζει πολύ με την κάμαρα της Άννας, μόνο που δεν έχει έπυιλα. Είναι άδεια. O Παύλος στέκεται στη μέση της κάμαρας και φυσάει μέσα σ' ένα μπαλόνι και το μπαλόνι φουσκώνει, όλο φουσκώνει, κι έχει μάτια, μύτη κι ένα μεγάλο στόμα ανοιχτό. H Άννα θέλει να φωνάξει στον Παύλο: Μην το φουσκώνεις άλλο, θα σκάσει. H φωνή σκαλώνει στο λαρύγγι της και δε βγαίνει, κι ο Παύλος δεν την προσέχει, δεν τη βλέπει. Φυσάει , όλο φυσάει, και η Άννα πάει να τρέξει προς τη μεριά του, όμως τα πόδια της είναι κολλημένα στο πάτωμα κι όσο κι αν πασχίζει, δεν μπορεί να προχωρήσει. Σαν να 'ναι, λέει, θάλασσα πηχτή και να πρέπει να κολυμπήσει. Και τότε η Άννα αρχίζει να ουρλιάζει: «Το μπαλόνι μου, το κόκκινο μπαλόνι μου». Και το μπαλόνι κάνει ένα τρομερό «μπαμ» και σκάει, γίνεται χίλια κομμάτια. Χίλια γυαλάκια σκορπίστηκαν σ' όλο το δωμάτιο.
H Άννα ξύπνησε αλαφιασμένη. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της. Από τις μισάνοιχτες γρίλιες έμπαινε κιόλας το φως της αυγής και είδε τα φουσκωμένα μπαλόνι« να κρέμονται στη σειρά, όπως τα είχε στολίσει χτες βράου ο Παύλος, ο αδερφός της.
«Αχ» αναστέναξε «όνειρο ήταν. Ti καλά!».
Ξανάπεσε στο στρώμα, κουλουριάστηκε κι έκλεισε τα
μάτια για να συνεχίσει ένα δικό της, αληθινό όνειρο.
H Άννα αύριο έχει τα γενέθλιά της. Θα κλείσει τα οχτώ και θα αρχίσει να περπατάει στα εννιά.
Αύριο έχει το πρώτο της πάρτι. Ένα αληθινό πάρτι με μεζέδες και τούρτα.
Αύριο θα γεμίσει το σπίτι παιδιά και μπαλόνια.Κόκκινα, κίτρινα, πράσινα μπαλόνια.
Αύριο θα της φέρουν δώρα. Πολλά δώρα. Πόσα δώρα; O νονός, ο Παύλος, η μαμά, ο μπαμπάς, η Κατερίνα κι όλα τα παιδιά...
Πότε θα φτάσει αυτό το αύριο;
Δε θέλει να κοιμηθεί άλλο. Πρέπει να τα βάλει όλα στη σειρά, να τα σκεφτεί. Μήπως ξέχασε κανέναν; Πόσοι θα 'ναι; Ένας ο Πέτρος, ο Αντρέας με την αδερφή του τρεις, και η Ήβη τέσσερις, και ο εαυτός της πέντε, τον Παύλο δε θα τον μετρήσει, είναι μεγάλος, ο Θανάσης... αχ, καλύτερα να μην κουβαλήσει τον αδερφό του, είναι πολύ μικρός και θα τους χαλάσει το παιχνίδι. Ποιος άλλος; O Αάκης είναι άρρωστος, έχει μαγουλάδες... Μας κάνουν; H Άννα έχασε το λογαριασμό. Από την αρχή: H Χριστίνα με το Γιώργο δύο... Άραγε θα 'ρθει η δεσποινίς Ρίτα; Θεούλη μου, σε παρακαλώ, κάνε να 'ρθει! Στο τηλέφωνο είπε στη μαμά: «Ευχαριστώ πολύ, κυρία Παυλίδη, θα κάνω τ' αδύνατα δυνατά να 'ρθω».
«Τ' αδύνατα δυνατά», έτσι είπε στη μαμά η δεσποινίς Ρίτα. Σήμερα, στο διάλειμμα, η Άννα θα την ξαναπαρακαλέσει. Πρέπει να 'ρθει. Γιατί πήγε στο πάρτι του Αντρέα; «Μην ξεχνάς» της είπε η μαμά της «πως η δεσποινίς Ρίτα είναι πολύ φίλη με τη μαμά του Αντρέα». «Ε, και; Ας γίνει και δική σου φίλη, μαμά». H μαμά γέλασε: «Κουταβάκι! Εγώ είμαι μεγάλη, η δεσποινίς Ρίτα είναι τόσο νέα. Είναι παιδί!» Άκου παιδί η δεσποινίς Ρίτα. Κοτζάμ δασκάλα! Πόσο χρονών να 'ναι;
H Άννα, την περασμένη βδομάδα, χάρισε στο Λάκη, για τα γενέθλιά του, ένα κόκκινο ημερολόγιο με μια χρυσή κλειδωνιά. Αύριο, όλοι θα της φέρουν δώρα. O Παύλος της είπε: «Διάλεξε τι θέλεις να σου αγοράσω: βιβλίο, μολύβια χρωματιστά ή ένα αληθινό στιλό;» Σήμερα πρέπει να τ' αποφασίσει. Δε θέλει ούτε μολύβια ούτε στιλά αληθινά, ξαληθινά. Ντρέπεται να του πει τι θέλει. Θα την κοροϊδέψει: «Κι άλλη κούκλα, έχεις πήξει στις κούκλες. Δεν τις βαρέθηκες;» Όχι, όχι, όσες πιο πολλές έχει, τόσο πιο πολύ ευχαριστιέται. Ποτέ, μα ποτέ δε θα βαρεθεί τις κούκλες της. Ποτέ! O νονός τής έφερε από τη Θεσσαλονίκη, πάει καιρός, μια αραπίνα. «Τόκο-τα» τη βάφτισε. O νονός έχει τα γενέθλιά του την ίδια μέρα με την Άννα. Αύριο θα 'ρθει από τη Θεσσαλονίκη μόνο γι' αυτό: να γιορτάσει μαζί με τη βαφτισιμιά του... Αύριο θα 'ρθει ο νονός... Αύριο έχω τα γενέθλιά μου... Αύριο ο νονός... αύριο γενέθλια... Oi λέξεις γίνονται νανούρισμα κι ο πρωινός ύπνος έρχεται και τη σκεπάζει σαν πουπουλένιο πάπλωμα και η Άννα ξαναμπαίνει μέσα στο όνειρο...
O Παύλος είναι μέσα στην κάμαρα. Βαστάει πολλά μπαλόνια: μπλε, κίτρινα, πράσινα, πάπιες μπαλόνια, γατάκια μπαλόνια, μακρουλά μπαλόνια σαν λουκάνικα, και πάλι το ίδιο κόκκινο μπαλόνι με το μεγάλο ανοιχτό στόμα. «Αχ, τι όμορφα τα μπαλόνια μου. Πίκου-Πίκου, σ' αγαπώ!» φώναξε η Άννα. Άρχισε να χορεύει πάνω στις μύτες των ποδιών της. «Κοίτα, Πίκου-Πίκου, τα κατάφερα, χορεύω πάνω στις μύτες των ποδιών μου!» - κι ο Παύλος γελάει, γελάει. «Μα γιατί λες πως δε βλέπουμε χρωματιστά όνειρα; Κοίτα, το μπαλόνι μου είναι κόκκινο, κόκκινο!
Και το βλέπω μέσα στο όνειρό μου». «Μα δεν είναι όνειρο, κουτή, είσαι ξύπνια». H Άννα τώρα πετάει μέσα στην κάμαρα. Πόσο νιώθει ελαφριά. Πόσο εύκολο είναι να πετάς. «Είμαι κι εγώ ένα μπαλόνι, ένα κόκκινο μπαλόνι!»
Έξω, στο δρόμο, τέσσερις τεράστιες ρόδες σταμάτησαν απότομα να γυρνάνε: Κόλλησαν πάνω στην άσφαλτο και στρίγκλισαν. H στριγκλιά σκαρφάλωσε ίσαμε το μπαλκόνι της Άννας, χώθηκε μέσα στην κάμαρα κι όλα τα μπαλόνια έσκασαν.
To σχολικό, το σχολικό, ξεφώνισε η Άννα και πετάχτηκε πάνω. Με ξέχασε ο μπαμπάς κι εγώ δεν είμαι έτοιμη. Πώς θα πάω σχολείο;
Ξυπόλυτη, έτρεξε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα από τις χαραμάδες της γρίλιας.
Ένα στρατιωτικό τζυι ήταν σταματημένο μπροστά στην πόρτα της αντικρινής πολυκατοικίας.
Αχ, τι καλά, δεν είναι το σχολικό, χάρηκε.
Φέγγει, ξημέρωσε. O δρόμος είναι ήσυχος.
Στο τιμόνι του τζιπ κάθεται ένας στρατιώτης, ακίνητος, σαν μολυβένιος. H Άννα βλέπει τον κύριο Κυριακίδη να βγαίνει από τη μεγάλη κρυστάλλινη πόρτα. Tov κρατάνε δύο αξιωματικοί και τον σπρώχνουν να μπει μέσα στο τζιπ. Όμως ο κύριος Κυριακίδης δε θέλει και τότε ο ένας αξιωματικός τον χτυπάει στην πλάτη με το τουφέκι του. Μα γιατί ο κύριος Κυριακίδης φοράει πιτζάμες κάτω από τη σκούρα καμπαρντίνα του;
«Τώρα δεν κοιμάμαι» σκέφτεται. Γυρνάει το κεφάλι και κοιτάζει τα μπαλόνια της. Κρέμονται φουσκωτά φουσκωτά. «Τι παράξενο όνειρο, θα το πω στον Παύλο». H βρύση του μπάνιου τρέχει. Βάζει τις παντόφλες της και βγαίνει τρέχοντας από το δωμάτιο.
O Αντρέας Παυλίδης, ο πατέρας της, ξυρίζεται. Κάθε πρωί, χειμώνα, καλοκαίρι, ξυπνάει πρώτος. Στις έξι ακριβώς. Φτιάχνει τον καφέ του κι ύστερα ξυρίζεται. Δεν του αρέσει να βιάζεται. Oi κινήσεις του είναι αργές, αρμονικές. H γυναίκα του για να τον πειράξει του λέει πως μοιάζει με καλοκουρντισμένο ρολόι και κείνος γελάει.
To φως είναι αναμμένο γιατί το παράθυρο του μπάνιου δίνει σ' ένα θεοσκότεινο φωταγωγό. Τα μάγουλα του Αντρέα καθρεφτίζονται σκεπασμένα μ' άσπρους αφρούς.
Ένιωσε την κόρη του και γύρισε και την κοίταξε.
Ti έπαθες και ξύπνησες απ' τα χαράματα;
-To μπαμ με ξύπνησε. Όλα τα μπαλόνια που μου φούσκωσε ο Παύλος έγιναν χίλια κομμάτια... Σαν τον Αϊ- Βασίλη μοιάζεις, μπαμπά.
Γέλασε η Άννα.
Σσσς... θα ξυπνήσεις το σπίτι. Μα πώς έγιναν χίλια κομμάτια; Δεν καταλαβαίνω.
Στο όνειρό μου το είδα. Ήταν ένα παράξενο όνειρο, δεν πρέπει να το ξεχάσω, θα πάω να το πω στον Παύλο...
'Axf τον να κοιμηθεί, είναι νωρίς. Κάθισε εδώ να μου κάνεις παρέα. Μα τι σ' έπιασε και ξύπνησες από τα χαράματα;
M' αφού σου το 'πα, δεν ακούς; Με ξύπνησε πρώτα το μπαλόνι που έσκασε. To φούσκωνε, το φούσκωνε ο Παύλος, ώσπου έσκασε. Τρόμαξα τόσο πολύ, κι αμέσως πετάχτηκα από το κρεβάτι. Και, ξέρεις, κατάφερα να σταθώ στις μύτες των ποδιών μου. Χτες βράδυ, ο Παύλος μου φούσκωσε τα μπαλόνια για να 'ναι έτοιμα για τα γενέθλιά μου.
To ξυράφι γλιστράει απαλά πάνω στο μάγουλο. Ξεσκεπάζει το δέρμα καθαρό και λείο.
Ξέρεις τώρα με τι μοιάζεις, μπαμπά; Με μισό Αϊ-Βασίλη!
Μέσα από τον καθρέφτη ο μπαμπάς χαμογελάει στο κοριτσάκι με τα ξεχτένιστα μαλλιά.
Ti έγινε λοιπόν με το όνειρο...
Έβλεπα ένα χρωματιστό όνειρο. O Παύλος όμως λέει πως δεν μπορούμε να δούμε χρώματα στα όνειρά μας. Είναι αλήθεια αυτό, μπαμπά;
Σαν πολύ μπερδεμένα μου τα λες. Δεν κατάλαβα τίποτε...
Ουφ, δε με προσέχεις... Έβλεπα ένα όνειρο που ήταν γεμάτο μπαλόνια, κόκκινα, πράσινα, μακρουλά,.και του είπα του Παύλου: Να που βλέπω χρώματα, και κείνος μου είπε πως τα βλέπω επειδή είμαι ξύπνια.
Βρε τρελούτσικο, πήγες και ξύπνησες τον αδερφό σου;
H Άννα σούφρωσε τα χείλια έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Μα αφού σου λέω και ξαναλέω: στο ONEIPO μου τα είδα όλ' αυτά. Όχι βέβαια και τον κύριο Κυριακίδη, αυτός ήταν αληθινός. Toν έσπρωχναν και τον χτυπούσαν στην πλάτη με το τουφέκι, γιατί δεν ήθελε ν' ανεβεί στο τζυι.
O Αντρέας κοιτάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη. To ξύρισμα τέλειωσε.
Άννα μου, είμαι μια ζωντανή διαφήμιση: το τέλειο ξύρισμα με το ξυραφάκι Βιπ! Bιπ, μόνο Βιπ!
Τα μάτια της Άννας γέμισαν δάκρυα.
Όταν μιλάω εγώ ποτέ δε με προσέχεις. Μόνο τον Παύλο προσέχεις γιατί 'ναι μεγάλος.
Αννούλα μου, τι 'ναι αυτά που λες; Πάντα σε προσέχω. Είμαι όλος αυτιά. Λοιπόν, συνέχισε τ' όνειρό σου...
Μα σου είπα, ο κύριος Κυριακίδης δεν είναι όνειρο, είναι αλήθεια. Αλλά εγώ το ξέρω πως δεν τον χωνεύεις, άκουσα που το 'λεγες στη μαμά...
Μα τι σχέση έχει ο κύριος Κυριακίδης με τα μπαλόνια σου; Τέλος πάντων, μίλα καθαρά.
Τόση ώρα προσπαθώ. Σου λέω πως δύο στρατιώτες χτυπούσαν τον κύριο Κυριακίδη και με το ζόρι τον ανέβασαν σ' ένα τζιπ κι ένας άλλος στρατιώτης ήταν στο τιμόνι...
O Αντρέας χαμογέλασε στην κόρη του.
Ξέρεις, Αννούλα, έχει δίκιο η μαμά σου, με τέτοια φαντασία μια μέρα θά γίνεις συγγραφέας, μεγάλη συγγραφέας!
O θυμός κοκκίνισε τα μάγουλα της Άννας. O μπαμπάς της ήταν άδικος. Κοροϊδεύει, την ώρα που του μιλάει σοβαρά.
^- Ε, λοιπόν, κι εγώ δε σ' αγαπώ. Είσαι κακός, κακός...
O Αντρέας στενοχωρήθηκε. Άφησε την πετσέτα και πήγε κοντά της.
Μα τι έχεις, χρυσό μου, γιατί κλαις; Ti σου έκανα; Ξέρεις, δεν πρέπει να παίρνεις στα σοβαρά τα όνειρα...
H Άννα χώθηκε στην αγκαλιά του.
Μα σου είπα και σου ξανάπα, πατερούλη, δεν ήταν όνειρο. Toν κύριο Κυριακίδη αληθινά τον χτυπούσαν μ' ένα μεγάλο τουφέκι και τον έβαλαν με το ζόρι μέσα στο τζιπ.
O Αντρέας, όσο μπορούσε πιο ήρεμα, ρώτησε την Άννα:
-Για πες μου, για τον υπουργό μιλάς, τον κύριο Κυριακίδη που μένει απέναντί μας;
Χάρηκε η Άννα. Επιτέλους ο μπαμπάς της μιλούσε σοβαρά.
Ναι, γι' αυτόν μιλάω. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κοίταξα μέσα από τις γρίλιες. Δυο στρατιώτες με γαλόνια τραβούσαν τον κύριο Κυριακίδη και τον ανέβασαν στο τξιπ. O κύριος Κυριακίδης φορούσε τις πιτζάμες του.
O Αντρέας χλώμιασε.
Μια στιγμή, παιδί μου.
Βγήκε από το μπάνιο. Πήγε στο σαλόνι και γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου. Ακούστηκε ένα στρατιωτικό εμβατήριο. Άλλαξε σταθμό. Πάλι το ίδιο εμβατήριο. Στάθηκε αναποφάσιστος, σκεφτικός. Ύστερα ακούστηκε μια βαριά φωνή να λέει:
«Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της Χώρας».
H Άννα είχε σταθεί στην πόρτα και κοιτούσε. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε το ραδιόφωνο, όμως ο μπαμπάς της, ξαφνικά, είχε γίνει ένας αλλιώτικος μπαμπάς.
Έτρεμε, τα χείλια του ήταν σφιγμένα, τα μάτια του κοιτούσαν χωρίς να βλέπουν.
Μα τι έπαθες, μπαμπάκα;
Δεν της απάντησε. Την έσπρωξε για να περάσει και πήγε σιην κρεβατοκάμαρα.
H γυναίκα του κοιμόταν.
Έσκυψε από πάνω της και τη σκούντηξε.
Μαρία, ξύπνα, έγινε δικτατορία.