Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

don't turn your back on my heart, you can easily pick out the fakes



Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;
Πέντε έξι βάρκες κυλούσανε στη Μικρή Πρέσπα. Σκοτάδι πίσσα. Κάποιο καθυστερημένο πολυβόλο μιλούσε για θάνατο μέσα στη νύχτα.Δεν τους ένοιαζε που κάνανε φασαρία, που χτυπούσανε τα κουπιά στο νερό. Ήταν και τα βογκητά, που δεν μπορούσαν να τα σταματήσουν. Ήταν κι από κάποια ξαφνική φωνή, ουρλιαχτό, γυναίκα ή άντρας. Γεμάτες οι βάρκες τραυματίες.
Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσα τους η Βάσω, πιο βαριά.
Η Βάσω!... Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή... Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της.Στη Γιουγκοσλαβία, στο χωριό Μπούλκες όπου είχαν συγκεντρωθεί οι πολιτικοί πρόσφυγες το 1945, της κάνανε κριτική για τη στάση της εκείνη κι η Βάσω σηκωνότανε κι έκανε αυτοκριτική με το κεφάλι σκυφτό, τέτοια αυτοκριτική που έλεγες πως δε θα σκάσει ποτέ πια το χείλι της! Η πονηρή! Τα πράσινα μάτια της είχαν μια ειρωνεία που έσφαζε.
Τώρα τραυματισμένη στη βάρκα από τη μάχη στο Μαλιμάδι. Και παντού, σ' όλες τις βάρκες κοπελιές λαβωμένες. Ήταν από ένα τάγμα όλο κορίτσια δεκαοχτώ με είκοσι πέντε χρονών. Και πολλές από τη Νάουσα που 'χαν ανέβει στο βουνό μετά την αντάρτικη επίθεση. Να, μια από αυτές τις κοπέλες ή δεν ήξερε πως όταν ρίξει με το πάτζερ πρέπει να κοιτάξει πίσω της να δει αν υπάρχει εμπόδιο, ή τρόμαξε και βιάστηκε να πατήσει τη σκανδάλη... Αν γίνει αυτό, μπορεί να χτυπηθείς εσύ ο ίδιος, ή να σκοτώσεις κανένα από τους δικούς σου, γιατί αν τα αέρια βρούνε εμπόδιο γυρνάνε πίσω σαν λάβα και σε καίνε.
Μια φωτοβολίδα άστραψε ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια τους και του Λίνου του φάνηκε πως τα μάτια της Βάσως γελούσαν. Ειρωνικά.
«Αν σου πω σ' αγαπώ, τι θα κάνεις;»
Ο Λίνος έσκυψε πάνω της, στο σκοτάδι.
«Βάσω!...»
Γύρισε τα μάτια της και τον κοίταξε. Τον αναγνώρισε;
«Θα γίνεις καλά, θα δεις...»
Σαχλαμάρες!... Τι, θα γίνει καλά...
Η Βάσω είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω του, αλλά σα να μην τον έβλεπε, σα να κοίταγε κάπου πέρα, ή κάπου πριν...
Εκεί, στο Μπούλκες παίζανε τα «γράμματα». Να, είναι ένα παιχνίδι που γράφεις μόνο το πρώτο γράμμα μιας φράσης και τα όμοιά του, και αντί για τ' άλλα βάζεις παύλες και ο συμπαίχτης πρέπει να μαντέψει ποια είναι τ' άλλα γράμματα και τι λέει η φράση.
Στο παιχνίδι η Βάσω έβαζε και φράσεις ερωτικές!
«Α- ... -α-α ... -α-α...».
Ο Λίνος το 'χε βρει: «αν σου πω σ' αγαπώ τι θα κάνεις;»
Γίνονται, τώρα, τέτοια πράματα στο Μπούλκες; Ξεσπιτωμένοι, προδομένοι, πικραμένοι, ξεριζωμένοι κι η Βάσω με τις αγάπες!
Άστραψε κάπου πιο κοντά μια φωτοβολίδα κι είδε το πρόσωπό της. Την είχαν κάψει τα αέρια από το πάτζερ της Ναουσιώτισσας. Του φάνηκε σαν εφιάλτης, θεέ μου, τι πρόσωπο!...
Κάποιος από τους τραυματίες βόγκηξε μέσα στη βάρκα. Ο άλλος δεν ακουγότανε καθόλου. Ο σύντροφός του τράβαγε κουπί, χωρίς να προσέχει να μην κάνει θόρυβο. Πότε - πότε καμιά ριπή πολυβόλου γάζωνε το μαύρο πανί της λίμνης, στα τυφλά. Βγήκε ξαφνικά και το φεγγάρι, που καλύτερα να μην έβγαινε, γιατί τώρα έβλεπε καθαρά το πρόσωπο της Βάσως. Εκείνη γύρισε τα μάτια της κατά πάνω του και ψιθύρισε.
«Αν σου πω σ' αγαπώ, τι θα κάνεις;»
«Θα γίνεις καλά, Βάσω!...»
Εκείνη γύρισε αργά - αργά το κεφάλι και κοίταξε το νερό. Μαύρο. `Η κόκκινο;
«Να προσέχω», σκέφτηκε ο Λίνος. «Να προσέχω μη μου πέσει στο νερό!»
Μα η Βάσω είχε μια μικρή «μπερέτα».
Την είδε να βγάζει την «μπερέτα» ή δεν την είδε; Άκουσε τον πυροβολισμό ή δεν τον άκουσε ο Λίνος; Δε θυμάται. Δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.
Ήταν, λέει, σαν να κοιμότανε κι έβλεπε όνειρο κι ήταν η Βάσω στο όνειρό του, η Βάσω όχι η τοτινή αλλά αυτή, η παραμορφωμένη που σταύρωνε τα χέρια της και τον παρακαλούσε:
«Αν θελήσω να σκοτωθώ μη μ' εμποδίσεις! Καταλαβαίνεις και μόνος σου, Λίνο, πως δεν μπορώ να ζήσω έτσι. Σ' εξορκίζω στην αγάπη που δεν αγαπηθήκαμε, στη χαρά που δε χαρήκαμε, στη νίκη που δε νικήσαμε, σ' εξορκίζω Λίνο, μη μ' εμποδίσεις! Σ' αυτά που χάσαμε και σ' αυτά που περιμένουμε, μη μ' εμποδίσεις!»
Σαν σε όνειρο....
Δεν ήταν σίγουρος αν είδε το χέρι της, αν είδε εκείνο το μαυριδερό πράμα κοντά στην καρδιά της, αν άκουσε τον πυροβολισμό. Συνήλθε από τη φωνή του συντρόφου του που τράβαγε κουπί:
«Ε, Λίνο! Τι κάνεις; Δεν την είδες που αυτοκτόνησε;»
Ο Λίνος κοίταξε το σύντροφό του και ψιθύρισε:
«Αν σου πω σ' αγαπώ, τι θα κάνεις;»
«Να πάρει η οργή», αγανάχτησε ο άλλος. «Τι σας φέρνουνε εδώ, αφού έχετε αδύνατα νεύρα; Πρόσεχε τους άλλους, μην έχουμε τα ίδια. Πρέπει ν' τους πάμε στο ορεινό χειρουργείο, θέλεις, δηλαδή, να φάμε κατσάδα;»
Οι βάρκες, γεμάτες τραυματίες κυλούσαν, βαριές στη Μικρή Πρέσπα...
«Ρε Στάθη, εσύ είσαι;» ακουγότανε η φωνή του σαν λυγμός.
... Αυτά, όταν είχε ησυχία...

1951 Από τη συλλογή «Φιμωμένο φως»

κάλιο να λείπει η αγάπη σου κι εσύ




Η Ιστορία του Ελληνικού καφέ
Επειδή όπως λένε πολλοί θαμώνες του καφενείου , ο καλός ο καφετζής στον ελληνικό φαίνεται, Ελληνικός καφές είναι η ονομασία που αποδίδεται στον Τούρκικο καφέ Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής. από τους Έλληνες και πίνεται περισσότερο από κάθε άλλο είδος καφέ σε πολλές περιοχές της ανατολικής

Ονομασία
Ο καφές αυτός ονομάζεται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την χώρα. Στις χώρες που δεν καταναλώνεται αρκετά είναι γνωστός ως "Τουρκικός καφές", όπως και στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα, παλιότερα ήταν αποκλειστικά γνωστός επίσης με αυτό το όνομα. Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η ονομασία άλλαξε σε "ελληνικός καφές". Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε για διαφημιστικούς λόγους και προωθήθηκε από μεγάλη ελληνική εταιρεία επεξεργασίας καφέ.
Ο καφές αυτός συναντάται ακόμα με τις ονομασίες "Αρμένικος καφές" (στην Αρμενία), "Αραβικός καφές", ή "Μεσανατολικός καφές". Στις χώρες των Βαλκανίων ονομάζεται συνήθως "τουρκικός", ή "ελληνικός" (τα τελευταία χρόνια) ενώ στην Κύπρο καλείται "κυπριακός".

Παρασκευή
Παραδοσιακά χειροποίητα σύνεργα παρασκευής ελληνικού καφέ. (θήκη καφέ - ζάχαρης, αναδευτήρι, κουταλάκι και μπρίκι

Βασικό εργαλείο της παρασκευής του ελληνικού καφέ είναι το λεγόμενο μπρίκι, μέσα στο οποίο πρέπει να βράσει(σχεδόν) το μίγμα του νερού (75ml), με τον καφέ και τη ζάχαρη που ανακατεύουμε στην αρχή με το αναδευτήρι ή το κουταλάκι.
Επίσης χαρακτηριστικό είναι και το καϊμάκι, ένας πηχτός αφρός που δημιουργείται κατά την βράση του καφέ. Η παρασκευή του ελληνικού καφέ θεωρείται επιτυχημένη όταν το καϊμάκι διατηρείται κατά το σερβίρισμά του. Σερβίρεται σε φλυτζάνι μικρό ή χοντρό (του καφέ), αργα, κατά τις ακόλουθες ονομασίες παρασκευής:

* Σκέτος (75 ml νερό + 1 κουταλάκι καφέ)
* Μέτριος (75 ml νερό + 1 κουταλ. καφέ + 1 κουταλ. ζάχαρη)
* Γλυκός (75 ml νερό + 1 κουτ. καφέ και 2 κουτ. ζάχαρη).

Άλλες ονομασίες όπως "βαρύ γλυκός", ή "πολλά βαρύς" ή "βαρύ γλυκός και όχι", αφορούν την επιτυχία στο καϊμάκι με ανεβοκατέβασμα του μπρικιού όταν σερβίρεται στο φλυτζάνι συνήθως χοντρό.

* Όταν τοποθετούμε το μπρίκι στη χόβολη σκεπάζουμε αυτό μέχρι τη μέση τραβώντας με το κουταλάκι τη χόβολη γύρω του. Όταν ο καφές αρχίζει και φουσκώνει είναι έτοιμος για σερβίρισμα.

* Στο διπλό καφέ οι δοσολογίες απλά διπλασιάζονται.

Προέλευση
Η παρασκευή του καφέ με αυτόν τον τρόπο, χωρίς φιλτράρισμα, προέρχεται σχεδόν σίγουρα από τον αραβικό κόσμο. Στην Ελλάδα ήρθε μέσω των Τούρκων, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με την παράδοση οι πρώτοι που παρασκεύασαν τέτοιου είδους καφέ ήταν οι Βεδουίνοι της Μέσης Ανατολής οι οποίοι έβαζαν την χύτρα του καφέ πάνω στην άμμο που κάλυπτε την στάχτη και τα κάρβουνα για να τα κρατήσει ζωντανά. Γι' αυτό υπάρχει και η παράδοση να ψήνεται ο καφές πάνω σε άμμο (στη χόβολη) στα παλαιομοδίτικα καφενεία. Η διαδοσή του στα Βαλκάνια πρέπει να είναι -σχεδόν σίγουρα- απόρροια της εμπορικής ακμής του λιμανιού της Υεμένης απ'όπου πρέπει να έφθασε και στον Ελλαδικό χώρο.
Η παρουσία του πρέπει να θεωρείται μακρά, από πολύ παλιά στην περιοχή, αφού στις αφηγήσεις για την άλωση της Κωνσταντινούπολης διαφοροι χρονικογράφοι αναφέρουν ότι η "Πόλις" είχε περί τα 300 με 500 καφενεία.