Σάββατο 18 Αυγούστου 2012

Άντε και τα μαύρα θα πετάξεις κι έτσι ελευθερώνεσαι: η γέννηση ενός χορού.

Μια φορά και έναν καιρό ήταν μια αρχοντοπούλα και η πολιτεία που έμενε ήταν σε ένα νησί, μεγάλο νησί, στην εποχή των πειρατών. Κι έτσι όπως ήταν πριγκίπισσα σωστή, την είχαν και ζούσε από μωρό παιδί, σε ένα πύργο στην άκρη της πολιτείας, ψηλά ψηλά, και  καλομαθημένη όπως ήταν,δεν έβγαινε ποτέ έξω, είχε σαράντα υπηρέτες να την προσέχουν και ούτε ο ήλιος δεν την έβλεπε. Θα έβγαινε από τον πύργο μόνο όταν ένας ωραίος νέος,φυσικά πλούσιος, ίσως κάποιο βασιλόπουλο από κοντινή πολιτεία, θα τη ζητούσε από τον πατέρα της σε γάμο. Αυτή ήταν η μοίρα για τα κορίτσια της φάρας της σε εκείνους τους καιρούς. Και έτσι το μόνο που έκανε η αρχοντοπούλα, κάθε απόγευμα που τη χτενίζανε 100 φορές με το χτένι, για να είναι τα μακριά μαλλιά της φίνα και αρωματικά είναι να βάζει τους υπηρέτες να βγάζουν τα αργυρά σκαμνιά έξω, στο πιο ψηλό μπαλκόνι του πύργου και να ατενίζει το πέλαγο, λες και από εκεί θα ερχόταν το βασιλόπουλο.