Σάββατο 4 Μαΐου 2013

Η ζωή είναι ένα μαύρο καράβι που βάζει παντού φωτιές:η ιστορία μιας πυρκαγιάς.


" Ένα τμήμα του κόσμου, το δικό μας, καταγίνεται με ένα μονομανή τρόπο με τη σύνταξη της λίστας των σφαλμάτων του, δημιουργώντας για τον εαυτό του ένα αλαζονικό στάτους βασανιστή. Από την παιδική μας ήδη ηλικία, εκπαιδευόμαστε στην αυτοκατηγορία. Το κριτικό πάθος που είχε ως σκοπό να απελευθερώσει το άτομο από τις προκαταλήψεις έγινε η πιο κοινή προκατάληψη. Απλά πέρα από ένα ορισμένο όριο επαγρύπνησης, η λογική μεταμορφώνεται σε καταστροφικό σκεπτικισμό. Όταν η αμφιβολία γίνεται η μοναδική μας πίστη, αρχίζει να φθείρει όλη την ενεργητικότητα που άλλοτε συνόδευε την πίστη. Και τότε παύουμε να υπερασπιζόμαστε τις κοινωνίες μας: προτιμάμε να αφανιστούμε παρά να εκδηλώσουμε και την ελάχιστη αγάπη γι αυτές."

Πασκάλ Μπρυκνέρ, "η τυραννία της μεταμέλειας"

Μια  ακόμα παράξενη ιστορία σε πέντε εκδοχές. Μεγάλη Παρασκευή βράδυ σε κάποια τυχαία γωνία κάποιας τυχαίας πόλης. 

κάποιος πιτσιρικάς:
Πολύ με τρομάζουν τα βαρελότα.Όμως οι φίλοι και ο μπαμπάς μου λένε ότι δεν πρέπει να φοβάμαι τώρα που έγινα σωστός άνδρας δέκα χρονώ. Έτσι κι εγώ γυρνούσα γύρω γύρω πίσω από τους άλλους μέσα στον επιτάφιο και δε φοβόμουν ούτε τα βαρελότα ούτε μη χάσω τους γονείς μου μέσα σε τόσο κόσμο. Καλά να σας πω την αλήθεια, όταν ο επιτάφιος έστριβε, ή όταν περνούσε από σκοτάδια, σκεφτόμουν πόσο είχα μετανιώσει που άφησα τη φούστα της μαμάς μου και κοιτούσα που και που, πίσω, καλά καλά, μήπως και δω αν ρίξουν κανένα. Είχα σκεφτεί ότι αν τα έβλεπα να πέφτουν θα φοβόμουν λιγότερο και έτσι θα μπορούσα να κάνω κι εγώ το γενναίο όπως και οι άλλοι. Την περισσότερη ώρα ήμασταν όμως μέσα στους μεγάλους, που μας έλεγαν να προσέχουμε μήπως και μας κάψουν με τα κεριά τους. Έπεσαν αρκετά βαρελότα, περάσαμε από πολλά οικόπεδα και παλιά σπίτια και αυτοί που τα έριχναν καμάρωναν για το μεγαλύτερο θόρυβο που έκαναν εκεί. Το σπίτι που καιγόταν, το είδα μετά, όταν πήραμε το αυτοκίνητο για να πάμε στο σπίτι μας. Θυμήθηκα ότι ήμουν μπροστά όταν έπεσε εκεί το βαρελότο. Θυμάμαι ότι κάποιοι έβγαιναν από το σπίτι τρέχοντας. Ή μήπως στέκονταν στις καμάρες; Δεν κατάλαβα. Θυμάμαι όμως ότι αυτοί που έριχναν όχι μόνο δε το μετάνιωσαν, αλλά γελούσαν,  και σε κάποιον που τους μάλωσε είπαν δυνατά: " Άσε μωρέ , έχουμε γεμίσει ξενομερίτες,τέτοιοι θα είναι, πάμε παρακάτω". Μήπως ξέρετε εσείς να μου πείτε τι σημαίνει "ξενομερίτες" ;

ο παπάς:
 Διατελούσαμε όπως κάθε χρόνο την περιφορά του Επιταφίου, ακολουθώντας τα των Ιερών κανόνων προβλεπόμενα. Η ενορία μας αποτελεί στολίδι διά την πόλη και, Δόξα τω Θεώ, τη διασχίζουμε ολόκληρη. Όλα έβαιναν καλώς και ευλαβικώς. Η κατάνυξη είχε καταλάβει το ποίμνιο, καθώς και τους παρακείμενους πιστούς, σε πεζοδρόμια μπαλκόνια και παράθυρα. Α, από πάντα  ήσαν βαθιά θρησκευόμενοι εις την ενορία αυτή. Πήραμε τη στροφή προς τη θάλασσα. Η αλήθεια  είναι ότι η νέα τεχνολογία, δια την οποία πολλά έχουν αναφερθεί, μας έχει βοηθήσει αρκετά στην ενορία, και ειδικά στην τέλεση της περιφοράς του Επιταφίου. Έτσι εγώ, κρατούσα το μικρόφωνο, που μου επιτρέπει να παίρνω όποια θέση χρειάζεται επί της πομπής, και τα μεγάφωνα διέδιδαν το λόγον Του σε όλη την ενορία. Κατεβαίναμε το λοιπόν εις τον δρόμο προς τη θάλασσα και εγώ ήμουν εις το πίσω μέρος της Ιεράς πομπής. Στην επόμενη στροφή της διαδρομής, αυτή που όλοι είπαν επίμαχη, δεν ενθυμούμαι κάποιο γεγονός αξιωσημείωτον. Ήμουν, όπως και όλο το ποίμνιο πιστεύω, βυθισμένος εντός του κλίματος και του αισθήματος βαθιάς μεταμέλειας δια τα πάθη και τις αμαρτίες που εφορτώσαμε τον υιόν Του, τον εν  ύδασι τη γην κρεμάσαν. Μετά μου ανέφεραν έτεροι τα γνωστά γεγονότα περί της πυρκαγιάς, τα οποία εγώ δεν αντιλήφθην, σας βεβαιώ. Εμείς, υπό τη σοφή καθοδήγηση του μητροπολίτου, βοηθούμε πάντα τους αναξιοπαθούντας, ακόμα και τους αλλοδαπούς, όλα τέκνα Του είναι και αυτά άλλωστε. Τίποτε άλλο δεν έχω να σας ειπώ. Μετανοείτε.

μια γυναίκα με ένα κερί στο χέρι:
Είχα να πάω στον επιτάφιο από παιδί. Είχα μεγαλώσει σε αυτές τις γειτονιές, εδώ είναι το πατρικό μου. Και αυτές τις μέρες θυμάμαι ότι ξημεροβραδιαζόμασταν στην εκκλησία. Πόσους επιτάφιους είχαμε στολίσει. Όμως τα χρόνια πέρασαν, μεγαλώσαμε, φύγαμε από την πόλη, σπουδάσαμε, μετά ξαναγυρίσαμε ελπίζοντας, πιάσαμε αλλού σπίτια προς τα νότια, χτίσαμε κι εμείς τη ζωή μας. Πού να περιμέναμε ότι θα γίνουν τα πράγματα έτσι; Πού να φανταζόμουν ότι θα μετάνιωνα για τους τόσους επιτάφιους που έχασα; Είπα λοιπόν φέτος να τα θυμηθώ πάλι όλα αυτά, να περπατήσω στην ίδια διαδρομή, να θυμηθώ μυρωδιές, εικόνες και συνήθειες, όχι σα μικρό κοριτσάκι της γειτονιάς αλλά όπως μπορούσα κι εγώ. Αρκετά σας κούρασα με αυτά. Θέλετε να σας πω για τα γεγονότα στον επιτάφιο απόψε. Ναι, ήμουν μπροστά. Όλα έγιναν σε εκείνη τη γωνία, πάνω στο δρόμο που φτάνει στη θάλασσα. Θυμάμαι ότι συνήθιζαν να σταματάνε τον επιτάφιο εκεί και να περνάει ο κόσμος από κάτω. Και όλα αυτά υπό το θέαμα της φωτιάς στο βάθος. Είχε αφήσει ιστορία αυτή η φωτιά, θα σας τα είπαν κι άλλοι. Στο θέμα μας όμως. Η γωνία έχει αλλάξει πολύ από την τελευταία φορά που την είδα. Το γαλακτοπωλείο στη μία γωνία είχε εξαφανιστεί και μια μεγάλη πολυκατοικία είχε φυτρώσει κάπου εκεί. Το απέναντι κτήριο είχε ισοπεδωθεί κυριολεκτικά και από ότι κατάλαβα κάποιο πάρκινγκ λειτουργούσε εκεί. Όταν φτάσαμε στη γωνία, γύρισα το κεφάλι μου δεξιά περιμένοντας να τυφλωθώ από τη φωτιά, όμως μόνο εγώ γύρισα  και όπως έμαθα μετά δεν την άναψαν ούτε πέρσι. Το μόνο που θύμιζε τις αναμνήσεις μου ήταν το απέναντι σπίτι. Είχα μια καλή φίλη που έμενε εκεί θυμάμαι. Περνούσαμε ώρες έξω από αυτό, γιατί μας άρεσαν οι καμάρες που είχε μπροστά του για να στηρίζουν τα μπαλκόνια του. Τις είδα και τώρα τις καμάρες, ή ό,τι είχε απομείνει από αυτές. Δεν πρόσεξα τίποτα πέρα από αυτές. Γύρω τους υπήρχε σκοτάδι. Περπάτησα ανάμεσα στον κόσμο και έφτασα εκεί την ώρα που μόλις είχε περάσει ο επιτάφιος. Εκεί έγιναν όλα. Ένα βαρελότο, από αυτά που ρίχνουν τέτοιες μέρες, έφυγε προς το μέρος μου, πέρασε δίπλα μου, και μπήκε στο σπίτι από ένα σπασμένο τζάμι. Όλα έγιναν σε λίγες στιγμές. Μπαμ! Άρχισαν να πετάγονται άνθρωποι από τα παράθυρα τρέχοντας. Εγώ έμεινα ακίνητη κοιτώντας τους, γύρω γύρω. Ένας άνδρας στάθηκε για μια στιγμή απέναντί μου με ένα κερί στο χέρι. Ένιωσα λες και κοιταζόμουν στον καθρέφτη.Ακόμα να το πιστέψω. Μπήκα σαστισμένη στον επιτάφιο και περπατούσα κλαίγοντας μετά. Μόνο αυτό το σπίτι είχε μείνει εκεί, αυτό ήταν καταφύγιο για αστέγους και τώρα καιγόταν. Είχε ήδη αρχίσει να μυρίζει.. Πώς την είχαμε εγκαταλείψει αυτή τη γειτονιά;

ένας παππούς:
Ναι, κατεβήκαμε στη γωνιά μας για τον επιτάφιο όσο κι αν αυτό μας πικραίνει χρόνο με το χρόνο. Είμαστε πολλά χρόνια εδώ, τι να σας λέω ιστορίες τώρα. Το σπίτι μου είναι μια γωνιά πιο πάνω, λίγο πιο κάτω από τα σκαλιά, ίσα που φτάνει αμάξι εκεί. Είναι έθιμο από παλιά αυτό, να κατεβαίνουμε  στη γωνία για τον επιτάφιο. Δεν είναι ο επιτάφιος το θέμα, σε αυτό πήγαινε η γυναίκα μου όσο μπορούσε και οι άλλες θρησκευάμενες. Εμείς μαζεύαμε μέρες πριν, ξύλα, ό,τι παλιόξυλα περίσσευαν και μαζί με τα παιδιά μας, ανάβαμε φωτιά. Ήταν παλιό έθιμο η φωτιά. Παλιά που τα παιδιά μας ήταν ακόμα εδώ, πηδούσαν από πάνω. Μαζευόταν πολύς κόσμος τότε θυμάμαι, ήταν και η γειτονιά διπλάσια, μετά τη γκρέμισαν για να φτιάξουν πολυκατοικίες. Τα παιδιά μεγάλωσαν όμως, τα παλιά σπίτια ερείπωσαν, τι τα θέλετε; Ακόμα και οι πολυκατοικίες που παλιά κατοικούνταν από φοιτητές τώρα και αυτές παραμένουν ανοίκιαστες. Και η φωτιά, που μόνο η χούντα προσπάθησε να τη σβήσει, άλλα χρόνια τότε, σιγόσβησε σιγά σιγά εκεί που δεν το περιμέναμε, τώρα που μείναμε χωρίς σπίτια, ξύλα και παιδιά. Εμείς ωστόσο δε μετανοιώνουμε, δε μας παίρνει από κάτω αυτή η πίκρα, και όσο μπορούμε ακόμα να θυμόμαστε, μαζευόμαστε γύρω εκεί, κι ας μην υπάρχει πια φωτιά από πέρσι, μήπως και βρούμε κανέναν γνωστό από τα παλιά, και γελάμε πικρά με τις ιστορίες που ακούμε από τον επιτάφιο, που αυτός ο τρελόπαπας τον έχει κάνει σωστό πανηγύρι με τις επινοήσεις του. Την ώρα που έγιναν αυτά που μου λέτε υπολογίζω ότι ήμουν πίσω εκεί που ανάβαμε την παλιά φωτιά και κουβέντιαζα με κάποιους που βρήκα γι αυτά που σας λέω.Και ξέρετε κάτι; Αυτή η συμφορά που έγινε απόψε ήταν η εκδίκηση της φωτιάς της άλλης που εμείς σβήσαμε. Κάτι ξέρω που σας λέω.

ένας άστεγος:
Θέλετε να σας πω για τα αποψινά γεγονότα. Ξέρω πολύ καλά τι σκέφτεστε. Το βλέπω στο βλέμμα σας. Πώς είναι δυνατό να μιλάω τόσο καλά ελληνικά. Θα σας πω ένα μυστικό λοιπόν. Καθόλου ξενομερίτης δεν είμαι στ' αλήθεια. Πριν δύο χρόνια ακριβώς έμενα σε εκείνο το διαμέρισμα απέναντι, το βλέπετε; Ναι είναι αλήθεια ότι μένω κατά κάποιον τρόπο σε αυτό το σπίτι. Και δε μένω μόνος μου. Εγώ ωστόσο δεν ήμουν στο σπίτι την ώρα που έπιασε φωτιά. Ήμουν στον επιτάφιο. Και ναι, τα είδα όλα. Είδα το βαρελότο να μπαίνει από το παράθυρο. Είδα εκείνη τη γυναίκα που κρυβόταν μέσα στις καμάρες. Είδα τους συγκατοίκους μου να τρέχουν προς τα έξω με ό,τι μπορούσαν να σώσουν. Και είδα το σπίτι, ο θεός να το κάνει σπίτι, να καίγεται σιγά σιγά παρακολουθώντας το από το απέναντι πεζοδρόμιο. Όχι δε λυπάμαι για το σπίτι που κάηκε. Και ούτε κατηγορώ αυτόν που έριξε το βαρελότο. Ίσως να ήμουν κι εγώ στη θέση του πριν κάποια χρόνια. Έχω λυπηθεί αρκετά ξέρετε αυτά τα δύο χρόνια. Και έχω γίνει αρκετά σκληρός  Αλήθεια τι θα λέγατε εσείς αν βλέπατε την πρότερη ζωή σας να εξελίσσεται γύρω σας, χωρίς εσάς κάθε μέρα, για δύο χρόνια; Δε μου περισσεύει άλλη λύπη λοιπόν. Και δε μετανιώνω για τίποτα. Ποτέ δε μετάνιωσα. Κάπου θα βρεθεί χώρος για μένα, ίσως και για εσάς αύριο. Να έρθετε να βρείτε εμένα και το παιδί μου τότε. Θα κοιτάμε κάπου αγκαλιά το φεγγάρι να βγαίνει. Αρκεί να ψάξετε κάπου εκεί στο φως του.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου