Πέμπτη 13 Μαΐου 2021

Ο ουρανός είναι μέσα μας

 
 
– Αρχοντόπουλο μου, είπα, να με συμπαθάς· ένα ήθελα να σε ρωτήσω, ετούτο: τρώς, πίνεις είσαι ντυμένος στο μετάξι, τραγουδάς κάτω από τα παραθύρια, γλέντι η ζωή σου· τίποτα λοιπόν δε σου λείπει;
Ο νέος στράφηκε απότομα, αναμέρισε βίαια το μπράτσο, να μην τον αγγίξω.
– Τίποτα δε μου λείπει, αποκρίθηκε πεισματωμένος· γιατί με ρωτάς; Δε θέλω να με ρωτούν.
Έδεσα κόμπο την καρδιά μου.
– Γιατί σε λυπούμαι αρχοντόπουλό μου, αρχοντόπουλό μου, του αποκρίθηκα.
Ο νέος να το ακούσει, τίναξε με αλαζονεία το κεφάλι:
– Εμένα; Είπε, εσυ;! – και γέλασε.
Μα σε λίγο, χαμηλώνοντας τη φωνή του:
– Γιατί με λυπάσαι, γιατί; Ρώτησε λαχανιασμένος.
Δεν αποκρίθηκα.
– Γιατί; Ξαναρώτησε.
Έσκυψε, με κοίταξε στα μάτια.
– Ποιός είσαι ντυμένος σα ζητιάνος; ποιός; Ποιός σ έπεψε να με βρεις, εδώ στους δρόμους της Ασίζης τα μεσάνυχτα;
Αγρίεψε:
– Μολόγα την αλήθεια! κάποιος σε στέλνει, ποιός;
Και μην παίρνοντας απόκριση:
– Τίποτα δε μου λείπει! έκαμε χτυπώντας το πόδι του στη γης, δε θέλω να με λυπούνται· θέλω να με ζηλεύουν. Ναι, ναι, τίποτα δε μου λείπει!
– Τίποτα; έκαμα, μήτε ο ουρανός;
Έσκυψε το κεφάλι, σώπασε· και σε λίγο:
– Πολύ αψηλά ναι ο ουρανός, δεν τον φτάνω·καλή ναι η γης, περίκαλη, κοντά μου!
– Δεν υπάρχει πράμα πιο κοντά μας από τον ουρανό· η γης είναι κάτω από τα πόδια μας και την πατούμε· ο ουρανός είναι μέσα μας.
Το φεγγάρι είχε αρχίσει να χαμηλώνει, λίγα άστρα στον ουρανό· ανάρια ακούγονταν κοι καντάδες, όλο πάθος, από τις αλαργινές γειτονιές· ήταν γεμάτος ο νυχτερινός ετούτος καλοκαιριάτικος αέρας μυρωδιές κι έρωτα. Κάτω η πλατεία βουίζε.
– Ο ουρανός είναι μέσα μας, αρχοντόπουλό μου, ξανάπα εγώ.
– Πως το ξέρεις; με ρώτησε και με κοίταξε αλαφιασμένος.
– Πείνασα, δίψασα, πόνεσα – το μαθα.
 
(απόσπασμα από το "Ο φτωχούλης του Θεού", του Νίκου Καζαντζάκη)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου