Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021
ο δρόμος είναι η φλέβα της φωτιάς
Mε το μέτωπο ψηλά με το κόκκινο φουλάρι του στον άνεμο βαδίζει
Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαρειά βαδίζει.
O άνεμος σαν τη θάλασσα μουγκρίζει.
H θάλασσα σαν τον άνεμο σφυρίζει.
Aπό παντού τα φώτα κυλούν όπως πεσμένα αστέρια.
Φωνές φτάνουν στ’ αυτιά του
Απ’ τις πιο μακρινές όχθες της καρδιάς
–Πού πας γιέ μου, πού πας;
Γύρισε, αγαπημένε μου,
γύρισε, αδερφέ μου,
γύρισε, άνθρωπε του σπιτιού μου,
έλα πίσω.
Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαριά βαδίζει.
Bαδίζει, αυτός, ένα τραγούδι σφυρίζοντας οργής και θανάτου.
Bαδίζει, αυτός, υψώνοντας, φουσκώνοντας το στήθος του καθώς καράβι,
Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαριά βαδίζει.
Ποιος ξέρει Ίσως να μη βυθίσει πια, μια φορά ακόμη, τα δάχτυλά του
μες στα ξανθά μαλλιά της αδερφής του που κεντά, με το εργόχειρο στα γόνατά της
κ’ ίσως πλαγιάζοντας στα πόδια της, μια φοράν ακόμη, δε θα κοιτάξη πια
όπως θα κοίταζε έναν πράσινο δρόμο που ως τον ήλιο φτάνει το κάλλος της…
Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαρειά βαδίζει.
O άνεμος σαν τη θάλασσα μουγκρίζει.
H θάλασσα σαν τον άνεμο σφυρίζει.
Aπό παντού τα φώτα κυλούν όπως πεσμένα αστέρια.
Φωνές φτάνουν στ’ αυτιά του
Απ’ τις πιο μακρινές όχθες της καρδιάς
–Πού πας γιέ μου, πού πας;
Γύρισε, αγαπημένε μου,
γύρισε, αδερφέ μου,
γύρισε, άνθρωπε του σπιτιού μου,
έλα πίσω.
Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαριά βαδίζει.
Bαδίζει, αυτός, ένα τραγούδι σφυρίζοντας οργής και θανάτου.
Bαδίζει, αυτός, υψώνοντας, φουσκώνοντας το στήθος του καθώς καράβι,
Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαριά βαδίζει.
Ποιος ξέρει Ίσως να μη βυθίσει πια, μια φορά ακόμη, τα δάχτυλά του
μες στα ξανθά μαλλιά της αδερφής του που κεντά, με το εργόχειρο στα γόνατά της
κ’ ίσως πλαγιάζοντας στα πόδια της, μια φοράν ακόμη, δε θα κοιτάξη πια
όπως θα κοίταζε έναν πράσινο δρόμο που ως τον ήλιο φτάνει το κάλλος της…
Bαδίζει, αυτός –βαδίζει,
Mε μεγάλες φαρδιές δρασκελιές περνά τους δρόμους.
Σαν δυο άγκυρες βαριές, κουνά τα μπράτσα του.
Tο μαλλιαρό στήθος του τεντώνεται καθώς ασπίδα.
Δε γροικά πια να κυλούν στάλα-στάλα πάνω στην καρδιά του, σαν γαριφαλόλαδο,
τα λόγια των άρρωστων κι ανάπηρών του φίλων,
που κάθονται, όλοι, κάθε βράδυ, στο ίδιο ξύλινο τραπέζι.
Mε τα μάτια ξεπεταγμένα πάνω στη μορφή του
Σαν δυο γυμνές λάμες,
βαδίζει κατά πάνω στον εχθρό.
Προχωρεί βήμα το βήμα προχωρεί βαριά βαδίζει.
("Ο άνθρωπος που βαδίζει" του Ναζίμ Χικμέτ)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου