Κυριακή 13 Μαρτίου 2022
κι η καρδιά μου σιμά στο προσκεφάλι σου
Κάποιο βράδυ η Αϊσέ καθότανε στην άκρη της στέρνας του κήπου. Στον αριστερό της ώμο είχε το περιστέρι και στα πόδια της πάνω κοιμότανε ο λαγός. Αποπάνω της τ' αστέρια, το φεγγάρι σε σχήμα δρεπανιού, και το σύννεφο σε μια γωνιά ανάμεσα στ" άλλα. Η Αϊσέ τα χάζευε μέσα στα νερά της στέρνας που ήταν καθαρά σαν καθρέφτης. Αλλά, τ' άστρα και το φεγγάρι καθρεφτίζονταν θαμπά. Η Αϊσέ σηκώνει τα μάτια της στον ουρανό και τί να δει; Τ' άστρα και το φεγγάρι ήταν και κει θαμπά. «Γιατί;» αναρωτήθηκε η Αϊσέ· «τί πάθανε; γιατί δεν λάμπουν;». Μα, όπως πάντα, το σύννεφο κατάλαβε τη σκέψη της κι από τη γωνία που στεκότανε της απαντάει:
- Σκονιστήκανε λιγάκι. Νά! τώρα θα τα καθαρίσω και θα τα γυαλίσω.
Και μόλις τέλειωσε τον λόγο του πήρε το σχήμα ξεσκο- νόπανου. Έπεσε στη στέρνα, βράχηκε κι ύστερα ανέβηκε πάλι στον ουρανό. Κι αρχίζοντας από το φεγγάρι τέλειωσε τη δουλειά του στ' άστρα. Τα ξεσκόνισε και τα γυάλισε τόσο που ως τα σήμερα δεν τά 'δε κανείς τόσο λαμπερά. Η Αϊσέ ευχαριστήθηκε πολύ:
- Να ζήσεις, συννεφάκι μου, του λέει- σ' αγαπώ πάρα πολύ, και μπαίνει μέσα στο σπίτι. Νύσταζε πια.
Τότε το σύννεφο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας της. Κι ενώ η Αϊσέ έπεφτε στο κρεβάτι, το σύννεφο έγινε σάζι κι άρχισε να τη νανουρίζει:
"Κοιμήσου, ομορφιά τον κόσμου, κοιμήσου Σου 'φερα από τους κήπους τον ύπνο. Στα μάτια σου τα φύλλα είναι πράσινα. Κοιμήσου, ομορφιά του κόσμου, κοιμήσου. Κοιμήσου γλυκά γλυκά. Νάνι.
Κοιμήσου, ομορφιά τον κόσμου, κοιμήσου Από τ' άστρα σού 'φερα τον ύπνο. Από σκούρο γαλάζιο βελούδο Κοιμήσου, ομορφιά του κόσμου, κοιμήσου Κι η καρδιά μου σιμά στο προσκεφάλι σου. Νάνι"
Και ενώ το σύννεφο τραγουδούσε στην Αϊσέ όπως όλα τα βράδια, μπήκε στον κήπο ο καρα-Σεϊφί πατώντας στις μύτες των ποδιών του. Κρατούσε στο χέρι του ένα πελώριο μαχαίρι κι έριχνε ματιές ενα γύρω έτσι κοιτάνε οι άνθρωποι που θέλουν να κάνουνε κακό. Ύστερα άρχισε να κόβει ένα ένα τα λουλούδια του κήπου. Τα λουλούδια, όλα, καθώς έπεφταν στο μαύρο χώμα, τα τριαντάφυλλα, οι κρίνοι, τα γαρίφαλα, έβγαζαν ένα αχ, τόσο απαλό, μα τόσο απαλό, σαν λουλούδια που ήταν, που δεν το άκουγε κανένας.
- Σκονιστήκανε λιγάκι. Νά! τώρα θα τα καθαρίσω και θα τα γυαλίσω.
Και μόλις τέλειωσε τον λόγο του πήρε το σχήμα ξεσκο- νόπανου. Έπεσε στη στέρνα, βράχηκε κι ύστερα ανέβηκε πάλι στον ουρανό. Κι αρχίζοντας από το φεγγάρι τέλειωσε τη δουλειά του στ' άστρα. Τα ξεσκόνισε και τα γυάλισε τόσο που ως τα σήμερα δεν τά 'δε κανείς τόσο λαμπερά. Η Αϊσέ ευχαριστήθηκε πολύ:
- Να ζήσεις, συννεφάκι μου, του λέει- σ' αγαπώ πάρα πολύ, και μπαίνει μέσα στο σπίτι. Νύσταζε πια.
Τότε το σύννεφο κατέβηκε από τον ουρανό και στάθηκε στο κατώφλι της πόρτας της. Κι ενώ η Αϊσέ έπεφτε στο κρεβάτι, το σύννεφο έγινε σάζι κι άρχισε να τη νανουρίζει:
"Κοιμήσου, ομορφιά τον κόσμου, κοιμήσου Σου 'φερα από τους κήπους τον ύπνο. Στα μάτια σου τα φύλλα είναι πράσινα. Κοιμήσου, ομορφιά του κόσμου, κοιμήσου. Κοιμήσου γλυκά γλυκά. Νάνι.
Κοιμήσου, ομορφιά τον κόσμου, κοιμήσου Από τ' άστρα σού 'φερα τον ύπνο. Από σκούρο γαλάζιο βελούδο Κοιμήσου, ομορφιά του κόσμου, κοιμήσου Κι η καρδιά μου σιμά στο προσκεφάλι σου. Νάνι"
Και ενώ το σύννεφο τραγουδούσε στην Αϊσέ όπως όλα τα βράδια, μπήκε στον κήπο ο καρα-Σεϊφί πατώντας στις μύτες των ποδιών του. Κρατούσε στο χέρι του ένα πελώριο μαχαίρι κι έριχνε ματιές ενα γύρω έτσι κοιτάνε οι άνθρωποι που θέλουν να κάνουνε κακό. Ύστερα άρχισε να κόβει ένα ένα τα λουλούδια του κήπου. Τα λουλούδια, όλα, καθώς έπεφταν στο μαύρο χώμα, τα τριαντάφυλλα, οι κρίνοι, τα γαρίφαλα, έβγαζαν ένα αχ, τόσο απαλό, μα τόσο απαλό, σαν λουλούδια που ήταν, που δεν το άκουγε κανένας.
(από το "Ερωτευμένο σύννεφο" του Ναζίμ Χικμέτ)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης
(Atom)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου