Σάββατο 30 Ιουλίου 2022

οκτώ βήματα από το κενό μέχρι την ομορφιά

 

το κενό

Ένα άσπρο χαρτί μπροστά του. Μια κόλλα όπως έλεγαν παλιότερα. Τις γραμμές δεν τις μπορούσε, του είχε μείνει απωθημένο από το σχολείο που προσπαθούσαν να τον πείσουν ότι πρέπει οπωσδήποτε να γράφει σε ευθεία. Δεν ήταν ότι δε μπορούσε, όμως όλοι του έλεγαν ότι στο τέλος των γραμμών τα γράμματα έφευγαν προς τα πάνω, λες και πετούσαν. Αφού εκπαιδεύτηκε να γράφει στην ευθεία και τέλειωσε το σχολείο, απέφευγε τις γραμμές, είχε γράψει πολύ σε αυτές. Ήταν άλλωστε όλοι ευχαριστημένοι, κανείς άλλωστε πια δεν τον έλεγχε για την ευθυγράμμιση των γραπτών του και αυτός συνειδητοποίησε πως οι φράσεις του μπορούν να πετάνε και χωρίς οι τελευταίες του λέξεις να παίρνουν τον ανήφορο.

 το τελεσίδικο

Τι να πιάσει στο χέρι του για να γράψει; Μπορεί τόσα χρόνια να ζούσε με την ασφυξία του μελανιού, που η αλήθεια είναι ότι έχει τη δική του χάρη, όμως ποτέ δεν τον γοήτευαν τα στυλό και οι μαρκαδόροι. Τον άγχωνε αυτό το τελεσίδικο, η αδυναμία να ξανασκεφτείς, να τροποποιήσεις αυτό που στην αρχή έκανες, να το κάνεις καλύτερο ή να αλλάξεις γνώμη βρε αδερφέ. Η μόνη σου επιλογή με το μελάνι ήταν το "διορθωτικό" ή ακόμα περισσότερο η μουτζούρα. Εφιάλτης του είχε γίνει ο φόβος αυτός, ο φόβος του ανεπανόρθωτου ή ακόμα χειρότερα, ο φόβος της μουτζούρας, που με το μελάνι ήταν εύκολο να γίνει. Είχε κάνει πολλές μουτζούρες, οι περισσότερες από αυτές ασυνείδητες, με το χέρι του πάνω στο υγρό μελάνι.

  το μολύβι

 Παρά το γεγονός ότι τα μολύβια επιβάλλονταν ως μεταβατικό μέσο προετοιμασίας αρχαρίων για τη χρήση του μελανιού, αυτός τα αγαπούσε ακριβώς γι αυτό, για την ελευθερία, τη αχνή γραφή που μπορούσε να γίνει και πιο έντονη, για το εφικτό του προσχεδίου, την αποφυγή του τελεσίδικου, επέτρεπαν το λάθος και τη διόρθωσή του. Τα μολύβια ήταν ξύλινα μύριζαν αλλιώς, είχαν μεγαλύτερη ποικιλία στο σχήμα και το πάχος τους, στην αφή και τη σκληρότητα της γραφή τους. Φυσικά και τα μολύβια έκαναν μουτζούρες, όμως με μια καλή γόμα, όλα διορθώνονταν. Πήρε ένα μολύβι λοιπόν στα χέρια του. Άρχισε να γράφει στο λευκό χαρτί. 

 το αβέβαιο 

Σα να μην έφταναν όλα αυτά, τα χέρια του πάντα έτρεμαν, γεγονός που έκανε πιο δύσκολη την αλάνθαστη γραφή αλλά και τη ζωγραφική αργότερα. Είχε προσαρμοστεί όμως και σε αυτό. Τα γράμματά του σε τίποτα δε θύμιζαν τυπικά στρογγυλά γράμματα, είχαν το δικό τους χαρακτήρα, οι γραμμές του ήταν επαναλαμβανόμενες, χωρίς αυστηρά περιγράμματα χωρίς πολλή σταθερότητα, το ίδιο και οι σκιάσεις κι ας μην τον πίστευε κανείς ότι αυτό συνέβαινε από το τρέμουλο. Είχε μετατρέψει το μειονέκτημά του σε πλεονέκτημα, ήταν το καράβι του στην πορεία προς το αβέβαιο. Και ήταν αβέβαιο το αποτέλεσμα της γραφής του, μα μόνο αυτός το ήξερε.

 ο φόβος

Άκουγε συχνά ανθρώπους να λένε πως δεν κάνουν καλά γράμματα ή και πως δεν ξέρουν να ζωγραφίζουν και που τον θαύμαζαν για τα ωραία του γράμματα και τα ωραία του σκίτσα.  Θεωρούσε πως όλοι μπορούν να ζωγραφίσουν ή να γράψουν. Έλεγε ακριβώς γι αυτό πως το θέμα είναι να πιστεύεις σε αυτό που φτιάχνεις, να το τελειώσεις όπως και να έχει και μόνο τότε να δεις το αποτέλεσμα.  Πως αυτό που μας κάνει να λέμε πως δε ζωγραφίζουμε ή δε γράφουμε ωραία είναι αυτός ο φόβος, ο φόβος πριν το τέλος. Και πως το κάθε αποτέλεσμα, κείμενο ή σκίτσο, έχει τη δική του αξία, μιας και εμπεριέχει τη διαδρομή προς αυτό.

 η σπείρα

 Αποφάσισε τι θα φτιάξει. Τράβηξε μια γραμμή, κυκλική στην αρχή που όταν έφτασε στην αρχή της μπήκε πιο μέσα, συνεχίζοντας να είναι κυκλική, μια σπείρα. Του ήταν οικείο όλο αυτό, από την εποχή που δυσκολευόταν να αποδεχτεί  πως δε μπορεί να κάνει έναν τέλειο κύκλο. Του άρεσαν οι σπείρες, ξεκινούσαν από κάτι εξωτερικό σε κάτι εσωτερικό σε κάτι πολύ εσωτερικό, αργότερα ανακάλυψε μάλιστα πως μπορούσαν να ξεκινήσουν από το κέντρο προς τα έξω και μάλιστα χωρίς να υπάρχει τέλος σε αυτή την εξωστρεφή κίνηση.  Έτσι λοιπόν ξεκίνησε  επιχειρώντας να φτάσει στο κέντρο. Και έφτασε.

οι λέξεις

 Άφησε το μολύβι. Κοίταξε λίγο τη σπείρα και χωρίς να σκέφτεται πήρε ένα στυλό. Άρχισε να γράφει πάνω στη σπείρα λέξεις, χωρίς απαραίτητη σύνδεση μεταξύ τους, ουσιαστικά, ρήματα και επίθετα, όλα κατά μήκος της σπείρας, που τη χρησιμοποίησε για γραμμή. Άδειασε πάνω στη σπείρα το μυαλό του, όσες λέξεις κρύβονταν μέσα του, τις έγραφε προσεκτικά στα κενά της, ξεκινώντας από μέσα προς τα έξω. Σκέφτηκε πως όλο αυτό ήταν μια άλλη προσέγγιση σε όλα τα παραπάνω, μια άλλη προσέγγιση στη γραφή, την ορθότητά της, τις γραμμές της, τις διορθώσεις και τους κανόνες της.

η μουτζούρα

Ένιωσε ανυπόμονος να δει το τελικό αποτέλεσμα, ενθουσιάστηκε. Με το που τέλειωσαν οι λέξεις, άφησε το στυλό από τα χέρια, έψαξε και πήρε μια γόμα. Έκανε να σβήσει το μολύβι, ώστε να σχηματιστεί η σπείρα από λέξεις, να τη δει μπροστά του. Ξεχάστηκε. Το μελάνι, που δεν είχε στεγνώσει παντού, απλώθηκε. Η σπείρα από λέξεις, που πολύ προσεκτικά είχε φτιάξει, έγινε τελικά μια σπείρα με λέξεις και μουτζούρες ανάμεσα και πάνω τους. Το όλο σχέδιο είχε αποτύχει, δε μπορούσε με τίποτα να διορθωθεί.

η ομορφιά

Στάθηκε λίγο μόνος του με το τελικό αποτέλεσμα, αφήνοντας τη γόμα. Δεν άφησε τον εαυτό του να απογοητευτεί και πήρε το χαρτί στα χέρια του. Θυμήθηκε κάτι που του είχαν μάθει όταν ήταν μικρός και του άρεσε πολύ. Άρχισε να διπλώνει περίτεχνα το χαρτί, πρώτα στη μέση μετά σε τρίγωνο, τα χέρια του πήγαιναν μόνα τους χωρίς να σκέφτεται. Λίγες στιγμές μετά το κρατούσε στα χέρια του. Η μουτζουρωμένη σπείρα είχε γίνει ένα χάρτινο, μουτζουρωμένο καράβι με λέξεις. Το έστησε μπροστά του. Κοίταξε την πλώρη. Μια λέξη υπήρχε εκεί, από αυτές που είχε πριν γράψει, φαινόταν καθαρή χωρίς μουτζούρες: "ομορφιά".

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου