Τρίτη 10 Αυγούστου 2010

Μήλα δεν ηύρα, μόν’ τον καημό που πήρα




Κάτω στο γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, κόρην α, κόρην αγαπώ.

Κόρην αγαπώ, ξανθή και μαυρομάτα, δώδεκα, δώδεκα ετών.

Δώδεκα ετών, κι ο ήλιος δεν την είδε, μόν’ η μά, μόνο η μάνα της.

Μόν’ η μάνα της κανέλα τη φωνάζει, Κανελό, κανελόριζα.

Κανελόριζα και άνθο της κανέλας. Φούντα της, φούντα της μηλιάς.

Φούντα της μηλιάς, τα μήλα φορτωμένη, τ’ άκουσα, τ’ άκουσα κι εγώ.

Τ’ άκουσα κι εγώ, πάω να κόψω μήλα. Μήλα δεν, μήλα δεν ηύρα.

Μήλα δεν ηύρα, μόν’ τον καημό που πήρα. Πέφτω σ’ α, πέφτω σ’ αρρωστιά.

Πέφτω σ’ αρρωστιά, σε κίνδυνο μεγάλο. Φέρτε το, φέρτε το γιατρό.

Φέρτε το γιατρό, τον πόνο μου να γιάνει, που με λά, που με λάβωσε.

Που με λάβωσε μια κόρη ’πο την Κρήτη. Κόρη κρη, κόρη κρητικιά.

Κόρη κρητικιά, κόρη παπαδοπούλα, κόρη κρη, κόρη κρητικιά.
(παραδοσιακο)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου