Πέμπτη 30 Σεπτεμβρίου 2010

Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα



Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
μπαίνεις και δεν ξέρεις αν θα βγεις.
Πόσοι δεν έφαγαν τα νιάτα τους –
μοιραίες βουτιές, θανατερές καταδύσεις,
γράμπες, πηγάδια, βράχια αθέατα,
ρουφήχτρες, καρχαρίες, μέδουσες.
Αλίμονο αν κόψουμε τα μπάνια
Μόνο και μόνο γιατί πνίγηκαν πεντέξι.
Αλίμονο αν προδώσουμε τη θάλασσα
Γιατί έχει τρόπους να μας καταπίνει.
Η θάλασσα είναι σαν τον έρωτα:
χίλιοι τη χαίρονται – ένας την πληρώνει.

Κανείς δε θα αγγίξει την έκταση της στοργής και της θλίψης μου.


Θυμασαι που σου λεγα
οταν σφυρίζουν τα πλοια μην εισαι στο λιμάνι.
Μα η μέρα που εφευγε ητανε δικιά μας
και δε θα θέλαμε ποτε να την αφήσουμε
ενα μαντήλι πικρο θα χαιρετα την ανία του γυρισμού
Κι εβρεχε αλήθεια πολυ κι ητανε ερημοι οι δρόμοι
Με μια λεπτην ακαθόριστη χινοπωριάτικη γεύση
Κλεισμένα παράθυρα κι οι ανθρωποι τόσο λησμονημένοι -
Γιατί μας αφησαν ολοι; Γιατί μας άφησαν όλοι;
Κι εσφιγγα τα χέρια σου Δεν ειχε τίποτα το αλλόκοτο η κραυγή μου.

Θα φύγουμε κάποτε αθόρυβα και θα πλανηθούμε
Μες στις πολύβοες πολιτείες και στις ερημες θάλασσες
Με μιαν επιθυμία φλογισμένη στα χείλια μας
Είναι η αγάπη που γυρέψαμε και μας την αρνήθηκαν
Ξεχνούσες τα δάκρυα, τη χαρά και τη μνήμη μας
Χαιρετώντας λευκα πανιά π' ανεμίζονται.
Ίσως δε μένει τίποτ' άλλο παρα αυτό να θυμόμαστε.
Μες στην ψυχή μου σκιρτά το εναγώνιο Γιατί,
Ρουφώ τον αγέρα της μοναξιάς και της εγκατάλειψης
Χτυπώ τους τοίχους της υγρής φυλακής μου
και δεν προσμένω απάντηση
Κανείς δε θα αγγίξει την έκταση της στοργής
και της θλίψης μου.

Κι όσο περιμένεις ένα γράμμα που δεν έρχεται
Μια μακρινή φωνή γυρνά στη μνήμη σου και σβήνει
Κι ένας καθρέφτης μετρά σκυθρωπός τη μορφή σου
Τη χαμένη μας άγνοια, τα χαμένα φτερά.
Τρίτη 21 Σεπτεμβρίου 2010

Πάρε ένα λαικό βαλσάκι και μια ιστορία μέχρι να επιστρέψω......



Το βαλς προέρχεται από τη γερμανική λέξη «waltzen» που σημαίνει «στροφή».
Χορεύεις λοιπόν σε ρυθμό Y κάνοντας στροφές
γύρω από έναν νοητό άξονα στη μέση του ζευγαριού
και δίνοντας έμφαση στο πρώτο βήμα.
Ένα, δύο, τρία, ένα δύο τρία, ένα δύο τρία...

Ο χορός, που πολλές φορές όταν τον βλέπεις

να χορεύεται από επαγγελματίες, νομίζεις ότι πετάνε.

Το αυθεντικό "Βιεννέζικο Βαλς" είναι μια εξέλιξη των λαϊκών χορών της Βαυαρίας.

Στις αρχές του 1830 το βαλς γίνεται αρκετά δημοφιλές,

κυρίως λόγω δύο αυστριακών συνθετών.

Του Lanner και του Strauss.

Έτσι αποκτά και επίθετο: βιεννέζικο βαλς.

Το αέρινο στροβίλισμα του βαλς δίνει την ψευδαίσθηση

ότι σταματά το χρόνο, ποντάροντας όλα τα χαρτιά

στις αισθήσεις και στη χαρά της στιγμής.

τραγουδάω για τον ήλιο που θάρθει

Το τραγούδι έγραψε ο Nino Rota για την ταινία “Film d’amore e d’anarchia”. Ιταλία, δεκαετία των 1930. Ο Τονίνο είναι ένας απλός αγρότης που καταφτάνει στη Ρώμη με σκοπό να δολοφονήσει τον Μουσολίνι. Έχει συνδέσμους με αναρχικούς και ιδίως την Σαλόμ, μια πόρνη. Θα τον παρουσιάσει στον οίκο ανοχής που μένει ως ξάδελφο της κι εκεί καταστρώνουν τα σχέδια για την δολοφονία. Από την πρώτη μέρα κιόλας, ο Τονίνο θα ερωτευτεί την νεαρή Τριπολίνα. Αφού κάνει μια χάρη στην τσατσά, θα κερδίσει δύο μέρες με την Τριπολίνα κι ο έρωτας του θα φουντώσει. Αυτό, όμως, μπορεί να επηρεάσει τα σχέδια του.

Μουσική: Νίνο Ρότα Στίχοι: Λίνα Βερτμίλλερ Πρώτη εκτέλεση: Άννα Μελάτο (στην ταινία της Βερτμύλλερ “Ιστορία έρωτα και αναρχίας”).

Canto per chi non ha fortuna canto per me canto per rabbia questa luna contro di te contro chi e ricco e non lo sa chi sporchera la verita cammino e canto la rabbia che mi fa
Penso a tanta gente nell’oscurita alla solitudine della citta penso alle illusioni dellumanita tutte le parole che ripetera
Canto per chi non ha fortuna canto per me canto per rabbia questa luna contro di te canto a quel sole che verra tramontera rinascera alle illusioni alla rabbia che mi fa

Μετάφραση στίχων: Οργισμένο τραγούδι

Τραγουδάω για όποιον δεν έχει τύχη τραγουδάω για μένα οργισμένο τραγούδι λέω για τούτο το φεγγάρι ενάντια σε σένα ενάντια σ όποιον είναι πλούσιος και δεν το ξέρει σ όποιον λερώνει την αλήθεια περπατώ και τραγουδάω για την οργή που μέσα μου φουντώνει
Σκέφτομαι τόσο κόσμο στο σκοτάδι στης πόλης μέσα τη μοναξιά σκέφτομαι τις χίμαιρες του ανθρώπου όλα τα λόγια που λέει και ξαναλέει
Τραγουδάω για όποιον δεν έχει τύχη τραγουδάω για μένα οργισμένο τραγούδι λέω για τούτο το φεγγάρι ενάντια σε σένα τραγουδάω για τον ήλιο που θάρθει θα πάει στη δύση θ ανέβει στην ανατολή τραγουδάω για τις χίμαιρες και την οργή που με πνίγει.
Πέμπτη 16 Σεπτεμβρίου 2010

Κι όλο περιμένει πάλι τη στιγμή να ξαναρθεί


Μουσικό κομμάτι απο την ομώνυμη ταινία του Θ. Αγγελόπουλου σε μουσική Ελένη Καραΐνδρου.








                                                                                                                                                                       Ο κυρ-Σπύρος επιστρέφει από την Τασκένδη όπου ζούσε από το 1949 ως ΄Ελληνας της περιφέρειας (ή του περιθωρίου). Του δίνεται άδεια να γυρίσει στην πατρίδα του. Όταν το κάνει διαπιστώνει ότι εκείνη δεν υφίσταται. Δεν υπάρχει γι' αυτόν νόστος και πατρίδα. Το «νόστιμον ήμαρ» του είναι πικρό. Νιώθει ξένος στον τόπο που έχουν πουλήσει στους ξένους άλλοι, «Έλληνες» από χρόνια και με βούλα.

Στο χωριό του, που το είχε υπερασπιστεί κατά τη διάρκεια του πολέμου, γίνεται μάρτυρας ενός ξεπουλήματος της γης και των ιδεών, και προσπαθεί να το αποτρέψει. Ωστόσο, δεν μπορεί να συμπλεύσει με την πραγματικότητα που συναντά. Απομονώνεται. Δεν μπορεί να επικοινωνήσει με τα παιδιά του, με τους γύρω του. Μόνο η γυναίκα του, πιστή και υπομονετική Πηνελόπη, τον ακολουθεί μέχρι το τέλος, μέχρι το τελευταίο του ταξίδι.
Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Θε να ’ρθει κάποιο σούρουπο ξανά ν’ ανταμωθούμε

Η απίστευτη ιστορία για το πώς ηχογραφήθηκε το κομμάτι, από συνέντευξη του Αργύρη Μπακιρτζή:
"Το τραγούδι «Το πολλαπλό σου είδωλο» το είχαμε αφήσει τελευταίο, επειδή ήταν αρκετά δύσκολο για τη φωνή μου.

Το παίξαμε μία φορά, δεν μου άρεσε και είπα στον Παπάζογλου να το ξαναγράψουμε. Εκείνος είχε ένα ραντεβού και βιαζόταν. Εξοργίστηκε και μου μίλησε σχετικά άπρεπα. Ενιωσα πολύ άσχημα. Ή έπρεπε να μαλώσω και να μη γίνει ο δίσκος ή να σκύψω το κεφάλι και να το αφήσω να περάσει. Δεν ήξερα τι να κάνω. Οπότε, εκείνη ακριβώς τη στιγμή, η κοπέλα για την οποία είχα γράψει το τραγούδι και με την οποία είχα χαθεί, σαν από μηχανής θεός, κατέβαινε τις σκάλες του στούντιο στο βάθος. Μόλις την είδα, ξεχάστηκα και γράφτηκε η πολύ ωραία, συγκρατημένα δραματική, εκτέλεση του δίσκου."



(Αφιερωμένο)
Ήρθες κι απόψε βιαστικά
για λίγα χάδια και φιλιά
και χάθηκες στη νύχτα

Σ ´αυτό το κρύο τον καιρό
μέσα στο σπίτι μοναχός
διαβάζω - τραγουδάω

Κ´ ενώ ακούω το χιονιά
το πολλαπλό σου είδωλο
στα κρύσταλλα κοιτάζω

Θέλεις;
- Θέλω πάντα!
Έχεις κέφι;
- Έχω πάντα!
Ίσως έρθω...
- Έλα ´μέσως, μωρό μου!
Δε θέλω!
- Μην έρθεις...
Δεν έχω κέφι!
- Μην έρθεις...
Ίσως έρθω...
- Μην περάσεις, μωρό μου..

Συχνάζεις στο μικρό καφέ, κι εγώ στη Μυροβόλο
Έτσι που όσο κι αν θέλουμε, ποτές δεν θα ιδωθούμε

Εγώ ξυπνώ απ’ τις εφτά, κι εσύ το μεσημέρι
κι όταν τινάζω τα χαλιά, στο βόλεϊ πάντα τρέχεις

Στην παμπ πηγαίνεις στις εννιά, εγώ έντεκα με μία
Έτσι που όσο κι αν θέλουμε, ποτές δεν θα ιδωθούμε

Μα πού θα πάει ο καιρός, κι οι βουλισμένοι χρόνοι
Θε να ’ρθει κάποιο σούρουπο ξανά ν’ ανταμωθούμε
Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου 2010

Στων χιλιομέτρων την ερημιά και στη σιωπή των χρονομέτρων

Δε λες κουβέντα,κρατάς κρυμμένα μυστικά και ντοκουμέντα
κι ακούω μόνο συνθήματα μεταλλικά των μικροφώνων

Ξέρω τ' όνομά σου την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή...

Περνούν οι νύχτες, τα δευτερόλεπτα βαριά στους λεπτοδείκτες
ζητώντας κάτι που να μη γίνεται ουρλιαχτό κι οφθαλμαπάτη

Ξέρω τ' όνομά σου την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή...

Στων χιλιομέτρων την ερημιά και στη σιωπή των χρονομέτρων
ακούγονται τώρα σειρήνες μεταγωγικά κι ασθενοφόρα

Ξέρω τ' όνομά σου την εικόνα σου και πάλι από την αρχή
ψάχνω για μια διέξοδο γυρεύοντας μια αλλιώτικη ζωή...

Το παρακάτω ιστορικό σημείωμα είναι του Δήμου Μούτση και βρίσκεται στην ειδική έκδοση της εφημερίδας ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ με τίτλο "100 δίσκοι και η ιστορία τους " που κυκλοφόρησε στις 29-6-2003 καθώς και στο εσωτερικό σημείωμα του δίσκου. (δεν παρατίθεται ολόκληρο λόγω αδυναμίας του YT)

Έχουν περάσει σχεδόν 22 χρόνια από τότε που κυκλοφόρησε το Φράγμα. Πολλά πράγματα δε θυμάμαι ούτε τη συνάντηση ούτε και τον τρόπο συνεργασίας με τον Κώστα Τριπολίτη.Κάποιο πρόβλημα που παρουσιάστηκε λίγο πριν από το στούντιο για το ποιός θα τραγουδούσε την Ερηνούλα και τις άλλες μπαλάντες, ξεπεράστηκε αμέσως, αφού και ο Κώστας και ο συγχωρεμένος ο Πατσιφάς επέμεναν να τις πω εγώ, έτσι απλά όπως τις λέγαμε σπίτι με την κιθάρα μου. Εκείνο όμως που, παρά τα τόσα χρόνια, μου' χει μείνει αξέχαστο, αφορά στο φαινόμενο Μπέλλου και ως τραγουδίστρια και ως άνθρωπο και κυρίως ως συνεργάτιδα.Βρίσκομαι, λοιπόν, στα στούντιο της Columbia, με ηχολήπτη τον Στέλιο Γιαννακόπουλο.Έχω τελειώσει την ηχογράφηση όλων των τραγουδιών κι έμεινε το "Δε λες κουβέντα" που επρόκειτο να τραγουδήσει η Μπέλλου.Σημειωτέον της είχα κάνει πρόβα μονάχα τα κουπλέ κι αυτό γιατί στο ρεφρέν το τραγούδι άλλαζε τελείως ύφος και η φωνή της και ο τρόπος που τραγουδούσε δεν θα βοηθούσε στο καλύτερο αποτέλεσμα.
Η Σωτηρία, βέβαια, αγνοούσε την ύπαρξη αυτού του ρεφρέν....
...Εν πάση περιπτώσει, ύστερα από -δεν ξέρω - πόσα μερόνυχτα, τέλος καλό όλα καλά.Τραγουδώντας μάλιστα - επιτέλους - σωστά και την τελευταία φράση του τραγουδιού, της έκανα νόημα ότι τελειώσαμε.Βγήκε από το καμαράκι, με αγκάλιασε, με φίλησε και μου' πε: Ήταν καλά; Τέλεια, της απάντησα. Κι αφού πήρε ένα αντίγραφο σε μια κασέτα, έφυγε.
Πέντε μέρες αργότερα χτυπάει ξαφνικά το κουδούνι του σπιτιού μου στα Ιλίσια - μέναμε πολύ κοντά.
Ποιός είναι;
Η Σωτηρία, ρε άνοιξε. Ανοίγω και μπαίνει μέσα μια Μπέλλου έξαλλη. Τι μ' έβαλες, ρε, να πω αυτό το κωλοτράγουδο; Τραγούδι είνει αυτό;Όλο όχι είναι. Δεν λες κουβέντα, δεν πας πουθενά, δεν κάνεις τίποτα.Τι διάολο δηλαδή, χάθηκε να λέει και κάπου: Παρ' όλα αυτά, σ' αγαπάω; Έστειλα εξώδικο στον Πατσιφά, να μην κυκλοφορήσει. Θα γίνω ρεζίλι.
Βρόντηξε την πόρτα κι έφυγε. Όταν όμως βγήκε το δείγμα και τ' άκουσε, μου τηλεφώνησε κι ήρθε με κάτι λουλουδάκια σπίτι, μ' αγκάλιασε συγκινημένη και μου' πε: Φχαριστώ ρε Δήμο, τελικά είμαι τυχερή.΄

Δήμος Μούτσης, Ιούνιος 2003
Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Αν έκλαψε η Σαλώμη στου πάθους τη συγνώμη θα λυτρωθεί

Ο ερωτευμένος
Ήταν μια φορά ο Ερνέστος, το μικρό αγόρι που του άρεσε πολύ να είναι φίλος (και το πειραχτήρι) των κοριτσιών….
…και ιδίως της Σαλώμης.
Και ήταν και η Σαλώμη, το μικρό κορίτσι που μαρτύρησε στη μαμά του όλα όσα της είχε κάνει ο Ερνέστος. Όλα: που της τραβούσε τα μαλλιά,της άρπαζε την κουκούλα, της έβγαζε τα γυαλιά επίτηδες…
Τότε η μαμά είπε ότι ο Ερνέστος το δίχως άλλο ήθελε να παίξει με τη Σαλώμη, αλλά δεν ήξερε πώς να της το ζητήσει. Και η μαμά είπε επίσης ότι, χωρίς αμφιβολία, ο Ερνέστος ήταν ερωτευμένος με τη Σαλώμη…

Στο σχολείο, η Παυλίνα ρώτησε:
“Ερωτευμένος με τη Σαλώμη! Τι είναι ερωτευμένος;”.
Oύτε η Σαλώμη ήξερε τι είναι αυτός ο ρωτευμένος…
Ο Άβελ, πάλι, ήξερε ότι πέφτεις.
Πέφτεις ξερός από έρωτα.
Η Σαλώμη έπεφτε συχνά από το ποδήλατο και ξεραινόταν από τον πόνο,
από έρωτα όμως, ποτέ!

“Οι ερωτευμένοι υπάρχουν μόνο στα παραμύθια!” είπε ο Στέφανος.
“Α,ναι!”
“Για πρίγκιπες και πριγκιποπούλες;”
“Με ωραία φορέματα;”
“Σπαθιά;”
“Βασιλιάδες, βασιλοπούλες;”
“Kαι δράκους;”
“Tότε οι ερωτευμένοι υπάρχουν μόνο στα ψέματα;” ρώτησε η Σαλώμη.

Η Ιουστίνη πίστευε ότι είμαστε ερωτευμένοι επειδή είμαστε λυπημένοι…
ή όταν είμαστε ντροπαλοί…
ή μάλλον αν είμαστε κόκκινοι σαν παντζάρια.
“Όταν είμαστε υπνωτισμένοι!”
Τελικά η Σαλώμη κατάλαβε ότι όταν είμαστε ερωτευμένοι είμαστε τρελούτσικοι!

Η μικρή Νίνα είχε ακούσει να μιλούν για έρωτα κεραυνοβόλο…
“Ερωτευμένος είναι φωτιά!”
“Καίει;”
“Σαν αστραπή!”
“Είναι καταιγίδα”.
“Βρέχει,λοιπόν;”
Και η Σαλώμη σκέφτηκε ότι είναι καλύτερα να έχεις ομπρέλα για να είσαι ερωτευμένος!

Αλλά ο Αριστείδης είπε ότι ερωτευμένος είναι κάτι στην καρδιά.
“Θέλεις να πεις ότι έχεις ταχυπαλμίες;”
“Kαι πυρετό επίσης;”
“Eίσαι χάλια;”
“Είμαστε άρρωστοι;”
“Αχ,πόσο κουραστικό είναι να είσαι ερωτευμένος!” αναστέναξε η Σαλώμη.

“Πρέπει να είμαστε δύο για να είμαστε ερωτευμένοι!”
είπε με σιγουριά ο Άγγελος.
“Μόνοι μας γίνεται;”
“Ή τρείς;”
“Ή τέσσερις;”
“Χα χα! Όλοι ερωτευμένοι!”
“Λοιπόν, θα ήταν καλύτερα να είμαστε πόσοι τελικά;” αναρωτήθηκε η Σαλώμη.

Η Ζέλια η ψηλή ήξερε ότι ερωτευμένος είναι για να παντρευτείς υποχρεωτικά!
“Είναι για τους κυρίους!”
“Και για τις κυρίες!”
“Για τους γονείς!”
“Όχι για τους μικρούς”
“Τότε πρέπει να είσαι μεγάλος για να είσαι ερωτευμένος!” πρόσθεσε η Σαλώμη.

“Πφφφ! Ερωτευμένος, δε σου συμβαίνει ποτέ” αναστέναξε ο Μάριος.
“Φυσικά και συμβαίνει. Πάντα!”
“Και για πάντα!”
“Ή για πέντε λεπτά;”
“Για μια ζωή!”
“Ωωωω…σαν πολύ δεν είναι;” Ξεφύσηξε η Σαλώμη.

“Ερωτευμένος, είναι πολύ σημαντικό!” ανακοίνωσε ο Θωμάς (ο μεγάλος).
“Είναι για τη δασκάλα”.
“Για την καλύτερή σου φίλη!”
“Μόνο για τα κορίτσια λοιπόν;”
“Όχι βέβαια!”
“Όχι! Είναι μόνο για τα αγόρια!” φώναξε η Σαλώμη.

Η Αιμιλία γέλασε γιατί πρέπει να φιλιόμαστε όταν είμαστε ερωτευμένοι!
“Να πιανόμαστε χέρι χέρι!”
“Ερωτευμένοι είναι για να κάνεις μωρά!”
“Χι χι χι!”
“Δεν θα έπρεπε να είσαι τσιτσίδι, μήπως, για να κάνεις τον ερωτευμένο;” Αναρωτήθηκε η Σαλώμη.

“Ερωτευμένος είναι σαν όνειρο!” είπε ο Θωμάς (ο μικρός)
“Πετάμε στον ουρανό!”
“Με λουλούδια…”
“Αιωρούμαστε! Βζινννννν!”
Και η Σαλώμη συμπέρανε ότι είσαι άγγελος όταν είσαι ερωτευμένος.

Αλλά όταν ο Ερνέστος (ο ερωτευμένος) γύρισε για να σπρώξει τη Σαλώμη πολύ δυνατά ακόμα μια φορά, όταν κλότσησε την τσάντα της και ποδοπάτησε το παλτό της επίτηδες…
…κανείς πια δεν είπε τίποτα!
Και η Σαλώμη σκέφτηκε ότι δεν ήξεραν τίποτα για τους ερωτευμένους, όλοι αυτοί!
Ρεμπέκα Ντότρεμερ
Αφιερωμένο σε όλους τους Ερνέστους που ποδοπατούν τις ψυχές μας…επίτηδες!
πηγή faery's 
Τρίτη 7 Σεπτεμβρίου 2010

νανούρισμα απο ένα καράβι ανοιχτά της νιγηρίας.....



Πρώτη μέρα του Μαγιού
πάει το clipper του τσαγιού.
Να προλάβει τη Σαγκάη,
να φορτώσει το άσπρο τσάι.

Μα στου νότου τα νησιά,
στο στενό του Μακασάρ,
το κουρσεύουν πειρατές,
και δε γύρισε ποτές.

Στέρνουν ένα μπριγκαντίνι,
όλο ασένιο, στο καντίνι.
Μα όξω από τη Βαρκελώνα
το μπατάρει μιά χελώνα,
μια χελώνα θηλυκιά,
γκαστρωμένη και κακιά.

Μα ένας Κεφαλλονίτης,
κει οπίσω απ τη Δολίχα,
τραμπάκουλο αρματώνει
και το βαφτίζει Τρίχα.

Καβατζάρει το Σχινάρι,
τονε κλαίγαν κι οι γαϊδάροι.
Βγαίνει από τη Τζιμπεράλτα
δίχως μπούσουλα και χάρτα.

Όξω απ τη Μαδαγασκάρη
ο καιρός έχει λασκάρει.
Κατεβάζει τα πινά του
και ψειρίζει τ αχαμνά του.

Τονε πιάνουνε κουρσάροι
μα τους τάραξε στο ζάρι.
Μαχαιρώνει τη χελώνα
και ξορκίζει τον κυκλώνα.

Αριβάρει στο Μακάο
μ ένα φόρτωμα κακάο.
Όμως βρέθηκε στ αμπάρι
όλο φούντα και μπουμπάρι.

Αφού το μοσχοπούλησε
στη λίρα κολυμπάει.
Τσου χαιρετάει κινέζικα
και παει για τη Μπομπάη.

Τονε πιάνουν Μουσουλμάνοι
του φορέσανε καφτάνι.
Τον βαφτίζουν Μουχαμέτη
και του κάνουνε σουνέτι.

Τσου μαθαίνει σκορδαλιά
και τον κάνουν βασιλιά.
Το σκασε νύχτα με μουσώνα
μ όλο το βιός σε μιά κασώνα.

Το μωρό μας με κλωτσάει.
Τι θα γίνει με το τσάι;
Πνίξε πιά το βασιλιά!
Α, το πίνουν οι Κινέζοι
σιωπηλοί γουλιά γουλιά.
Δευτέρα 6 Σεπτεμβρίου 2010

Κι έξω να ψάλλουν οι περαστικοί στο πείσμα των πιστών



Ηρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Σαν κάθε νύχτα
Καίοντας την ανάμνηση πικρών θανάτων
Ανημποριά των γηρατειών, τρόμος της γέννησης,
Σε τρώγλες σκοτεινές, στην αγκύλη της ηδονής
Πέρα απ τους άδειους κάμπους των αποσπασμάτων
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Α πως θα ζούσες
Εσύ κι εγώ μια τέτοιαν εποχή
Σάπιο φορτίο στ αμπάρι ενός
Μεθυσμένου καραβιού που πέθαναν όλοι
Βουλιάζοντας με χίλιες τρύπες στα κορμιά μας
Μάτια θολά που χλεύασαν το φως
Στόματα αδέσποτα στη φλούδα της ζωής
Καίοντας την ανάμνηση Νεκροί
Σε μια εποχή ανέκκλητου θανάτου
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Κι ούτε ένα νεύμα
Μια λέξη, όπως η σφαίρα στο στίγμα του λαιμού
Ούτε μή ανθρώπινη φωνή γιατί δεν είχε
Ακόμα γεννηθεί καμιά φωνή
Δεν είχε γεννηθεί τ άγριο ποτάμι
Που ρέει στις άκρες των δακτύλων και σωπαίνει.

Ανάμνηση ζωής πότε ν αρχίζεις
Αδίστακτος και πράος να βγάζω λόγους
Να εκφωνώ στα κενοτάφια τους θρήνους
Φθαρμένους στων φθόγγων την πολυκαιρία
Και να κλειδώνεις τις μικρές μικρές χαρές
Όχι πατώντας στους νεκρούς σου πάνω στίχους
Γιατί αν είναι κόκκαλα, έρωτες ή χαμόσπιτα
Με την κουβέρτα στην ξώπορτα χωρίζοντας τον κόσμο
Στα δυο, κρύβοντας τον σπασμό και την απόγνωση
Κι έξω να ψάλλουν οι περαστικοί στο πείσμα των πιστών
Στο πείσμα του άρρωστου παιδιού και του χειμώνα
Α πως θα ζούσες μια εποχή. Κι αυτός αδίσταχτος,
Ο χρόνος, θρυμματίζοντας τη σκέψη
Τα στέρεα σχέδια και τις βίαιες αποφάσεις
Τα αιωρούμενα γιατί, τα υγρά χαμόγελα
Ήρθες όταν εγώ δεν σε περίμενα. Μη με γελάσεις
Αυτά δεν είναι τα κατώφλια που έχω σκύψει
Αυτές οι κρύπτες που ριγούν τα τρωκτικά
Δεν έχουν τίποτε απ τ άρωμα της λάσπης
Ούτε απ το χάδι των νεκρών στα όνειρα μας
Γιατί έχει μείνει κάτι αν έχει μείνει
Πέρα από θάνατο, φθορά, λόγια και πράξη.
Άφθαρτο μες στην τέφρα αυτή που καίω
Σαν κάθε νύχτα την ανάμνηση θανάτων
Πικρών και ανεξήγητων θανάτων
Γράφοντας ποιήματα χωρίς ήχους και λέξεις.

τι έχει κάνει και το ρίξαν το παιδί στη φυλακή;




Σχόλια:
1. Τραγούδι-σταθμός στην ιστορία του ελληνικού τραγουδιού, που το έγραψε ο Απ. Καλδάρας σε ηλικία 21 ετών, σε συνεργασία με τον έμπειρο δημιουργό Σπύρο Περιστέρη και αποτυπώνει τις σκληρές συνθήκες της εμφύλιας αντιπαράθεσης, που εκδηλώθηκε φανερά πλέον με την εξέγερση του Δεκέμβρη του 1944, μετά την απόφαση των Άγγλων να «καθαρίσουν» το ελληνικό τοπίο από τους διαφω-νούντες με αυτούς.
2. Ο νεαρός τότε Απόστολος Καλδάρας (1923 - 1990), συγκινημένος από τις πρώτες συλλήψεις και καταδίκες αριστερών αγωνιστών, λόγω της εξέγερσης, θα καταφέρει, μετά από αυτολογοκριτικές παρεμβάσεις, να περάσει στη δισκογραφία ένα από τα ωραιότερα και πλέον αποκαλυπτικά τραγούδια της εμφυλιακής περιόδου, το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι», που θα γίνει κι αυτό -όπως και το «Κάποια μάνα αναστενάζει» των Τσιτσάνη - Μπακάλη- σύμβολο ενότητας του ελληνικού λαού.
3. Ο Καλδάρας ανήκε στον ιδεολογικό και πολιτικό χώρο της Αριστεράς, όπως εξ' άλλου και το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας. Υπήρξε οπαδός και τροφοδότης του ΕΛΑΣ από τον καιρό που το Γενικό Στρατηγείο του είχε εγκατασταθεί στα Τρίκαλα.
4. Το τραγούδι χρησιμοποιεί τον κώδικα σκοταδιού - φωτός για να απεικονίσει παραστατικά τη νέα τυραννία που επικράτησε στη χώρα, αμέσως μετά τη γερμανική Κατοχή και την ανελευθερία που ακολούθησε και οφείλεται στην αγγλοαμερικανική επέμβαση και που τελικά μας οδήγησε για τα καλά στον ολέθριο Εμφύλιο Πόλεμο.
5. Η τότε κυβέρνηση -μέσω της επιτροπής λογοκρισίας- απαγόρευσε το τραγούδι γιατί μιλούσε για τα βάσανα του φυλακισμένου.
6. Ο Απόστολος Καλδάρας, σύμφωνα με κάποιες πληροφορίες, αφηγείται σχετικά με το τραγούδι: "Ήταν λίγο μετά τη γερμανική κατοχή. Τότε που οι διώξεις, οι εκτελέσεις, οι εκτοπίσεις των αριστερών ήταν καθημερινό φαινόμενο. Ήμουν τότε στη Θεσσαλονίκη, κι ένα σούρουπο βλέπω στα κάστρα του Γεντί Κουλέ μερικές σιλουέτες κρατουμένων. Αυτό ήταν! Έτσι γράφτηκε το «Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι».
7. Κατά μια δική μου πληροφορία, που έχω στο προσωπικό μου αρχείο εδώ και πολλά χρόνια, ο Καλδάρας, έγραψε το τραγούδι για τον Θεσσαλονικιό φίλο του οργανοπαίκτη ρεμπέτη Χρήστο Μίγκο, που την εποχή εκείνη ήταν κρατούμενος στις Νέες Φυλακές της οδού Κασσάνδρου της Θεσσαλονίκης.
8. Τέλος, σε συνέντευξη του ίδιου του δημιουργού προς τον Παναγιώτη Κουνάδη, το φθινόπωρο του 1989, αναφέρονται όλες οι λεπτομέρειες σχετικά με την ιδέα της δημιουργίας του τραγουδιού. Λέει λοιπόν ο Καλδάρας: «Αυτό το τραγούδι το 'χα εμπνευστεί από μια μικρή ιστοριούλα. Τότε ήμουν στη Θεσσαλονίκη, με την πρώτη κυβέρνηση του Οκτώβρη του 1944. Μετά το Δεκέμβρη αρχίσαν οι πρώτες συλλήψεις των αριστερών, των κομμουνιστών, που τους πιάναν και τους κλείναν στο Γεντί Κουλέ. Εγώ τότε είχα ένα φίλο με τον οποίο συνεργαζόμαστε, στα διάφορα κουτούκια εκεί πέρα, ονόματι -καλή του ώρα κι αυτός πέθανε, Θεός σχωρέστον- τον Μίγκο. Τον Χρήστο τον Μίγκο. Αυτός καθόταν στην Ακρόπολη επάνω, κάτω από το Επταπύργιο -το Γεντί Κουλέ. Και μ' έπαιρνε ταχτικά να πάμε να πιούμε κανένα ουζάκι στη γριά, έτσι την έλεγε τη μάνα του. Πίναμε τα ουζάκια, τα λέγαμε. Διάφορα πράγματα για τη δουλειά από δω, από 'κει. Λοιπόν μια φορά έφυγα, θυμάμαι ήταν σούρουπο κι εκεί που φεύγαμε το βλέπω -δεν ξέρω έτσι κι άλλες φορές το 'βλεπα. Εκείνη τη φορά μου 'κανε εντύπωση πως ήταν σούρουπο, η βραδιά διαφορετική, ποιος ξέρει και βλέπω τη σιλουέτα του Επταπυργίου, των τειχών εκεί πέρα που ήταν οι φυλακές και μου 'κανε εντύπωση. Κοίτα, τώρα λέω, εκεί μέσα πίσω απ' τα τείχη αυτά είναι οι φυλακές. Και 'κει μαζεύουν αυτούς τους ανθρώπους και τους κλείνουν φυλακή. Κι έτσι αυτή η εικόνα μου 'δωσε την έμπνευση να γράψω το τραγούδι αυτό. Το 'γραψα τότε στις αρχές του '45. Μετά τα Δεκεμβριανά, τότε που πιάναν τους αριστερούς θυμάμαι». Σε ερώτηση του Π. Κουνάδη, αν το τραγούδι αυτό ήταν αφιερωμένο σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ο Απ. Καλδάρας απάντησε: «Όχι γενικά. Πλην όμως είχε διαδοθεί. Εγώ το 'πα σ' ένα-δυό πρόσωπα για ποιο λόγο έγραψα το τραγούδι, αυτοί το 'παν σ' άλλους και ούτω καθεξής. Έτσι έκατσα κι έγραψα το τραγούδι αυτό. Αλλά δεν το είχα γράψει όπως είναι στο δίσκο. Ήταν:

Νύχτωσε και στο Γεντί το σκοτάδι είναι βαθύ,
Κι όμως ένα παλληκάρι δεν μπορεί να κοιμηθεί.

Άραγε τι περιμένει όλη νύχτα ως το πρωΐ
Στο στενό το παραθύρι, που φωτίζει το κελλί.

Όχι «Που φωτίζει με κερί». Αυτό δεν λέει τίποτα. Αλλά αναγκάστηκα για τη λογοκρισία να το βάλω έτσι. Ο τρίτος στίχος είναι:

Πόρτα ανοίγει, πόρτα κλείνει, μα διπλό είναι το κλειδί,
Τι έχει κάνει και το 'ρίξαν το παιδί στη φυλακή.

Και μετά τ' άλλαξα τελείως, διότι το 'χε κόψει η λογοκρισία και το 'βαλα έτσι όπως είναι σήμερα. Και έγινε επιτυχία πάλι και μ' αυτά τα λόγια».

Σημείωση: Απόσπασμα από το βιβλίο μου "ΤΟ ΑΣΤΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΣΤΑ ΠΕΤΡΙΝΑ ΧΡΟΝΙΑ 1940 - 1949".


Τραγούδι: Κατερίνα Παχάκη
Τζουράς: Κώστας Καλδάρας
Πιάνο: Μάνος Σαββενας
Κιθάρα: Γιάννης Ζερβός
Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

παραδειγμα όσα δεν έχουν:είναι όσα αφήσαμε να έχουν!


Από το mandata.gr
Με τον όρο επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου περιγράφονται τα γεγονότα του 1843, τα οποία κατέληξαν στην παραχώρηση συντάγματος από τον Όθωνα και στην μετάβαση της Ελληνικής πολιτείας από την απόλυτη μοναρχία στη συνταγματική μοναρχία.

Οκτώ χρόνια μετά την ενηλικίωση του Όθωνα, η κατάσταση στον ελλαδικό χώρο ήταν δραματική. Μεγάλα προβλήματα όπως η αγροτική γη, οι εθνικές γαίες, η εκπαίδευση κ.ά. συνέχισαν να ταλανίζουν την χώρα, με αποτέλεσμα την δικαιολογημένη δυσφορία του λαού. Ο απολυταρχικός τρόπος άσκησης της εξουσίας του παλατιού πολλές φορές οδηγούσε σε μικροεξεγέρσεις, οι οποίες καταστέλλονταν αμέσως από τον κυβερνητικό στρατό. Το παλάτι συγκέντρωνε το γενικό μίσος και αποτελούσε τον στόχο της πολιτικής πάλης.

Το 1840, ο Μακρυγιάννης ίδρυσε μια παράνομη οργάνωση, με σκοπό την επιβολή συντάγματος. Στην οργάνωση σύντομα μυήθηκαν οπλαρχηγοί και αγωνιστές του '21, οι οποίοι είχαν παραγκωνισθεί από τους Βαυαρούς. Τα μέλη της οργάνωσης δεσμεύονταν με όρκο στην πατρίδα και στην Ορθοδοξία. Μερικοί από τους οπλαρχηγούς που μυήθηκαν ήταν οι Θεόδωρος Γρίβας, Μήτρος Δεληγιώργης, Κριεζιώτης κ.α.

Στη συνέχεια, ο Μακρυγιάννης έστρεψε την προσοχή του στους πολιτικούς και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια έτσι ώστε να μυήσει έμπιστα άτομα. Προσέγγισε και μύησε τον αρχηγό του Ρωσικού κόμματος, τον Ανδρέα Μεταξά, σημαντική προσωπικότητα της εποχής, ενώ στη συνέχεια προσχώρησε στο κίνημα και ο αρχηγός του Αγγλικού κόμματος, Ανδρέας Λόντος. Αυτοί οι δύο κατόρθωσαν να μυήσουν τις πιο εξέχουσες προσωπικότητες της εποχής όπως τους: Ρήγα Παλαμήδη, Κωνσταντίνο Κανάρη, Χρύσανθο Σισίνη, Κωνσταντίνο Ζωγράφο κ.α. Για να επιτύχει όμως το κίνημα χρειαζόταν και η συνεργασία του στρατού. Για τον λόγο αυτό μύησαν τον συνταγματάρχη Δημήτριο Καλλέργη. Για να επιτύχουν τους σκοπούς τους, φρόντισαν να τον μεταθέσουν από το Άργος στην Αθήνα και να τον διορίσουν στρατιωτικό διοικητή της Αθήνας. Ο Καλλέργης κατάφερε να φέρει σε επαφή τους κινηματίες και με άλλους στρατιωτικούς, όπως τον Σπυρομήλιο, και να τους πείσει να προσχωρήσουν στην οργάνωση. Λίγο πριν το ξέσπασμα του κινήματος, σχηματίστηκε τριμελής επιτροπή που σχηματίστηκε από τους Ανδρέα Μεταξά, Μακρυγιάννη και Δημήτριο Καλλέργη. Ο καθένας αντιπροσώπευε έναν διαφορετικό κόσμο: ο Μεταξάς τον πολιτικό, ο Μακρυγιάννης τον λαϊκό και ο Καλλέργης τον στρατιωτικό.
Η επανάστασης της 3ης Σεπτεμβρίου σε επιστολικό δελτάριο των αρχών του 20ου αι.

Η αρχική ημερομηνία εκδήλωσης του κινήματος είχε ορισθεί να είναι η 25η Μαρτίου 1844, για να συμπίπτει με τον εορτασμό της επανάστασης. Ο ενθουσιώδης όμως Μακρυγιάννης διέδωσε το μυστικό σε πολλούς, με αποτέλεσμα να επισπευσθεί η εκδήλωση του κινήματος. Το κίνημα είχε αποφασισθεί να ξεσπάσει στους στρατώνες, έτσι ώστε να ακινητοποιηθούν άμεσα τα στελέχη του Οθωνικού καθεστώτος. Έτσι, την νύχτα της 2ης προς 3ης Σεπτεμβρίου πολλά σημαίνοντα στελέχη του κινήματος κατευθύνθηκαν προς το σπίτι του Μακρυγιάννη για να δώσουν το τελικό σύνθημα. Η χωροφυλακή παρατήρησε τις ύποπτες κινήσεις γύρω από την οικία του και την περικύκλωσαν. Ο Καλλέργης, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, κατέφθασε στους στρατώνες και ξεσήκωσε τους αξιωματικούς με το σύνθημα "Ζήτω το Σύνταγμα". Αμέσως διέταξε έναν λόχο να διαλύσει την πολιορκία του οίκου του Μακρυγιάννη και άλλον ένα να ανοίξει τις φυλακές του Μεντρεσέ, ενώ αυτός παράλληλα κατευθυνόταν[1] με 2.000 στρατιώτες στα ανάκτορα. Επιπλέον είχε στείλει στρατιωτικά αποσπάσματα να καταλάβουν το νομισματοκοπείο, την Εθνική τράπεζα, το Δημόσιο Ταμείο και τα διάφορα υπουργεία.

Η άφιξη του στρατού με ζητωκραυγές και συνθήματα συντέλεσε, ώστε να σπεύσουν προς τα ανάκτορα και οι κάτοικοι της Αθήνας και να ενωθούν με τον στρατό. Ο Βασιλιάς έστειλε τον υπασπιστή του Γρίβα Γαρδικιώτη και τον υπουργό στρατιωτικών Κωνσταντίνο Βλαχόπουλο να βολιδοσκοπήσουν την κατάσταση και να προσπαθήσουν να μεταπείσουν τους στρατιώτες. Κατά διαταγή όμως του Καλλέργη συνελήφθησαν αμέσως. Ο Όθωνας, φοβούμενος για τα χειρότερα, έστειλε τον Στάινστορφ, τον διαγγελέα του, στον Σχινά για να φέρει τα πυροβόλα. Ο τελευταίος όμως προτίμησε να συνταχθεί με τους επαναστάτες.

Στις 3 τα ξημερώματα προσήλθαν όλοι οι σύμβουλοι επικρατείας για να επικυρώσουν τις επαναστατικές πράξεις. Το συμβούλιο αναγνώρισε το κίνημα, καθόρισε την σύγκληση Εθνοσυνέλευσης και διόρισε επιτροπή υπό τους Γεώργιο Κουντουριώτη, Λ. Μαυρομιχάλη, Γ. Λινιάνα, Γ. Ψύλλα, Ανδρέα Λόντο και Κ. Προβελέγγιο, η οποία θα παρουσίαζε τις αποφάσεις του στον Βασιλιά. Το νέο υπουργικό συμβούλιο, στο οποίο συμμετείχαν στελέχη και από τα τρία μεγάλα κόμματα είχε ως εξής: Πρόεδρος και υπουργός εξωτερικών Ανδρέας Μεταξάς, υπουργός στρατιωτικών ο Ανδρέας Λόντος, υπουργός Ναυτικών ο Κωνσταντίνος Κανάρης, υπουργός Δικαιοσύνης ο Λέων Μελάς, υπουργός εκκλησιαστικών & παιδείας ο Μιχαήλ Σχινάς, υπουργός Οικονομικών ο Δρόσος Μανσόλας και υπουργός Εσωτερικών ο Ρήγας Παλαμήδης.

Ο λαός και ο στρατός διαλύθηκαν στις 3 το μεσημέρι, αφού πληροφορήθηκαν ότι όλα τα αιτήματα έγιναν αποδεκτά. Τέλος, με βασιλικά διατάγματα η 3η Σεπτεμβρίου ανακηρυσσόταν σε μέρα εθνικής γιορτής, ενώ ο Δημήτριος Καλλέργης παρασημοφορούνταν, ως αρχηγός[2] του επαναστατικού κινήματος.

και να χαθώ σ'αυτα τα βάθη που δεν τα πάτησε κανεις...........

Ο Δημήτρης και η Σαϊτα επικεφαλής στην πομπή, επικεφαλής στο χορό του δράματος, "Και ιδού το καταπέτασμα του ναού εσχίσθη εις δύο από άνωθεν έως κάτω, και η γη εσείσθη και αι πέτραι εσχίθησαν", και ο Δημήτρης καλπάζοντας με τη Σαϊτα χύνεται μέσα στη θάλασσα, τη θάλασσα την πικροθάλασσα και πικροκυματούσα, και τα αφρισμένα κύματα χύνονται στον Δημήτρη "Οχι δάκρυα για μένα, Κατερίνα μου, Σπουργιτάκι μου, όχι δάκρυα", ο Δημήτρης καλπάζει μια ακόμα στιγμή και....
(Από το "Εν ονόματι" του Αντώνη Σαμαράκη)

μια μοσχαροκεφαλή στο πιάτο επιπλέει.....(α' και β' τρόπος)



Μοσχοκεφαλή βραστή Α΄ τρόπος: με αυγολέμονο

Υλικά:

1 μικρό κεφαλάκι (από μοσχάρι γάλατος)
1-2 κρεμμύδια, λίγες ρίζες σέλινου και μαϊντανού
1-2 φύλλα δάφνης, αλάτι-πιπέρι
Για το αυγολέμονο:
1-2 κουταλιές βούτυρο, 2-3 κουταλιές αλεύρι
2 κρόκοι αυγών, χυμός λεμονιού, λίγο γάλα
1-2 κουταλιές της σούπας κόρν-φλάουρ
Για τη σάλτσα ξιδιού:
Λάδι, ξίδι, αλάτι-πιπέρι, λίγη μουστάρδα
1-2 αυγά βραστά ψιλοκομμένα
1-2 κουταλιές μαϊντανός ψιλοκομμένος

Γδέρνουμε το κεφάλι και το αφήνουμε αρκετή ώρα μέσα σε άφθονο κρύο νερό, να ξεπλυθεί καλά. Το βάζουμε σε κατσαρόλα με νερό, τόσο όσο να το σκεπάσει, και, αμα πάρει βράση, ρίχνουμε τα κρεμμύδια, τις ρίζες σέλινου και μαϊντανού, τη δάφνη, αλάτι και αφήνουμε να σιγοβράζει, μέχρι να βράσει εντελώς. Το βγάζουμε σε πιατέλα.
Κόβουμε σε κομματάκια, σε μέγεθος αμύγδαλου, το δέρμα, τα χείλη και τα αυτιά. Βάζουμε σε κατσαρόλα το βούτυρο και το αλεύρι και τ' ανακατεύουμε στη φωτιά με σύρμα ή ξύλινη κουτάλα. Όταν ζεσταθούν, ρίχνουμε λίγο ζωμό, περασμένο από ψιλό τρυπητό. Τα δουλεύουμε καλά με σύρμα, να μη σβωλιάσουν, και, άμα πάρουν βράση, προσθέτουμε το αυγολέμονο (βλ. συνταγή σούπα αυγολέμονο), καθώς και λίγο γάλα. Ρίχνουμε και τα κομμάτια από το δέρμα και τα χείλη του κεφαλιού, ανακατεύουμε καλά και η σούπα είναι έτοιμη.
Τα υπόλοιπα μέρη του κεφαλιού, δηλ. ψαχνά από μάγουλα, γλώσσα, μυαλό κτλ., τα βάζουμε σε πιατέλα.
Σε μικρή λεκάνη, βάζουμε το λάδι, το ξίδι, 2-3 κουταλιές αλάτι, πιπέρι, τα βραστά αυγά, ψιλοκομμένα, και το μαϊντανό. Τα ανακατεύουμε καλά και περιχύνουμε μ' αυτήν τη σάλτσα τα ψαχνά.


Μοσχοκεφαλή βραστή Β’ τρόπος: με ντομάτα και ελιές

Υλικά:

1 μικρό κεφαλάκι (από μοσχάρι γάλατος)
1-2 κρεμμύδια, λίγες ρίζες σέλινου και μαϊντανού
1-2 φύλλα δάφνης, αλάτι-πιπέρι, ξίδι
1/2kg ντομάτες, ελιές
φιλέτα αντζούγιας

Αφού βράσουμε - όπως περιγράψαμε στον α' τρόπο - τη μοσχαροκεφαλή, τη βγάζουμε από την κατσαρόλα, την ξεκοκαλίζουμε και κόβουμε όλα τα ψαχνά της σε πολύ μικρά κομμάτια.
Καβουρδίζουμε ελαφρά σε άλλη κατσαρόλα με λάδι και βούτυρο δύο κρεμμύδια κομμένα σε λεπτές φέτες και τα σβήνουμε με ξίδι. Προσθέτουμε μισό κιλό ντομάτες ξεφλουδισμένες, ξεσποριασμένες και ψιλοκομμένες, δυναμώνουμε τη φωτιά κι αφήνουμε να βράσει και να πυκνωθεί η σάλτσα. Αλατοπιπερώνουμε, προσθέτουμε μερικές ελιές ξεκουκουτσιασμένες και λίγα ψιλοκομμένα φιλετάκια αντζούγια, ρίχνουμε μέσα και τα κομμένα ψαχνά του κεφαλιού, σβήνουμε να πάρουν μερικές βράσεις όλα μαζί και σερβίρουμε.


Πηγή: «Ο Αυθεντικός Τσελεμεντές», Νίκου Τσελεμεντέ