Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2010

Πράξη τρίτη: Τα δύο παιδιά




Ώρα 9 μ.μ. Σε διάστημα μιας ώρας έγιναν όλα όσα θα χρειάζονταν μια βδομάδα για να χωρέσουν άνετα με κανονική εξέλιξη γεγονότων. Συνοπτικά: Σκοτώθηκε ένα νεαρό αγόρι αγνώστων στοιχείων που χαρακτηρίστηκε αμέσως «αναρχικός:». Μ’ αυτή την ονομασία πέρασε από τον τάφο στη δημοσιότητα κι από τη δημοσιότητα στη μνήμη εκείνων που ορκίστηκαν να θυμούνται. Συγκράτησαν έτσι, το γαλάζιο τριμμένο πουκάμισο του με το σκισμένο γιακά. Το καναρινί πουλόβερ του που ήταν δυο νούμερα μεγαλύτερο από το δικό του και έπλεε πάνω του σαν ξένο. Το σχήμα που είχε το στόμα του ήταν ένα σχήμα χαμόγελου, εντελώς παράλογο και ίσως άκαιρο. Τα ματιά του δεν τα είδαν γιατί του τα ‘κλεισε βιαστικά ο απέναντι περιπτεράς. που έτρεξε συγχρόνως με τους πυροβολισμούς και κατάπιε τη φωνή του «ρ… το παιδί», και μόνο αρκέστηκε στη Φράση «πέθανε, να ειδοποιήσουμε τους δικούς του».
Κάποιος έπιασε τα δάχτυλα τον παιδιού και τα΄ τριψε στις χούφτες του αδέξια, «είναι πεθαμένος» ξαναείπε ο περιπτεράς και κατάπιε την ίδια φράση για δεύτερη φορά. «το φάγατε το παιδί ρ….». Και ο κό¬σμος που είχε μαζευτεί σε κείνο το σημείο και χάζευε διαλύθηκε βίαια από τα όργανα της τάξεως που είχαν ένα ύφος παράξενο. Κάτι ανάμεσα υπεροχή και επάρκεια.

Ώρα 10. 17 μ.μ. Ακριβώς… Το νέο παιδί τρέχει. Είναι λίγο νεότερο από το πρώτο που αναφέραμε, εκείνο με το φθαρμένο γαλάζιο πουκάμισο και το καναρινί τεράστιο πουλόβερ. Είναι ένα παιδί αμούστακο, παιδί-παιδί, λιγνό και ξανθό και τρέχει. Χώνεται στην ανοιχτή πόρτα μιας πελώριας πολυκατοικίας. Τρέχει. Πίσω του τρέχουν δύο σκιές. Δεν είναι πρόσωπα συγκεκριμένα. Είναι σκιές. Μαύρες ή καφέ. Και τρέχουν. Βήμα με βήμα το φτάνουν. Το παιδί χτυπάει πόρτες. Χτυπάει τρελά τις πόρτες. Ξύνει το ξύλο στις πόρτες με τα νύχια του. «Ανοίξτε, για τ’ όνομα του θεού, θα με σκοτώσουν, τους πληρώνουν για να μας σκοτώνουν, ανοίξτε». Οι πόρτες είναι κουφές. Οι πόρτες είναι από ξύλο. Είναι από φόβο και στέκουν ακίνητες. Κλειστές. Οι πόρτες. Και οι σκιές σκεπάζουν ολότελα το παιδί. Τώρα το παιδί έχει γίνει μόνο μια σκιά μέσα στις άλλες τις δυο τις μεγάλες. Μια σκιά πελώρια, μια σκιά με έξι μάτια. Τα δύο πονάνε. Δεν κλαίνε. Πονάνε και αίμα. Το κουφάρι σε σχήμα σάκου μισογεμάτου πετιέται στο δρόμο, « παφ » κάνει και η γωνία γεμίζει κόσμο. Κόσμο και ήχους. Ήχους και μάτια. Μάτια και φόβο. Χαλκοκονδύλη γωνία και Γ’ Σεπτεμβρίου....Αναρχικός. Ετών 17. Επάγγελμα, ανειδίκευτος εργάτης.

Από το βιβλίο ΧΡΟΝΙΚΟ ΤΩΝ ΤΡΙΩΝ ΗΜΕΡΩΝ, Εκδόσεις Μπουκουμάνη, Ε’ έκδοση, α’ έκδοση 1974, Αθήνα

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου