Παρασκευή 31 Δεκεμβρίου 2010

Κι είν' αλήθεια πως και φέτος το φλουρί θα το βρούνε οι άλλοι



Πόση ώρα τώρα προσπαθείς να συνδεθείς
Και σε πετάει έξω ο υπολογιστής
Στον ξύπνο κόσμο έξω απ' το λογισμικό
Πως βρέθηκες ξανά εδώ

Που σου χτυπάν' την πόρτα νάνοι και παιδιά
Και ψέλνουν με βιασύνη την αρχιχρονιά
Κι εσύ που τόσο θα 'θελες να ξεχαστείς
Προφταίνεις κάτι να ευχηθείς.

Μα είν' αλήθεια πως ο χρόνος
Ο,τι παίρνει, το παίρνει για πάντα
Κι είν' αλήθεια πως μετά τα τριάντα
Είναι δύσκολο να κάνεις αρχή
Κι είν' αλήθεια πως και φέτος
το φλουρί θα το βρούνε οι άλλοι
και για σένα θα μείνει μονάχα η κραιπάλη
κι ο ύπνος το πρωί.

Μα κάποιος στρώνει τσόχα, κάποιος πλάι στο φως
Κοιτάει να πέσει έγκαιρα ο γενικός
Και κάποιος γράφει σε CD μια συλλογή
Και κάποιος ντύνεται να βγει.

Κι εσύ που πελαγώνεις και παραπατάς
Και στο τηλέφωνο ποτέ δεν απαντάς
Ανοίγεις το παράθυρό σου και κοιτάς
Και σκέφτεσαι κι εσύ να πας.

Γιατί ο χρόνος δεν υπάρχει
Γιατί ο χρόνος είσαι εσύ και οι άλλοι
Και κανείς δε γνωρίζει η ζωή που θα βγάλει
Κι όλο αυτό είναι μια μεγάλη γιορτή
Κι όποιος είπε "και του χρόνου"
θα εννοεί πως δεν τελειώσαμε φέτος
Ευτυχές και στο χέρι μας το νέο έτος
Και πες το μου κι εσύ.

Μα ποιος να σταθεί να κοιτάξει, τα σπίρτα σου ποιος να σκεφτεί;



Ήταν παραμονή Πρωτοχρονιάς και είχε αρχίσει να νυχτώνει. Έκανε πολύ κρύο και χιόνιζε ασταμάτητα. Ένα μικρό φτωχό κοριτσάκι περιπλανιόταν στους σκοτεινούς και άδειους δρόμους της πόλης. Δεν φορούσε τίποτα στο κεφάλι της και τα πόδια της ήταν ξυπόλυτα. Η αλήθεια είναι ότι όταν έφυγε από το σπίτι της φορούσε κάτι φθαρμένες παντόφλες από την μητέρα της, όμως της ήταν πολύ μεγάλες. Έτσι όταν δυο άμαξες πέρασαν με φόρα δίπλα της, έτρεξε για να τις αποφύγει και έχασε τις παντόφλες τις. Την μία παντόφλα ήταν αδύνατο να την βρει όσο και αν έψαξε. Την  δεύτερη παντόφλα την άρπαξε ένα αγόρι και άρχισε να τρέχει φωνάζοντας ότι θα την κάνει κούνια όταν θα έχει δικά του παιδιά. Έτσι το κοριτσάκι αναγκάστηκε να περπατάει ξυπόλητο και τα πόδια της είχαν μελανιάσει από το κρύο.
Το κοριτσάκι φορούσε μια παλιά ποδιά που στην τσέπη της είχε βάλει  κάποια σπίρτα. Λίγα ακόμη σπίρτα κρατούσε στο χέρι της και προσπαθούσε να τα πουλήσει. γιατί αυτό έκανε για να ζήσει: πουλούσε σπίρτα. Κανένας όμως δεν είχε αγοράσει σπίρτα όλη την ημέρα, ούτε καν της έδωσαν καμιά δεκάρα για ελεημοσύνη. Η κατάστασή της ήταν τραγική καθώς περπατούσε στο δρόμο παγωμένη και η πείνα την θέριζε. Οι νιφάδες του χιονιού έπεφταν πάνω στα ξανθά μαλλιά της που ήταν πολύ όμορφα όμως το κοριτσάκι δεν μπορούσε να χαρεί την ομορφιά του χιονιού.
Όλα τα παράθυρα των σπιτιών ήταν φωτισμένα και η ατμόσφαιρα μύριζε ψητή γαλοπούλα γιατί όλοι ετοιμάζονταν να υποδεχτούν τον Νέο Χρόνο. Βρήκε μια γωνιά ανάμεσα σε δύο σπίτια και κάθισε εκεί για να προστατευθεί από το κρύο. Προσπάθησε να μαζέψει τα πόδια της ώστε να ζεσταθούν όμως δεν γινόταν τίποτα. Τώρα κρύωνε πάρα πολύ. Το κοριτσάκι δεν τολμούσε να πάει στο σπίτι της γιατί δεν είχε πουλήσει ούτε σπίρτο και ο πατέρας της θα της έδερνε. Αλλά και στο σπίτι της να πήγαινε δεν θα ήταν πιο ζεστό από ότι έξω. Στο σπίτι της δεν είχαν σόμπα και η σκεπή  ήταν γεμάτη ρωγμές και σπασμένα κεραμίδια.
Τα χέρια της είχαν παγώσει από το κρύο τόσο πολύ που μετά βίας τα κουνούσε. Τότε σκέφτηκε ότι ένα σπίρτο θα την βοηθούσε να ζεσταθεί λίγο. Αρπάζει λοιπόν ένα σπίρτο από την ποδιά της, το τρίβει στον τοίχο και με μιας το σπίρτο άναψε. Ώ, τι ωραία που έκαιγε και πόσο όμορφη φλόγα. Το κοριτσάκι φαντάστηκε ότι ήταν σαν κερί έτσι που έβαζε το χέρι της γύρω του για να το ζεστάνει. Τι περίεργο κερί ήταν αυτό... Έτσι όπως κοιτούσε την φλόγα του φαντάστηκε ότι ήταν μπροστά σε μια όμορφη σόμπα. Και η φωτιά έκαιγε λαμπερά μέσα στην σόμπα και ζέσταινε την ατμόσφαιρα. Μόλις όμως ήταν έτοιμη να απλώσει τα πόδια της να ζεσταθούν στην σόμπα τότε η φλόγα έσβησε, η σόμπα χάθηκε και έμεινε να κρατάει ένα σβησμένο σπίρτο.
Αμέσως άρπαξε ένα ακόμα σπίρτο και το άναψε. Η φλόγα λαμπύρισε και φώτισε τον τοίχο δίπλα της. Όμως ο τοίχος έγινε αμέσως διάφανος και μπορούσε να δει μέσα στο δωμάτιο. Όλα ήταν στολισμένα για τη γιορτή μέσα στο δωμάτιο και στο κέντρο υπήρχε ένα τραπέζι γεμάτο με φαγητά. Στο κέντρο του ξεχώριζε μια πεντανόστιμη ψητή γαλοπούλα. Ξαφνικά η γαλοπούλα πήδηξε από το τραπέζι και άρχισε να περπατά προς το κοριτσάκι. Μόλις όμως ήταν έτοιμη να την πιάσει το σπίρτο έσβησε και απόμεινε να κοιτάζει τον μαύρο τοίχο.
Άναψε ακόμη ένα σπίρτο. Τώρα βρέθηκε να κάθετε κάτω από ένα Χριστουγεννιάτικό δέντρο. Ήταν το πιο όμορφο δέντρο που είχε δει ποτέ της. Πιο όμορφο και από του πλούσιου έμπορου που είχε δει τις προάλλες. Όμορφα στολίδια στόλιζαν τα κλαδιά του και όλο το δέντρο φωτίζονταν με κεριά. Το σπίρτο όμως έσβησε, το δέντρο εξαφανίστηκε και τα κεριά άρχισαν να ανεβαίνουν προς τον ουρανό. Τότε συνειδητοποίησε ότι τα κεριά που έβλεπε ήταν τα άστρα. Όπως κοιτούσε τα αστέρια είδε ένα να πέφτει. Σκέφτηκε: "Κάποιος θα πεθάνει σήμερα". Έτσι της είχε μάθει η γιαγιά της, ο μόνος άνθρωπος που νοιάστηκε ποτέ για αυτήν. Όταν βλέπεις ένα αστέρι να πέφτει, τότε μια ψυχή πηγαίνει στο Θεό.
Στο επόμενο σπίρτο που άναψε μέσα από την φλόγα ξεπήδησε η εικόνα της γιαγιάς της. Την έβλεπε καθαρά να την κοιτάζει με το γαλήνιο βλέμμα της. "Ω γιαγιά μου, πάρε με μαζί σου" είπε το κοριτσάκι  "Ξέρω ότι θα εξαφανιστείς μόλις σβήσει το σπίρτο όπως εξαφανίστηκε η σόμπα, η νόστιμη γαλοπούλα και το όμορφο Χριστουγεννιάτικο δέντρο".
Αμέσως άναψε μια χούφτα σπίρτα για να μην χαθεί ή εικόνα της γιαγιάς της. Και τα σπίρτα φώτισαν το μέρος σαν να ήταν μέρα. Η γιαγιά της ποτέ δεν ήταν πιο όμορφη. Και τότε την πλησίασε, την πήρε στην αγκαλιά της και την ανέβασε ψηλά στον ουρανό όπου δεν υπήρχε ούτε κρύο, ούτε πείνα, ούτε πόνος γιατί ήταν μαζί με το Θεό.
Την επόμενη μέρα το πρωί βρήκαν το κοριτσάκι νεκρό εκεί στο άνοιγμα ανάμεσα από τα δύο σπίτια. Στα χέρια της είχε ακόμη τα σβησμένα σπίρτα και στο πρόσωπό της ένα χαμόγελο. Θα πρέπει να προσπάθησε να ζεσταθεί είπαν κάποιοι περαστικοί. Κανένας όμως δεν μπορούσε να φανταστεί τι ωραία πράγματα είχε δει το κοριτσάκι και σε τι ωραίο μέρος την είχε πάει η γιαγιά της ανήμερα της Πρωτοχρονιάς.
Πέμπτη 30 Δεκεμβρίου 2010

Αυτό που θέλουμε πραγματικά,δε μπορούμε να το πούμε.


27th of December is arrived and I think it s Saturday.
Greece is turning into white and it is cold
We don’t really care
I keep thinking of the way that we were met
Feels like it’s a fairy tale
Youre the princess the most beautiful I’ve seen
I am just a prince
I can make you play
I can make you smile
I can make you safe in my foolish arms
Youre my sweetest kiss
Youre my immortality
Youre my pretty world-world spins inside my little mind-little mind
Now we’re kissing and we’re saying to each other
Just a little “I do”
But the thing is what we really want to say
It cannot be said
And I promise I will never let that death
Take you from me anyway… oh…
I’ll throw us stars, stars, stars
To wish we’ll never die
You’re my brightest sun
You’re my crystal sea
You’re my loudest rhythm
Beats inside my heart
I will make you laugh
I will make you fly to the shiny skies
Where we’ll live in happiness.
Δευτέρα 27 Δεκεμβρίου 2010

Κάτι τόσο μακρινό, τόσο οικείο, χάθηκε.


Ο κυρ’ Αντώνης πέθανε. Όχι εκείνος του τραγουδιού που είχε τα μάτια καθαρά και αχτένιστα μαλλιά. Εκείνος ήταν μακρινός, μας συντρόφευε στις παιδικές φαντασιακές αναζητήσεις μας, γλυκόπικρα. Ο άλλος κυρ’ Αντώνης, αυτός που πέθανε πραγματικά πριν λίγες μέρες, δεν έγινε ποτέ θέμα τραγουδιού. Αλλά κατάφερε να μπει στη ζωή μου, όπως και στη ζωή πολλών άλλων, με τρόπο απλό, αλλά και αδήριτο.
Ο κυρ’ Αντώνης δεν είχε μαλλιά για να τα αφήνει αχτένιστα και τα μάτια του είχαν χάσει από καιρό τη λάμψη τους. Κουρασμένα βάραιναν πίσω από τα βλέφαρα, σπάνια κοιτάζοντας ψηλά, σαν να τα τραβούσε έλξη μυστική και ακαταμάχητη προς το τσιμέντο που σκέπαζε το πάτωμα του μαγαζιού του.
Γιατί ο κυρ’ Αντώνης ήταν μαγαζάτορας. Μαγαζί μια τρύπα απέναντι από το γραφείο μου πίσω από το Πάντειο. Φτιαγμένο με ..........
.τσιμεντότουβλα, με σοβάδες και μπογιά άσπρη που ξέφτιζε, χωρίς παράθυρο, μια μόνο σιδερένια πόρτα. Και μέσα όλη η παράταιρη πραμάτεια: Φρέσκο ψωμί, τυριά και σαλάμια στο ψυγείο, καφέδες, κονσέρβες στα ράφια, για ανθρώπους, σκύλους και γάτες, τσιγάρα, μπουκάλια νερό, αναψυκτικά, κρασί και ούζο, λάδια για φαγητό και λάδια αυτοκινήτων, μπαλαντέζες, λάμπες για σπίτια και αυτοκίνητα, ασφάλειες, βαλβολίνες και υγρά φρένων, γιαούρτια, καρφιά και βίδες και άλλα πολλά ανεπάντεχα που ούτε μπορούσες να φανταστείς. Ένα πραγματικό πολυκατάστημα οργανωμένο μέσα σε ελάχιστα τετραγωνικά έτοιμο να εξυπηρετήσει την αραιή αλλά σταθερή πελατεία του.
Και η πελατεία του ήταν το ίδιο ποικίλη όπως και το εμπόρευμά του. Η μαστοράντζα και οι βοηθοί των πολλών συνεργείων αυτοκινήτων τριγύρω, οι συνάδελφοι της Αριστοτέλους 29, οι φοιτητές, προπτυχιακοί και μεταπτυχιακοί, που αναζητούσαν καφέ και τσιγάρο, ελάχιστοι κάτοικοι της περιοχής.
Είκοσι χρόνια πρωί, μεσημέρι ως αργά το απόγευμα θυμάμαι κάθε μέρα τον κυρ’ Αντώνη να είναι στο μαγαζί, να μεταφέρει φιάλες πετρογκάζ με το αρχαίο τρίκυκλο, να λιάζεται στον ήλιο έξω από το μαγαζί στην πλαστική καρέκλα και να συζητάει με το φίλο του τον Ηρακλή, τον εκπληκτικό απόμαχο τεχνίτη των επίπλων. Είκοσι χρόνια που τον ήξερα εγώ, ποιος ξέρει πόσα προηγουμένως.
Το μαγαζί έκλεινε σταθερά μια βδομάδα τέλος της άνοιξης. Ο κυρ’ Αντώνης εξαφανιζόταν. Ήταν οι ημέρες της τιμής του και των οδυνηρών αναμνήσεων. Γιατί ο κυρ’ Αντώνης επέζησε στο Νταχάου και αυτή η βδομάδα ήταν η τιμητική πρόσκληση από τη γερμανική κυβέρνηση για τους επιζήσαντες. Μια συγγνώμη, δηλαδή, αν ποτέ αυτή είναι αρκετή.
Ο κυρ’ Αντώνης ποτέ δε μίλησε για τα πάθη του, τα κουράγια του και την τύχη του. Λίγοι γνώριζαν το μυστικό. Κι αν τον ρωτούσες, όταν γύριζε από το ετήσιο προσκύνημα στον τόπο του μαρτυρίου, έβλεπες μια συγκινημένη λάμψη στο βάθος του ματιού, που σηκωνόταν σαν σε εξαίρεση και σε κοίταζε στα μάτια, μουρμούριζε κάτι και άλλαζε κουβέντα.
Τα τελευταία χρόνια οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά. Δηλαδή πήγαιναν χειρότερα από πριν. Η περιοχή γέμισε ταχυφαγεία και καφέ, τα μαστόρια άρχισαν να πίνουν φρέντο και να τρων σάντουιτς, κι’ εμείς επίσης. Τα συνεργεία ένα-ένα κλείνουν και γίνονται αποθήκες επώνυμων ανταλλακτικών και καφέ για φοιτητές. Η υγεία του κυρ’ Αντώνη κλονίστηκε μαζί με την οικονομική υγεία του μαγαζιού. Αρρώστιες, διαβήτης, τρεις ακρωτηριασμοί σ’ ένα χρόνο, θάνατος.
Το μαγαζί μένει κλειστό. Δεν θα τον καλημερίσω άλλη φορά, δεν θ’ ακούσω από εκείνον το «καλή μέρα κυρ’ Απόστολε». Η ζωή θα κυλήσει σε πιο αποστειρωμένο περιβάλλον. Κάτι τόσο μακρινό, τόσο οικείο, χάθηκε. 
(Κείμενο του Α.Δεδουσόπουλου, "Ο Κυρ Αντώνης πέθανε")
Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010

Φίδι στη φάτνη....




Η Ζέφη, δασκάλα στο Σχολείο των Κωφών, τριάντα πέντε ετών, δυο χρόνια χωρισμένη, οδηγεί το Φιατάκι της, ανεβαίνει στις κοντινές, χιονισμένες λοφοπλαγιές έχοντας δίπλα της, στη θέση του συνοδηγού, τον κουβά. Οδηγεί σχετικώς ψύχραιμα – σκέφτεται: πόσες πιθανότητες είχε αυτό να συμβεί;

Ξεκίνησε σήμερα πρωί, παραμονή Χριστουγέννων, μαζί με το παιδί, το αγοράκι της τον Χρήστο, που είναι δυόμισι χρόνων, και φτάσανε στο σούπερ μάρκετ για να ψωνίσουν, να γυρίσουνε και μετά να πάνε να κοινωνήσουν. Πήρε η Ζέφη ένα καρότσι απ’ τη σειρά, κι άρχισε να βάζει μέσα τρόφιμα. Στο τέλος σκέφτηκε να πάρει και ένα μικρό τσουβάλι πατάτες – τις θυμήθηκε βλέποντας τα σακιά στη γωνιά. Μικρά τσουβαλάκια από κίτρινο νάιλον, δικτυωτό. Πήρε ένα σακί, το έβαλε πάνω απ’ όλα τα τρόφιμα μέσα στο καρότσι, και μετά, σήκωσε το παιδί και το απόθεσε πάνω στο τσουβάλι, κάτι που πάντα του άρεσε όταν πηγαίνανε στο σούπερ μάρκετ. Το ’βλεπε σαν βόλτα. Ο μικρός χοροπηδούσε πάνω στο τσουβαλάκι και χαιρόταν – η Ζέφη έκανε μερικές γύρες ακόμα μήπως ξέχασε τίποτε.

Κουβάλησε τα ψώνια στο σπίτι κάπως γρήγορα για να προλάβουνε να πάνε και στην εκκλησία. Το παιδί, με το που ξαναμπήκανε στο αμάξι άρχισε να κλαίει. Με ένα περίεργο κλάμα. Η Ζέφη το καθησύχαζε, νόμιζε ότι ήταν η συνηθισμένη γκρίνια του. Το μάλωνε, το χάιδευε. Εκείνο σώπαινε και μετά άρχιζε πάλι να κλαίει.

Απ’ την στιγμή που μπήκαν στο ναό, το παιδί αποχαλινώθηκε. Το κρατούσε η Ζέφη στην αγκαλιά σφιχτά και δεν μπορούσε να το κάνει ζάφτι. Χτυπιότανε, τσίριζε, ούρλιαζε, έκλαιγε. Κάτι ήθελε να πει και δεν τα κατάφερνε. Ο κόσμος ενοχλούνταν αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα – είχε πλησιάσει η ώρα της μετάληψης. Η σειρά είχε στηθεί κιόλας μπροστά τους και ο παπα–Μακάριος της εκκλησιάς του Αγίου Χαραλάμπους, ιερέας ψηλός, με ευγενική μορφή, σοβαρός, με βαθιά, υπέροχη φωνή, είχε βγει με το Αγιο Δισκοπότηρο και με το κουταλάκι και είχε αρχίζει να μεταλαβαίνει τον κόσμο.

Οσο μίκραινε η σειρά τόσο το παιδί αλλοφρονούσε. Ξέφυγε, μια στιγμή, απ’ τη μάνα του, έπεσε κάτω με δαρμοσπασμούς και μαγουλοσύρθηκε στο δάπεδο του ναού. Αλλά όλοι έκαναν υπομονή – σκέφτονταν πως το παιδί κάτι έχει και το έφερνε η μάνα του να μεταλάβει, μήπως και βοηθηθεί. Δυσανασχετούσαν, γύριζαν το κοίταζαν αλλά δεν μιλούσαν – κάποιος είπε χαμηλόφωνα τη λέξη «δαιμονισμένο».

Ο ιερέας είχε εντοπίσει από νωρίς το παιδί και το παρατηρούσε κάθε τόσο, εντελώς γαλήνιος.

Φτάσανε στα δυο βήματα. Η Ζέφη κράτησε το παιδί πιο γερά, προσεκτικά.

Ο παπάς έτεινε το κουταλάκι με την μεταλαβιά – ο μικρός Χρήστος ήρθε σε παραλήρημα, χτυπιότανε ολόκληρος, τραβιότανε πίσω, δεν ήθελε. Κι όπως ο ιερέας έσκυψε λίγο παραπάνω, χτυπάει, το παιδί, μια, με το χέρι του και με απρόσμενη δύναμη, το Αγιο Δισκοπότηρο, το ρίχνει κάτω και όλη η μετάληψη χύνεται στο πάτωμα της εκκλησίας κι απλώνεται σαν μεγάλη κηλίδα αίμα – όσοι περίμεναν στην σειρά είδαν την εικόνα αυτή κι ένιωσαν σαν να δέχτηκαν μια μαχαιριά στο στήθος.

Η Ζέφη άρχισε να κλαίει. Τραβήχτηκε με το παιδί πιο εκεί και κάθησε σε ένα στασίδι κρατώντας το αγκαλιά.

Ο παπάς, ήρεμος πάντα, γαλήνιος, σήκωσε κι άφησε πίσω του σε ένα τραπεζάκι το Αγιο Δισκοπότηρο και το κουταλάκι και έπεσε στα τέσσερα. Σύρθηκε στο δάπεδο κι άρχισε να γλείφει τη μετάληψη μαζί με τα σκουπίδια και τα χώματα, τη σκόνη και τα υπολείμματα των παπουτσιών του κόσμου. Σχολαστικά, επίμονα, σαν ατάιστο σκυλί. Πόντο πόντο, γουλιά γουλιά, γιατί το δόγμα απαγορεύει να σκουπίσεις το αίμα του Χριστού. Το ήπιε όλο ο ιερέας. Μετά στάθηκε να ξεκουραστεί. Ξάπλωσε μπρούμυτα, εξουθενωμένος. Εμεινε έτσι ακίνητος, για λίγο, μέσα στην βουβή εκκλησία, σαν θα ’λεγες, για να κοιμηθεί, εκεί, στο δάπεδο, επιτόπου.

Ολοι κρατούσανε την αναπνοή τους. Κοιτούσανε σαν χαμένοι.

Ο παπάς ανασηκώθηκε, αργά, σαν να ξύπνησε. Ξεσκόνισε τα ιερά του άμφια, κι έκανε ήρεμα το σταυρό του, μουρμουρίζοντας.

«Η γέννησή σου, Χριστέ ο Θεός...»

Εριξε μια πλάγια ματιά στο παιδί που ησύχαζε στην αγκαλιά της μάνας του. Υστερα έστρεψε κι έφερε απ’ το Ιερό ένα μπουκάλι γεμάτο με καθαρό οινόπνευμα και το έριξε ραντιστά στο δάπεδο, σ’ όλο το μέρος όπου είχε πέσει η μετάληψη. Μετά έβγαλε απ’ τα ράσα του σπίρτα, άναψε ένα κι έβαλε στο οινόπνευμα φωτιά, που τινάχτηκε ψηλά, με ένα μπαφ! μέσα στον ναό, προς τον τρούλο, φωταγωγώντας τον.

Το εκκλησίασμα τραβήχτηκε τρομαγμένο προς τα πίσω, φρικίασε.

Ο ιερέας έκαψε ό,τι απόμεινε απ’ την μετάληψη στο δάπεδο, ενώ δεν άφηνε κανέναν να πατήσει εκεί, πριν σβήσει η φλόγα, πριν καθαριστεί απόλυτα το μέρος, εντελώς.

Με το που έσβησε μόνη της, σιγά σιγά, η φωτιά, ο παπάς πήγε μέσα στο Αγιο Βήμα, να βάλει φρέσκο κρασί και ψίχα στο Δισκοπότηρο, για να συνεχίσει την μετάληψη – εκείνη τη στιγμή η Ζέφη ένιωσε το παιδί να λιποθυμάει στην αγκαλιά της. Εβγαλε μια κραυγή, βγήκε τρέχοντας έξω, μπήκε στο αυτοκίνητο και οδηγώντας με άγχος, κλαίγοντας, τράβηξε προς το Κέντρο Υγείας, που ευτυχώς δεν απείχε πάνω από ένα πεντάλεπτο. Οι γιατροί πήραν το παιδί μέσα γρήγορα, το εξέτασαν – δεν μπορούσαν να καταλάβουν. Μια νοσοκόμα το γύμνωσε και τότε είδε ένας γιατρός στο αριστερό μπούτι του παιδιού τις δυο μικρές τρύπες και το μεγάλο οίδημα γύρω γύρω.

– Φίδι, είπε. Το δάγκωσε φίδι. Οχιά.

Του έκανε αμέσως ένεση ατροπίνης και το έβαλε στον ορό. Το παιδί ήταν σε κώμα.

– Πρέπει να φύγει αμέσως για το νοσοκομείο, είπε ο γιατρός. Κινδυνεύει, το δηλητήριο έχει προχωρήσει.

Πήραν γρήγορα το αγοράκι με το ασθενοφόρο – η Ζέφη το συνόδευσε. Εκλαιγε, σπάραζε.

Προς το μεσημέρι άρχισε σιγά σιγά το παιδί να συνέρχεται. Αλλά το κράτησαν εκεί, στο νοσοκομείο, προληπτικά.

Η Ζέφη γύρισε σπίτι. Μπήκε στην κουζίνα – τα φωτάκια απ’ το χριστουγεννιάτικο δέντρο παραληρούσαν ρίχνοντας χρωματιστές, διακεκομμένες δέσμες σ’ όλο το σπίτι. Και βλέπει την γάτα τους (που τόσο την αγαπάει ο μικρός) να είναι μπροστά στο τσουβαλάκι με τις πατάτες που ψώνισε το πρωί, με σηκωμένη τρίχα και να το κοιτάζει επίμονα. Η Ζέφη παρατηρεί, τότε, κάτι να κινείται μέσα στο σακί – μετά διακρίνει την μικρή οχιά: να κουλουριάζεται και να κρύβεται καλύτερα. Η γάτα πλησιάζει και με μιαν αστραπιαία κίνηση χτυπάει το φίδι, που πετάγεται στο δάπεδο. Το νυχιάζει ακόμα μερικές φορές, παίζοντας, κι όχι για να το σκοτώσει. Η Ζέφη ανατρίχιασε ολόκληρη. Πάει και παίρνει τη μασιά απ’ το τζάκι για το λιώσει. Αλλά, τελευταία στιγμή, μετανιώνει. Το λυπάται. Παγώνει. Και θυμάται ότι είναι Χριστούγεννα σήμερα. Κι αυτό, ένα πλάσμα Θεού – μάνα το γέννησε. Στέκει αμήχανη. Μετά πάει, φέρνει μια μεγάλη πετσέτα, την πετάει πάνω του – είναι λιποθυμισμένο. Το αρπάζει μαζί με την πετσέτα και το βάζει σ’ έναν κουβά. Από πάνω χώνει σφιχτά, πατικώνει και το βαρύ μπουρνούζι της.

Και τώρα ανεβαίνοντας με το αυτοκίνητο, μακριά απ’ τον οικισμό, στις μισοχιονισμένες λοφοπλαγιές του Χορτιάτη, σταματάει. Διστάζει. Βλέπει γύρω. Χιόνια κι ερημιά. Ψυχή δεν βλογάει πουθενά. Ανοίγει το τζάμι του συνοδηγού, παίρνει τον κουβά και τον αδειάζει απέξω, πετσέτα, μπουρνούζι και φίδι μαζί – ένα ρίγος τρέχει στην πλάτη της. Μετά σκύβει δισταχτικά και βλέπει την οχιά να σέρνεται μαιανδρίζοντας ζαβά, ζαλισμένη ακόμα, και να χώνεται σε ένα θάμνο. Σκέφτεται πως το φίδι θα είχε μπει στο τσουβαλάκι μετά την ενσάκκιση, κι είχε πέσει, κρυμμένο στις πατάτες, σε χειμερία νάρκη. Με το που κάθησε πάνω το παιδί, η οχιά ζεστάθηκε, ξύπνησε, ζορίστηκε και... Βγάζει η Ζέφη το κινητό, να τηλεφωνήσει στον τέως άντρα της – το αναβάλλει.

Στρίβει και τραβάει προς την εκκλησιά, πριν ξαναπάει στο νοσοκομείο. Μπαίνει πάλι στην πόλη. Κόσμος πολύς στους δρόμους, κρατώντας ψώνια, χαρούμενος. Φωταψία παντού. Αστράφτουνε, ανύποπτες, οι βιτρίνες, τρέχουν, αμέριμνα, τα παιδιά φωνάζοντας, γλιστρώντας, πετώντας μεταξύ τους χιονόμπαλες.

Η Ζέφη μπαίνει στο ναό. Προχωρεί, παίρνει κι ανάβει ένα κερί. Νιώθει εντελώς μόνη, αδύναμη, άδεια. Στο έλεος. Βουρκώνει – μετά τα μάτια της αρχίζουνε να τρέχουνε ανεξέλεγκτα. Και τραυλίζοντας ψιθυρίζει, για πρώτη φορά, μετά από πολλά χρόνια, απ’ την εφηβεία της, αυθόρμητα, ασυναίσθητα, τις ξεχασμένες λέξεις:

«Η Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει...».

Το διήγημα γράφτηκε από τον Γιώργο Σκαμπαρδώνη και εικονογραφήθηκε από τον Μιχάλη Μαδένη για τη χριστουγεννιάτικη έκδοση της «Κ».
Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Τι φταίω που αν λείπεις η ζωή μου διψά;


Χριστούγεννα
Δεν περιμένω όμως τίποτα πια
Τον Αι Βασίλη απλώς τον λέγαν μπαμπά
Κι είν’ ένας πρώην Έλλην αριστερός
Ένας θνητός
Με τ’ όνειρό του δίχως στέγη καμιά
Και το ανοιξιάτικο κορίτσι – μαμά
Πλακώνεται απ’ τη συνταγή την παλιά
Οι μυρωδιές μυρίζουν κάτι βαρύ
Κάποια πληγή
Που απλώς δεν θέλουμε ν’ ανοίξει ξανά

Χριστούγεννα

Τα πλεϊμομπίλ μου είν’ εξαιτίας μου κουτσά
Σβησμένα στη σαμπάνια βεγγαλικά
Ίσως για κάποιους νά ‘ναι ακόμα γιορτή
Μα ποιοι είν’ αυτοί;
Ζουν σε θερμοκοιτίδες ή σε χωριά;

Χριστούγεννα

Κι ό,τι αρχίζω μου πηγαίνει στραβά
Πάντα με πάει σ’ ενός σταυρού τα καρφιά
Και πότε-πότε τα καρφώνω κι εγώ
Σε άλλον αμνό
Έτσι ήταν πάντα κι έτσι θά ‘ναι ξανά

Χριστούγεννα

Κι εσύ τι θες απ’ τη ζωή μου ξανά;
Με τα λαμπιόνια σου τα θανατερά
Και το φιλί σου πάντοτε αποδεκτό
Πως σε μισώ
Θες νά ‘σαι η ίδια και ν’ αλλάζω εγώ
Με θες προσωπικό σου δημιουργό
Μη λες πως μοιάζω με τον Ντόναλντ εγώ
Λάμπω εγώ
Με μ’ ένα σπότλαϊτ που δε μου είναι αρκετό

Χριστούγεννα

Τι φταίω που αν λείπεις η ζωή μου διψά
Το γαϊδουράκι της τραβάει αργά
Να βρει ένα πανδοχείο νυχτερινό
Να ‘ναι ανοιχτό
Ή έστω μια φάτνη να χωράει το κενό

Χριστούγεννα

Χωρίς αυτά ο χρόνος δεν ξεκινά
Βοσκούς μαζεύω, μάγους από μακριά
Γιορτάζω για ν’ αλλάξουμε οριστικά
Χρόνια πολλά
Χωρίς να προσποιούμαι τίποτα πια

Όταν σας ζητάνε αγκαλιά μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.


Kαινούργιες θεωρίες.
Tα μωρά δεν πρέπει να τ' αφήνετε να κλαίνε.
Aμέσως να τα παίρνετε αγκαλιά. Aλλιώς
υπόκειται σε πρόωρη ανάπτυξη
το αίσθημα εγκατάλειψης ενηλικιώνεται
αφύσικα το παιδικό τους τραύμα
βγάζει δόντια μαλλιά νύχια γαμψά μαχαίρια.

Για τους μεγάλους, ούτως ειπείν τους γέροντες
–ό,τι δεν είναι άνοιξη είναι γερόντιο πια–
ισχύουν πάντα οι παμπάλαιες απόψεις.
Ποτέ αγκαλιά. Aφήστε τους να σκάσουνε στο κλάμα
μέχρι να τους κοπεί η ανάσα
δυναμώνουν έτσι τα αποσιωπητικά τους.
Aς κλαίνε οι μεγάλοι. Δεν έχει αγκαλιά.
Γεμίστε μοναχά το μπιμπερό τους
με άγλυκην υπόσχεση –δεν κάνει να παχαίνουν
οι στερήσεις– πως θά 'ρθει μία και καλή
να τους επικοιμήσει λιπόσαρκα
η αγκαλιά της μάνας τους.
Bάλτε κοντά τους το μηχάνημα εκείνο
που καταγράφει τους θορύβους του μωρού
ώστε ν' ακούτε από μακριά
αν είναι ρυθμικά μοναχική η αναπνοή τους.
Ποτέ μη γελαστείτε να τους πάρετε αγκαλιά.
Tυλίγονται άγρια
γύρω απ' τον σπάνιο λαιμό αυτού του δώρου,
θα σας πνίξουν.

Tίποτα. Όταν σας ζητάνε αγκαλιά
μολών λαβέ μωρό μου, μολών λαβέ να απαντάτε.
Δευτέρα 20 Δεκεμβρίου 2010

η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση


Δεν ξέρω πώς, δεν ξέρω πού, δεν ξέρω πότε, όμως τα βραδιά
κάποιος κλαίει πίσω από την πόρτα
κι η μουσική είναι φίλη μας – και συχνά μέσα στον ύπνο
ακούμε τα βήματα παλιών πνιγμένων ή περνούν μες
στον καθρέφτη πρόσωπα
που τα είδαμε κάποτε σ’ ένα δρόμο η ένα παράθυρο
και ξανάρχονται επίμονα
σαν ένα άρωμα απ’ τη νιότη μας – το μέλλον είναι άγνωστο
το παρελθόν ένα αίνιγμα
η στιγμή βιαστική κι ανεξήγητη.
Οι ταξιδιώτες χάθηκαν στο βάθος
άλλους τους κράτησε για πάντα το φεγγάρι
οι καγκελόπορτες το βράδυ ανοίγουνε μ’ ένα λυγμό
οι ταχυδρόμοι ξέχασαν το δρόμο
κι η εξήγηση θα ‘ρθει κάποτε
όταν δεν θα χρειάζεται πια καμία εξήγηση
Α, πόσα ρόδα στο ηλιοβασίλεμα – τι έρωτες Θέε μου, τι ηδονές
τι όνειρα,
ας πάμε τώρα να εξαγνιστούμε μες στη λησμονιά.
Κυριακή 19 Δεκεμβρίου 2010

αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά



Το τρενάκι γυρνούσε φωτισμένο και αχνό στον αέρα
κάτω η θάλασσα μ' ένα καράβι το φεγγάρι πιο πέρα
σε θυμάμαι συχνά που φορούσες ένα άσπρο φουστάνι
σε κρατούσα απ'το χέρι ότι ζούμε μου λες δεν μου φτάνει

Στα τραγούδια που λέγαμε οι δυο μας οι φωνές χαμηλώσαν
χαραγμένη καρδιά στο παγκάκι που μετά την προδώσαν

μια φορά μου 'χες πει δεν μπορεί θα το νιώσανε κι άλλοι
πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη

Κι εγώ που ζω για πάντα εδώ κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω
κάθε νύχτα που περνάει γυρίζω ξανά σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι
στο ρυθμό σου που καίει ακόμα αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά
κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία

Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ
Κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι το τέλος μη δω

Σιδερένια η σκάλα και μου 'λεγες θα μείνουμε λίγοι
πήρε η νύχτα να πέφτει βαθιά κι ο αέρας με πνίγει
Μηχανές ξεχασμένες κι αδέσποτες στο δρόμου τη σκόνη
Σκέψου να ΄ταν το πάτωμα ασπρόμαυρο και να 'σου το πιόνι
μια φορά μου 'χες πει δεν μπορεί θα το νιώσανε κι άλλοι
πριν το τέλος πως μοιάζει η σιωπή σαν αγάπη μεγάλη

Κι εγώ που ζω για πάντα εδώ κι όλο φεύγω το τέλος πριν να δω
κάθε νύχτα που περνάει γυρίζω ξανά σκοτάδι γίνομαι και παραδίνομαι
στο ρυθμό σου που καίει ακόμα αυτό το σώμα που μένει χρόνια χωρίς σκιά
κάθε νύχτα που περνάει σαν ταινία κι ό,τι ζήσαμε προβάλλεται με φόντο την πλατεία

Κάθε νύχτα που περνάει πάντα εδώ
Κι όλο φεύγω πριν μείνουμε μόνοι το τέλος μη δω
Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2010

τι να μου κάνουν δάκρυα δυό και στεναγμοί σαρανταδυό;

                   

Το άσχημο βασιλόπουλο

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα, που δεν είχαν παιδιά. Όλα τ’ αγαθά τα είχαν και μόνο παιδιά δεν είχαν.
  Η πίκρα τους γι’ αυτό ήταν μεγάλη. Έλεγαν:
  – Τί θα γίνει ο θρόνος μας σαν πεθάνομε; Ποιος θα κυβερνήσει το λαό μας; ποιος θα μας γεροκομήσει; Κανείς!
  Και ήταν πάντα θλιμμένοι και απαρηγόρητοι.
  Επειδή όμως ήταν αγαπημένο αντρόγυνο, προσπαθούσαν να κρύβει ο ένας από τον άλλο τον καημό του.
  Όταν η βασίλισσα έβλεπε θλιμμένο τον άντρα της, του έλεγε:
  – Έχουν και τα παιδιά τα βάσανά τους, βασιλέα μου πολυχρονεμένε. Όποιος δεν έχει, τον παιδεύει ένας καημός, μα όποιος έχει, τον παιδεύουν πολλά. Λίγο το ’χεις να έχομε ένα παιδί, και όλο να μας κρατά ο φόβος μη μας αρρωστήσει και το χάσομε;
  Και σα να λες ο βασιλιάς παρηγοριόταν.
  Από μέσα της όμως αναστέναζε η βασίλισσα και συλλογιζόταν: «Άμα λείπει το παιδί από το σπίτι, όλα λείπουν. Το παιδί είναι το στολίδι του σπιτιού. Είναι ό,τι είναι το αηδόνι την άνοιξη, ό,τι είναι το λουλούδι στον κάμπο. Αν σωπάσει το αηδόνι και δεν ανθίσει το λουλούδι, τι θα είναι; Μια ερημιά θ’ απλωθεί στη γη. Έτσι είναι και το σπίτι δίχως το γέλιο του παιδιού».
  Και πάλι, σαν έβλεπε ο βασιλιάς τη βασίλισσα κλαμένη και καταλάβαινε την αφορμή, της έλεγε:
  – Αχ, βασίλισσά μου, καλά είναι τα παιδιά, μα να βγουν καλά και άξια· μα αν βγουν κακά και στραβοκέφαλα;
  Και περνούσαν τα χρόνια.
  Είχαν γεράσει πια οι βασιλιάδες, μα ο καημός τους δε γιατρευόταν. Αχ, να είχαμε ένα παιδί! Αχ, να είχαμε ένα παιδί! ήταν ο αναστεναγμός τους μέρα νύχτα.
  Ώσπου, από τα πολλά τα παρακάλια, τους άκουσε κάποτε η Μοίρα τους και κίνησε να τους βρει.
  Ήταν μια γριούλα καμπουριασμένη, με άσπρα μαλλιά, που ακουμπούσε στο ραβδάκι της και πήγαινε σιγά σιγά.
  – Σας ακούω, τους είπε, χρόνια να παραπονιέστε, και είπα να σας κάμω τη χάρη. Έπειτα από ένα χρόνο θα έχετε ένα γιο.
  Να το ακούσει αυτό το αντρόγυνο, πήγε να τρελαθεί από τη χαρά του.
  – Θα σας δώσω ένα γιο, εξακολούθησε η Μοίρα, μα απομένει να μου πείτε ποια χαρίσματα θέλετε να έχει. Ό,τι μου ζητήσετε, θα γίνει.
  – Ναι είναι χίλια τα χρόνια του, και πάλι να μη λιγοστεύουν! είπε η βασίλισσα.
  – Αυτό δε γίνεται, αποκρίθηκε η Μοίρα, μα όσο για πολύχρονος, θα είναι.
  – Να γίνει παλικάρι! ζήτησε ο βασιλιάς. Να μη φοβάται τον κίνδυνο και ν’ αγαπά τη χώρα και το λαό του.
  – Θα γίνει! έκαμε η Μοίρα.
  – Να είναι καλός! παρακάλεσε η βασίλισσα. Η καρδιά του να είναι ανοιχτή σε όλους τους πόνους και τα βάσανα. Ν’ αγαπά τους ταπεινούς και τους δυστυχισμένους.
  – Όλα όσα ζητήσατε θα του δοθούν. Τώρα εγώ πάω, θέλετε άλλο τίποτα;
  – Καλή μας Μοίρα, όχι, δε ζητούμε τίποτ’ άλλο. Σαν είναι ο γιος μας πολύχρονος και γενναίος, άξιος και δοξασμένος, και ακόμη έχει πονετική καρδιά, τι άλλο θέλει;
  – Καλά, είπε η Μοίρα κι έφυγε.
  Μα δεν ήταν καλά καλά βγαλμένη από το παλάτι, και η βασίλισσα σηκώθηκε βιαστική κι έστειλε τρεχάτο έναν υπηρέτη να γυρίσει τη Μοίρα πίσω.
  – Βασιλιά μου! κάμαμε ένα μεγάλο λάθος. Όλα τα ζητήσαμε για το γιο μας, και ένα, μπορεί το πιο καλύτερο, το ξεχάσαμε.
  – Τι ξεχάσαμε; ρώτησε ο βασιλιάς ανήσυχος.
  – Ξεχάσαμε να ζητήσομε να γίνει πεντάμορφο το βασιλόπουλο, σαν όλα τα βασιλόπουλα.
  Εκείνη τη στιγμή έμπαινε η Μοίρα σιγά σιγά, ακουμπώντας στο ραβδάκι της.
  – Καλή μας Μοίρα, έλεος! Ξεχάσαμε να δώσεις και την ομορφιά στο βασιλόπουλο, είπε η βασίλισσα.
  – Βασιλιά και βασίλισσα, αποκρίθηκε η Μοίρα, αυτό που ζητάτε δε γίνεται. Ό,τι έγινε, έγινε. Το ριζικό του κλείστηκε πια και δεν αλλάζει.
  Η βασίλισσα στα λόγια τούτα έβαλε τα κλάματα και ο βασιλιάς, μόλο που δεν έδινε και πολλή σημασία στην ομορφιά του κορμιού, ήταν και αυτός καταστενοχωρεμένος.
  – Ακούστε, είπε η Μοίρα. Να προσθέσω δεν μπορώ πια τίποτα. Μπορώ όμως ένα χάρισμα, όποιο μου πείτε, να το αλλάξω με την ομορφιά.
  Η βασίλισσα ώσπου ν’ ακούσει πάλι τούτη την καλοσύνη της Μοίρας, έπεσε στα γόνατά της και την ευχαριστούσε.
  – Καλή μου Μοίρα! Καλή μας Μοίρα, έλεγε.
  – Μα κάνετε γρήγορα, ξαναείπε η Μοίρα· ό,τι γίνει, να γίνει, γιατί με περιμένουν και αλλού. Ν’ αλλάξω τα πολλά χρόνια που του έδωσα με τη ομορφιά; Να γίνει πεντάμορφο μα λιγόχρονο;
  Η βασίλισσα ανατρίχιασε, και ο βασιλιάς το ίδιο.
  – Ο Θεός φυλάξει! φώναξαν και οι δυο μαζί.
  – Ν’ αλλάξω την παλικαριά του με την ομορφιά;
  – Όχι ποτέ! φώναξε ο βασιλιάς. Να γίνει φοβιτσιάρης; Και τότε, τι τη θέλει την ομορφιά;
  Και συμφώνησε η βασίλισσα μαζί του.
  – Ν’ αλλάξω τότε την καλοσύνη του με την ομορφιά· να είναι όμορφος, μα σκληρόκαρδος και άπονος.
  – Όχι! όχι! χίλιες φορές όχι, έκαμε η βασίλισσα και έβαλε τα κλάματα.
  Και ο βασιλιάς έσκυψε το κεφάλι θλιμμένος.
  Τότε η Μοίρα, άμα είδε πόσος ήταν ο πόνος τους, τους ψυχοπόνεσε και τους μίλησε έτσι:
  – Τούτο μπορώ να κάμω μόνο: Το παιδί σας μια φορά θα γίνει άσχημο. Μα η ασχήμια του θα είναι μαγεμένη. Όποιος το αγαπήσει το βασιλόπουλο, θα το βλέπει πεντάμορφο. Θα το βλέπει να έχει τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος. Όποιος το αγαπήσει, έτσι θα το βλέπει.
  – Και γίνεται αυτό; ρώτησε το βασιλικό αντρόγυνο.
  – Γίνεται. Δέχεστε;
  – Δεχόμαστε, καλή μας Μοίρα, και προσκυνούμε τα πόδια σου.
  Κι έσκυψαν ίσαμε τη γη. Όταν σηκώθηκαν, δεν είδαν πια τη Μοίρα, είχε χαθεί από μπρος τους.
  Και αλήθεια, κιόλας έπειτα από ένα χρόνο γεννήθηκε ένα παιδί πολύ άσχημο.
  Αλλά ούτε ο βασιλιάς ούτε η βασίλισσα δεν το έβλεπαν πως ήταν άσχημο, γιατί ήταν παιδί τους και το αγαπούσαν. Έλεγε λοιπόν η βασίλισσα σκυμμένη απάνω από την κούνια του παιδιού:
  – Είδες, βασιλέα μου πολυχρονεμένε, η Μοίρα μάς χωράτεψε. Για να μας τρομάξει, μας είπε πως το παιδί μας θα γινόταν άσχημο.
  – Αυτό βλέπω κι εγώ, απαντούσε ο βασιλιάς, και γελούσαν για το χωρατό της καλής Μοίρας.
  Και το παιδί μεγάλωνε· και όσο μεγάλωνε, η ασχήμια του γινόταν πιο φανερή.
  Αλλά κανείς δεν το έβλεπε. Γιατί όλος ο κόσμος το αγαπούσε το βασιλόπουλο. Και αυτό, γιατί το βασιλόπουλο ήταν καλό. Αγαπούσε όλο τον κόσμο, και όλο έκανε καλοσύνες.
  Κανένας πια δεν πρόσεχε την ασχημιά του. Και όχι μόνον αυτό, παρά το έβρισκαν και όμορφο. Τόσο που η φήμη του δεν άργησε να φτάσει στα πέρατα. Και η φήμη έλεγε πως είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθος.
  Όλοι το αγαπούσαν το βασιλόπουλο.
Τετάρτη 15 Δεκεμβρίου 2010

καιρός να τραγουδήσεις........



Σου είπαν ψέμματα πολλά,
ψέμματα σήμερα σου λένε ξανά
κι αύριο ψέμματα ξανά θα σου πουν,
ψέμματα σου λένε οι εχθροί σου
μα κι οι φίλοι σου, σου κρύβουν την αλήθεια.

Ψεύτικη δόξα σου τάζουν οι ψεύτες
μα κι οι φίλοι σου με ψεύτικες αλήθειες σε κοιμίζουν,
πού πας με ψεύτικα όνειρα;
πού πας με ψεύτικα όνειρα;

Καιρός να σταματήσεις,
καιρός να τραγουδήσεις,
καιρός να κλάψεις και να πονέσεις,
καιρός να δεις.
Τρίτη 14 Δεκεμβρίου 2010

Εκεί που φτερουγίζει ο νους εκεί που ξημερώνει


Όλα του κόσμου τα πουλιά
όπου κι αν φτερουγίσαν
όπου κι αν χτίσαν την φωλιά
όπου κι αν κελαηδήσαν

Εκεί που φτερουγίζει ο νους
εκεί που ξημερώνει
μαργώνουν τα πουλιά της γης
κι ούτε ένα δεν ζυγώνει

Σαν αερικό θα ζήσω...............
σαν αερικό................................................

Ανάσα είναι καυτερή
και στέπα του Καυκάσου
η σκέψη που παραμιλά
και λέει τα όνειρά σου

Όσες κι αν χτίζουν φυλακές
κι αν ο κλοιός στενεύει
ο νους μας είναι αληταριό
που όλο θα δραπετεύει

Σαν αερικό θα ζήσω......................

σαν αερικό...........................................................................
Δευτέρα 13 Δεκεμβρίου 2010

όσοι σε γνωρίζουν λένε ότι θα πας μακριά......



The Hero, rode a white horse.Across the desert to where his woman was.
He'd been riding for four days
When he saw the tower where she was locked

In the moonlight, he left his old steed near the drawbridge, that he crossed
And by way of a rope ladder he tippie-toed to where, his woman was

If I recall, you're the actor who followed the stars
Searching for the lost city of Mars
Hoping time, could heal the scars
Knowing Fate held no bars
Those that knew ya
Always said you'd go far
Are you the one, I think you are?

Oh are you the hero?
Oh are you the madman?

The madman, climbed the steeple spire
Go higher, go higher!", said the crowd from down below
"But the world's on fire!", said the madman from the steeple
"You're a liar, you're a liar!" said the crowd from down below

So the madman climbed the steeple spire
And let a crystal ball tear fall on the crowd down below

If I recall, you're the actor who took to the stage
Set the world ablaze, with your anger and your rage
And with every new leaf, you turned and wrote a new page
Cleverly concealing, your real age

Those that knew ya
Were always quite amazed
Are you the one, that can take this praise?

Oh, are you the hero?
Oh, are you the madman?

"You're the only one that can save us", cried the wizard
"Or all is lost."
Κυριακή 12 Δεκεμβρίου 2010

Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,

 

















Φίλε, η καρδιά μου τώρα σα να εγέρασε.
Τελείωσεν η ζωή μου της Αθήνας,
που όμοια γλυκά και με το γλέντι επέρασε
και με την πίκρα κάποτε της πείνας.

Δε θα 'ρθω πια στον τόπο που η πατρίδα μου
τον έδωκε το γιόρτασμα της νιότης,
παρά περαστικός, με την ελπίδα μου,
με τ' όνειρο που εσβήστη, ταξιδιώτης.

Προσκυνητής θα πάω κατά το σπίτι σου
και θα μου πουν δεν ξέρουν τι εγίνης.
Μ' άλλον μαζί θα ιδώ την Αφροδίτη σου
κι άλλοι το σπίτι θα 'χουν της Ειρήνης.
Θα πάω προς την ταβέρνα, το σαμιώτικο
που επίναμε για να ξαναζητήσω.
Θα λείπεις, το κρασί τους θα' ναι αλλιώτικο,
όμως εγώ θα πιω και θα μεθύσω.
 

Θ' ανέβω τραγουδώντας και τρεκλίζοντας
στο Ζάππειο που ετραβούσαμεν αντάμα.
Τριγύρω θα 'ναι ωραία πλατύς ο ορίζοντας,
και θα 'ναι το τραγούδι μου σαν κλάμα.
Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010

Μέρος τέταρτο:Μια άλλη ιστορία του δεκέμβρη





Το βράδυ της Δευτέρας 22 Δεκεμβρίου, η γραμματέας του Παναττικού Σωματείου Καθαριστριών και Οικιακών Εργαζομένων Κωνσταντίνα Κούνεβα, έπεσε θύμα μαφιόζικης επίθεσης με βιτριόλι (!) έξω από το σπίτι της στα Α. Πετράλωνα. Η Κωνσταντίνα είχε απειληθεί πολλές φορές στο παρελθόν όπως και οι συναδέλφισσές της συνδικαλίστριες, λόγω της δράσης τους ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία και τον εργασιακό μεσαίωνα που έχουν επιβάλει οι εργολάβοι με την κάλυψη ακόμα και δημόσιων οργανισμών όπως ο ΗΣΑΠ και η ΕΛΒΟ, οι οποίες συνεργάζονταν με τον εργοδότη της Κωνσταντίνας.
Η Κωνσταντίνα νοσηλεύεται στον «Ευαγγελισμό», σε κακή κατάσταση, με σοβαρές και μόνιμες, απ’ ό,τι φαίνεται, βλάβες στην υγεία της. Το γεγονός ότι ήταν μετανάστρια από τη Βουλγαρία και γυναίκα, κάνει την περίπτωση ακόμα πιο χαρακτηριστική του κλίματος τρομοκρατίας προς κάθε κατηγορία εργαζομένων που θεωρείται πιο αδύναμη και ευάλωτη.
Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010

Μέρος τρίτο:Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.



Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η αφήγηση ενός αυτόπτη μάρτυρα που δε θα μπορούσε παρά να είναι αρνητικά προδιατεθειμένος απέναντι στη διαδήλωση. Είναι αυτή του Βρετανού αξιωματικού W. Byford-Jones όπως δημοσιεύτηκε στο βιβλίο του The Greek Trilogy (Resistance-Liberation-Revolution) που εκδόθηκε λίγους μήνες αργότερα το 1945 στο Λονδίνο (Hutchinson and Co., σσ. 137-139):
Στις 10 το πρωί κυκλοφόρησαν οι φήμες πως η ηγεσία του ΕΑΜ εργαζόταν ολονυχτίς προετοιμάζοντας τη διαδήλωση, παρά την κυβερνητική απαγόρευση.
Πληροφοριοδότες της κυβέρνησης δήλωναν πως το ΕΑΜ καλούσε τον κόσμο χτυπώντας τις καμπάνες και τις σειρήνες και λέγοντας πως θα γίνει η πιο μεγάλη διαδήλωση-διαμαρτυρία ενάντια στην επέμβαση του στρατηγού Σκόμπυ και στη διαταγή αφοπλισμού των ανταρτών.
Παρά τις φήμες ο λαός της Αθήνας συνέχιζε να κυκλοφορεί ανέμελος στην οδό Πανεπιστημίου, να κάθεται στις καφετέριες, ή να προετοιμάζεται για την ορχηστρική συναυλία που ήταν προγραμματισμένη για τις 11 . [...]
Η ιδέα της συναυλίας με έθελγε και πήγα μέχρι το θέατρο Παλλάς με τη σκέψη πως ήταν δίπλα στην Πλατεία Συντάγματος, και ότι θα ήμουν πολύ κοντά σε περίπτωση που συνέβαινε κάτι εξαιρετικό.
Οι σιδερένιες πύλες του θεάτρου ήταν κλειστές και ένα πολυάριθμο φιλόμουσο κοινό περίμενε να ανοίξουν. Ένας κοντός και γεροδεμένος άνδρας με μακριές μπούκλες που ανέμιζαν κι ένα βιολί στο χέρι, εμφανίστηκε λέγοντας: “Νομίζω πως είναι ανώφελο να περιμένετε. Πολλά μέλη του προσωπικού και της ορχήστρας ανήκουν στο ΕΑΜ.”
Πριν προλάβει κανείς να απαντήσει, η ησυχία εκείνου του κυριακάτικου πρωινού ταράχτηκε ξαφνικά από το βόμβο ενός ποδοβολητού και συνθήματα που τα φώναζαν από τηλεβόες. “Τελικά την κάνουν τη διαδήλωση!” είπε ένα κορίτσι δίπλα μου. “Φοβάμαι πως θα γίνουν φασαρίες”.
Γύρισα τρέχοντας στη “Μεγάλη Βρετάνια” για να έχω θέα στην πλατεία. Πολύς κόσμος στεκόταν στην είσοδο κοιτάζοντας την πλατεία, απʼ όπου άρχισαν να καταφθάνουν πομπές ολάκερες ανθρώπων. Στα παράθυρα των δωματίων μπορούσα να ξεχωρίσω τα κεφάλια κάποιων πολεμικών ανταποκριτών που είχαν μόλις ξυπνήσει. Από τα παράθυρα του αστυνομικού τμήματος που ήταν απέναντι από το ξενοδοχείο, κάποιες παράξενες φάτσες παρακολουθούσαν τα τεκταινόμενα.
Όλο το επόμενο τέταρτο της ώρας παρακολουθούσα τους διαδηλωτές να φτάνουν στην πλατεία ανεμίζοντας τα λάβαρα και τις σημαίες τους, Βρετανικές, Αμερικάνικες, Ρώσικες κι Ελληνικές. Καθώς η μεγάλη αυτή συγκέντρωση συγκροτούνταν, οι τηλεβόες συνέχιζαν να φωνάζουν τα συνθήματα: “Κάτω η επέμβαση”, “Τιμωρήστε τους δοσίλογους”, “Κάτω ο βασιλιάς”. Ο κόσμος που περπατούσε στο δρόμο ή στεκόταν μπροστά στο θέατρο Παλλάς άρχισε να συγκεντρώνεται μπροστά στη Μεγάλη Βρετάνια για να δει τη διαδήλωση, ενώ κάποιοι λίγοι έφυγαν.
Διάλεξα μια θέση στη γωνία της πλατείας μπροστά από το μπαρ που βρίσκεται στο ισόγειο του κτιρίου που στέγαζε την αστυνομική διεύθυνση, κι έβλεπα τη διαδήλωση να προχωράει. Η κεφαλή της είχε φτάσει μπροστά από την είσοδο των Παλαιών Ανακτόρων, όταν την προσοχή μου απέσπασαν οι φωνές μιας ομάδας αστυνομικών που στέκονταν στο μπαλκόνι του κτιρίου πάνω από το μπαρ. Προς μεγάλη μου έκπληξη, οι αστυνομικοί είχαν προτάξει τα όπλα τους. Κάποιοι ήταν όρθιοι, κάποιοι γονατιστοί έτσι που έβλεπε κανείς μονάχα τα κεφάλια τους. Μερικοί στόχευαν τη διαδήλωση στο ψαχνό. Θεώρησα πως επρόκειτο για μια προληπτική ενέργεια σε περίπτωση που οι διαδηλωτές επιτεθούν στο αστυνομικό τμήμα. Η ελληνική αστυνομία είναι ένοπλη.
Η διαδήλωση πλησίασε: άντρες, γυναίκες και παιδιά πορεύονταν σε σειρές των οκτώ ή δέκα. Ένας στους τέσσερις κρατούσε μια σημαία συμμαχική, ελληνική, ή ένα πλακάτ πάνω στο οποίο ήταν γραμμένα με χτυπητό κόκκινο χρώμα τα συνθήματα που φώναζαν άνδρες και γυναίκες με αυτοσχέδιους τηλεβόες στις δύο πλευρές της πορείας. Ήταν μια τυπική διαδήλωση του ΚΚΕ-ΕΑΜ. Οι ηλικίες των συμμετεχόντων κυμαίνονταν από δέκα-δώδεκα μέχρι εξήντα χρονών και βάλε. Μερικά παιδιά ήταν ξυπόλητα, οι περισσότεροι χωρίς πανωφόρια, αλλά υπήρχαν και πολλοί καλοντυμένοι. Όπως και τις προηγούμενες φορές, ξεχώριζε το πλήθος νέων γυναικών από 18 μέχρι 30 χρονών. Δεν υπήρχε τίποτα το σκοτεινό ή απειλητικό στη διαδήλωση. Κάποιοι άντρες φώναζαν με φανατισμό προς το αστυνομικό τμήμα ή το ξενοδοχείο, αλλά υπήρχε και μια χιουμοριστική χροιά, με διάφορα αστεία και πειράγματα να ανταλλάσσονται ανάμεσα στους διαδηλωτές και τον κόσμο που παρατηρούσε από τα πεζοδρόμια.
Την προσοχή μου τράβηξε πάλι το μπαλκόνι από πάνω μου, όπου ακούστηκε κάτι σαν παράγγελμα, στα ελληνικά. Η κεφαλή της διαδήλωσης τότε βρισκόταν σε λιγότερο από τριάντα μέτρα. Ο Μπάρμπερ του United Press μου εξήγησε αργότερα πως ήταν εντολή να πυροβολήσουν. Την επόμενη στιγμή οι αστυνομικοί τράβηξαν τη σκανδάλη, όχι ταυτόχρονα σαν ένα πειθαρχημένο σώμα, αλλά διστακτικά, ο ένας μετά τον άλλο, σαν μερικοί να δίσταζαν να υπακούσουν στη διαταγή. Νόμιζα ακόμα πως ήταν ένα προληπτικό μέτρο, και κοίταξα πάλι το πλήθος που πλησίαζε.
Αυτό που έγινε στη συνέχεια ήταν τόσο ασύλληπτα εξωπραγματικό που ένιωθα σαν να παρακολουθώ ταινία. Η αστυνομική διμοιρία από πάνω μας άδειασε τα όπλα της στη διαδήλωση. Είχα ακούσει ατέλειωτες ιστορίες για μαζικές εκτελέσεις Ελλήνων από Γερμανούς, τις οποίες είχα και δεν είχα πιστέψει. Είχα δει ανθρώπους που γνώριζα και αγαπούσα πολύ να σκοτώνονται δίπλα μου στο πεδίο της μάχης, αλλά τίποτα από όλα αυτά δεν ήταν δυνατόν να με προετοιμάσει γιʼ αυτό που αντίκρυσα σʼ εκείνον τον πλατύ, ηλιόλουστο, δεντροστοιχισμένο δρόμο, πλημμυρισμένο από ανθρώπους που αστειεύονταν και γελούσαν, μια αναπνοή από τα αρχαία μνημεία της πρώτης δημοκρατίας, με τη γλυκιά ηχώ της καμπάνας να αιωρείται ακόμα πάνω από το ήσυχο κυριακάτικο αεράκι. Στην αρχή νόμισα ότι η αστυνομία έριχνε άσφαιρα, ή ότι πυροβολούσε στον αέρα πάνω από το συγκεντρωμένο πλήθος. Το ίδιο πίστεψαν και πολλοί άλλοι.
Όμως το χειρότερο είχε συμβεί. Άντρες, γυναίκες και παιδιά που λίγο νωρίτερα φώναζαν και γελούσαν, γεμάτοι ψυχή και περηφάνεια, κουνώντας τις σημαίες τους, και τις σημαίες μας, έπεσαν στο έδαφος, με το αίμα να στάζει από τα κεφάλια και τα σώματά τους στο οδόστρωμα ή στις σημαίες που κρατούσαν. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτή τη σκηνή. Μια νέα κοπέλα με λευκή μπλούζα που σιγά σιγά κοκκίνιζε από το αίμα στο στήθος της. Ένας νέος άντρας, με ένα σημάδι σαν από αγκίστρι, να σφαδάζει κι έπειτα από λίγο να ξεψυχάει. Ένα παιδί που ούρλιαζε κρατώντας το κεφάλι του. Οι πυροβολισμοί συνεχίστηκαν πάνω από μισή ώρα, όλοι τους από την πλευρά της αστυνομίας, κι ενώ οι υποστηρικτές του ΕΑΜ παρέμεναν ξαπλωμένοι στο έδαφος.
Είδα κάποιους Άγγλους κοκκινοσκούφηδες να τρέχουν στο αστυνομικό τμήμα αλλά δεν ξέρω αν ήταν για να σταματήσουν τους πυροβολισμούς. Όταν οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, σε μια στιγμή ο κόσμος σηκώθηκε, κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο, και βλέποντας τότε πια ποιοι είχαν σκοτωθεί, ποιοι ήταν τραυματίες, ποιοι σώθηκαν. Μαζεύτηκαν κατά ομάδες κοιτάζοντας τους σκοτωμένους και φωνάζοντας το όνομά τους και ανακοινώνοντάς το και στους άλλους.
Οι συγγενείς έτρεξαν στα πτώματα κι άρχισαν να κλαίνε από πάνω τους υστερικά. Πάνω από εκατό διαδηλωτές, γυναίκες και άντρες όλων των ηλικιών κείτονταν νεκροί ή τραυματίες.
Πολλές χιλιάδες κόσμου βρυχώταν εκτοξεύοντας απειλές και βρισιές στην αστυνομία.
Ήταν η πιο αποκρουστική σκηνή που έχω ποτέ δει.
“Θα μπούνε όλοι στο αστυνομικό τμήμα τώρα” είπε κάποιος που βρισκόταν κοντά μου.
Βρετανικά τανκς κατέφτασαν και άρχισαν να παίρνουν θέσεις γύρω από το κτίριο, φτιάχνοντας ένα σιδηρούν προστατευτικό παραπέτασμα στις δύο πλευρές του αστυνομικού τμήματος.
Οι διαδηλωτές στρίγκλιζαν και ούρλιαζαν, έσκιζαν τα πουκάμισά τους και φώναζαν
“Σκοτώστε με, δειλοί, τσιράκια του Παπαντρέου!”
Όσοι βρεθήκαμε μέσα στη γραμμή του πυρός, περίμεναμε ανά πάσα στιγμή την ένοπλη απάντηση του ΕΑΜ.
Στην ταράτσα των γραφείων του ΚΚΕ υπήρχε ένα πολυβολείο που θα μπορούσε να θερίσει την αστυνομική ζώνη με καταιγιστικά πυρά. Αλλά το ΕΑΜ αρκέστηκε στις κατάρες και τις απειλές.
Ήταν τέτοια η οργή του πλήθους που, αν είχαν ανοίξει πυρ, ο εμφύλιος θα ξέσπαγε εκείνη την ίδια στιγμή. Όσοι παρακολουθούσαμε μαζέψαμε τους τραυματίες και τους βάλαμε σε αυτοκίνητα που τους μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εγώ μετέφερα ένα δωδεκάχρονο κορίτσι που πυροβολήθηκε στο πόδι κι είχε ένα επιπόλαιο επιφανειακό τραύμα στο κεφάλι. Ήταν χλωμή και υποσιτισμένη, και με κοίταζε χαμογελώντας ανόρεχτα”.
Αναρτήθηκε από Κόκκινη Πιπεριά
Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2010

Μέρος δεύτερο: όσο ζεις εγώ θα ζω κι άντε να σε χορτάσω






Και να τι θέλω τώρα να σας πω

μες στης Ινδίες, μέσα στην πόλη της Καλκούτας

φράξαν το δρόμο σ’ έναν άνθρωπο

αλυσοδέσαν έναν άνθρωπο κει που εβάδιζε

Να το λοιπόν γιατί δεν καταδέχομαι

να υψώσω το κεφάλι στ’ αστροφώτιστα διαστήματα

Θα πείτε: «τ’ άστρα είναι μακριά

κι η γη μας τόσο δα μικρή»

Ε, το λοιπόν, ότι και να είναι τ' άστρα

εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω

Για μένα το λοιπόν το πιο εκπληκτικό

πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο

είν’ ένας άνθρωπος που τον μποδίζουν να βαδίζει

είν’ ένας άνθρωπος που τον αλυσοδένουνε

Είν’ ένας άνθρωπος...
Δευτέρα 6 Δεκεμβρίου 2010

Μέρος πρώτο:Και τοτε θα βαδισετε με βημα ακλόνητο στο μονο δρομο, που αληθινα ανοίγεται μπροστα σας.




Αγαπητοί μου νέοι,
Μ’ ερωτάτε να σας πω κι εγώ, ποιοι δρόμοι ανοίγονται μπροστά σας και φυσικά ποιον από όλους να ακολουθήσετε. Ίσως αρμοδιότεροι απ όλους εμάς της ώριμης γενιάς , είσαστε σεις οι ίδιοι, για να απαντήσετε σε αυτό το ερώτημα. Γιατί το αντίκρισμα της ζωής, που ζείτε τώρα εσείς στα είκοσι χρόνια σας και στη σημερινή κρίσιμη θέση του κόσμου, εμείς δεν το ζήσαμε κι ούτε μπορούσαμε να το ζήσουμε, όταν είμαστε στη δική σας θέση στα πανεπιστημιακά θρανία. Γι αυτό μπορείτε βέβαια να ακούσετε τι θα σας πούμε εμείς οι άλλοι, να τραβήξετε όμως το δρόμο, που θα νιώσετε μέσα σας να σας δείχνει με εσωτερική αναγκαιότητα ο ίδιος σας ο εαυτός. Ν’ ακολουθήσετε τη φωνή της συνείδησής σας, γιατί μέσα σε αυτή θα μιλάει και κάτι πλατύτερο από το άτομο σας, η κοινωνική και ταξική συνείδηση, που ζει χωρίς άλλο μέσα σας.
Οι δρόμοι που ανοίγονται σήμερα μπροστά σας, δεν είναι πολλοί, είναι δυο. Είτε το θελήσετε να τους αναγνωρίσετε είτε όχι, είτε προσπαθήσουν να σας τους κρύψουν μέσα στην ομίχλη ιδεαλιστικών σοφισμάτων, οι δρόμοι , που ανοίγονται μπροστά σας, είναι και μένουνε δυο : ή θα πάτε με το μέρος της συντήρησης και της αντίδρασης, ή θα πάτε με το μέρος της επανάστασης. Tetrium non datur. Μα θα μου πείτε : Τι δουλεία έχουμε μείς με την αντίδραση ή με την επανάσταση; Πολιτικάντηδες ήρθαμε να γίνουμε; Ήρθαμε να σπουδάσουμε μιαν επιστήμη και να ζήσουμε έπειτα στην κοινωνία με την άσκηση της επιστήμης αυτής. Τι δουλειά έχει η μελέτη της επιστήμης μας με την πολιτική;
Αληθεια υπαρχουν ανθρωποι, που θα σας μιλησουνε με φρικη και αηδια με εσχατη περιφρονηση για την «πολιτικη» και θα σας ξορκισουνε να μην εχετε καμια σχεση μ αυτή την καταρα του καιρου μας, την «πολιτικη» ,που χωνει σας τον Μεφιστοφελή την ουρα της στην «καθαρη φιλοσοφια», στην «καθαρη επιστημη», στην «καθαρη τεχνη» και τα μολυνει όλα.
Και όμως και όμως! Δεν πιστευω να σας ξεφυγε, αγαπητοι μου νεοι, πως και αλλοι συμβουλατορες, που προηγηθηκαν από μενα,ας αναφερω τους κ.Λουβαρι,Θεοδωρακοπουλο και Κανελλοπουλο, κατω από τις βαθυστοχαστες φιλοσοφοντυμενες συμβουλες, που σας εδωκαν, δεν εκαμαν τιποτε άλλο από την πολιτικη, από αυτή την καταραμενη πολιτικη, που παει να χωθει και μεσα στο 2+2=4. Και οι τρεις τους κρατωντας από μια φιλοσοφικη αγιαστουρα ξορκιζαν τον «ιστορικο υλισμο» και τιποτα άλλο. Εκαναν καθαρη, καθαροτατη, αλλα ανομολογητη…πολιτικη.
Εγω παλι από την άλλη μερια πιστευω, πως είναι των αδυνατων αδυνατο να ξεχωρισει κανεις οποιοδηποτε κλαδο της ανθρωπινης πνευματικης ενεργειας από την πολιτικη.Γιατι ο ανθρωπος ουτε σαν ατομο(που ουσιαστικα δεν υπαρχει)ουτε σαν συνολο, μπορει να μεταβληθει ποτε σ’ένα απλο και μονο θεωρητικο πλασμα.Ζωη σημαινει ενεργεια και τροπος ενεργειας.Τροπος ενεργειας σημαινει πολιτικη,ειτε συνειδητη,ειτε όχι.Γιατι δεν υπαρχει ενεργεια του ανθρωπου,που δεν είναι κοινωνικα καθορισμενη.Ο τροπος λοιπον, που πραγματωνεται η ομαδικη βουληση, ειτε μεσα στις ομαδικες, ειτε μεσα στις ατομικες ενεργειες, είναι πολιτικη,αφου στον έναν τροπο μπορει να αντιταχθει ενας άλλος τροπος.
Μα ας εξετασουμε τα ζητηματα καπως ειδικοτερα με τη δικη σας περιπτωση.Ας υποθεσουμε λοιπον , «εξω από κάθε πολιτικη», ότι ο δρομος που ανοιγεται μπροστα σας και το μοναδικο χρεος που εχετε , είναι να γινετε επιστημονες.Τι είναι όμως επιστημη;Θα μου απαντησετε: « ένα συστηματοποιημενο συνολο από γνωσεις, που αναφερονται σε μια περιοχη από φαινομενα του φυσικου κοσμου ή της ανθρωπινης κοινωνίας».Ωραια. Ποιος είναι λοιπον ο σκοπος σας,όταν λετε πως πρεπει να γινετε επιστημονες; Θα μου απαντησετε:» να οικειποποιηθουμε αυτό το συστηματοποιημενο συνολο σε μια περιοχη του επιστητου και να αποχτησουμε την κιανοτητα από τη μια μερια να πλουτιζουμε με νεες ερευνες αι από την άλλη να εφαρμοζουμε ένα μερος από τις γνωσεις αυτές για την ωφελεια των συνανθρωπων μας». Ετσι λοιπον αντιλαμβανεστε την κάθε επιστημη σαν ένα αθροισμα από μερικες θεωρητικες και πραχτικες ικανοτητες, που θα σας προσποριζουνε και τα μεσα της ζωης σας.
Ο επιστημονας είναι ουσιαστικα για σας ενας δεξιοτεχνης γιατρος, δικηγορος, δασκαλος, θεολογος κλπ
Μα εδω αμεσως γεννιεται μια σειρα από αποριες.Πώς και δημιουργηθηκε αυτό το συστηματοποιημενο συνολο από γνωσεις, που το καλουμε επιστημη;Γιατι εχει τουτη τη μορφη ,που εχει σημερα και τουτη τη θεσεις,που εχει σημερα στη ζωη; Και οι αποριες αυτές μας φερνουν αμεσως εξω από το γυαλινο πυργο της «καθαρης επιστημης» και μας οδηγουνε να αναζητησουμε τα κοινωνικα αιτια, που ευνοουνε τη γεννηση, την αναπτυξη και τη θεση ,που εχει σημερα η κάθε επιστημη στη ζωη. Εππειτα μια δευτερη απορια.Με τον τροπο της ζωης σας εξω από τον κυκλο αυτης της δεξιοτεχνιας ,που θα ασκειτε το επαγγελμα, δεν εχει να κανει τιποτε η επιστημη; Η επιστημη διαλυεται σε ατομικες δεξιοτεχνιες και δεν επιδρα καθολου επανω στον τροπο της ζωης,που προκειται να ζησετε σα μελη της κοινωνιας; Η επιστημη είναι χωρισμενη από τη ζωη;
Εδώ και εσεις οι ιδιοι, οσοι δεν εισαστε διαλεχτικοι ματεριαλιστες,μα και η ολοτητα ισως από τους δασκαλους σας, θα απαντησουμε μ’ ένα στομα.Ναι! Τη ζωη ρυθμιζουνε, θα σας πουνε , άλλες « αξιες», ηθικες,θρησκευτικες, κοινωνικες, πολιτικες. Και οι αξιες αυτές δεν πηγαζουν από τη γνωση. Αρα η επιστημη μπορει να μελεταει τις αξιες σαν δεδομενα,ποτε όμως δεν μπορει να γινει ρυθμιστης τους.Μα αν ρωτησετε ποια είναι η πηγη αυτων των αξιων , θα παρετε τις πιο σκοτεινες, τις πιο αοριστες, τις πιο θολες απαντησεις, που με τον ένα ή τον άλλο τροπο, ολες οδηγουνε στο μυστηριο, στην αποκαλυψη, στο υπερκοσμικο και φανταστικο.
Αυτή όμως η επιμονη ταση να χωριστει η αξια, που ρυθμιζει τη ζωη από τη γνωση,φανταζεσθε πως δεν είναι και αυτή κοινωνικα καθορισμενη; Είναι γνωρισμα ολων των κοινωνιων, που είναι χωρισμενες σε κοινωνικες ταξεις και στηριζονται στην κυριαρχια μιας ταξης επανω στις άλλες. Και το λογο του χωρισμου θα τον δειτε παρακατω.
Αν όμως ακολουθησετε μιαν άλλη σειρα στοχασμων, θα φτασετε σε διαφορετικο συμπερασμα. Για θεσετε παρακαλω το ερωτημα, ποια είναι η σχεση, που κάθε φορα, σε κάθε ιστορικη στιγμη της ανθρωποτητας, υπαρχει αναμεσα στο « είναι», στο «νοειν» και στο «πραττειν»; Η μονη απαντηση, που μπορειτε να εχετε σε μιαν αντικειμενικη ερευνα του προβληματος αυτου, είναι , πως σε κάθε στιγμη της ιστορικης διαδρομης, σε κάθε ανθρωπινη κοινωνια, το « είναι», το «νοειν» και το «πραττειν» είναι αλληλενδετα και αλληλεξαρτημένα. Το είναι, δηλαδη οι αντικειμενικοι οροι της ανθρωπινης ζωης, καθοριζουν τη γνωση και αυτή οδηγει την πραξη, που από την άλλη μερια κι αυτή είναι κάθε φορα το κινητρο και το κριτηριο της γνωσης. Και η πραξη παλι με τη γνωση μαζι επιδρουνε επανω στην πραγματικοτητα και την μεταβαλλουν.
Γι αυτό κι όταν αλλαζουν οι αντικειμενικοι οροι και δημιουργειται νεα γνωση και βγαινει ένα καινουργιο πρεπει, ξεσπαει η αντιθεση με το παλιο και δημιουργειται η αναγκη μιας καινουργιας συνθεσης. Γι αυτό και η ταξη , που αρχει κάθε φορα, θελει από τη μια μερια να μονοπωλει και να κοντρολαρει τη γνωση, δηλαδη την επιστημη και από την άλλη μερια να χωριζει από αυτή το «πρεπει» ( το «πρεπει» που τους συμφερει) και να το αναγει σε θεια καταγωγη, για να μην επηρεαστει από την αλλαγη της γνωσης (δεκα εντολες δοσμενες από το Θεο στο Μωυση, ηθικος νομος που πηγαζει από την υπερβατικη φυση του ανθρωπου κλπ, κλπ).
Αν αυτό είναι ετσι, τοτε η αντιληψη, που πρεπει να περιοριζει την εννοια της επιστημης στην κατακτηση μιας περιορισμενης περιοχης του επιστητου, ξεχωρισμενης με σινικα τειχη από κάθε γενικη επισκοπηση του επιστητου και από την άλλη μερια χωριζει με στεγανα και αδιαπεραστα χωρισματα την επιστημη από τη ρυθμιση της ζωης, η αντιληψη λοιπον αυτης της «καθαρης επιστημης» είναι και αυτή μια «πολιτικη αντιληψη» της επιστημης. Οπερ εδει δειξαι.Δικαιουμαστε λοιπον σε αυτή την αντιληψη της σπιστημης να αντιταξουμε τη δικη μας, που δε χωριζει την επιστημη από τη ρυθμιση της ζωης. Και την αντιληψη τουτη για την ενοτητα επιστημης και πραξης τη βλεπουμε να εφαρμοζεται περα για περα στη μονη χωρα, που θετει τα θεμελια μιας νεας αταξικης κοινωνιας,που καταργει την εκμεταλλευση και βαδιζει προς τον κοπμμουνισμο,δηλαδη τη Σοβιετικη Ενωση. Συμφνω με την αντιληψη αυτή, η σπουδη της επιστημης είναι αναποσπαστα ενωμενη με γενικη θεωρηση της φυσικης και κοινωνικης πραγμτικοτητας. Και η γενικη αυτή θεωρηση είναι μια επιστημονικη φιλοσοφια.
Επιστημονας χωρις τετοια γενικη επιστημονικη κοσμοθεωρια είναι ενας απλος δεξιοτεχνης, ενας επαγγελματιας, πολύ κατωτερος από έναν εργατη, γιατι ο τελευταιος, όταν είναι συνειδητος, εχει,εστω και στις γενικες γραμμες, την επιστημονικη θεωρηση του κοσμου.
Με την εννοια αυτή μπορω λοιπον να σας πω κι εγω:Ο δρομος, που ανοίγεται μπροστα σας είναι να γινετε επιστημονες. Μου αρκει αυτό. Γιατι ειμαι βεβαιος, πως τοτε τα εννια δεκατα από σας θα δεχτουνε μια μονη επιστημονικη κοσμοθεωρια, που θα τους ικανοποιησει, το διαλεχτικο ματεριαλισμο.Κι ετσι λεγοντας σας να γινετε αληθινοι επιστημονες, είναι το ιδιο σας να σας λεω: γινετε οπαδοι του διαλεχτικου υλισμου.
Κι εχω τουτη την πεποιθηση, γιατι αυτος είναι και ο μονος γνησιος κοινωνικος σας καθορισμος.
Αληθεια!Σκεφτειτε λιγακ.Απο πού ερχεστε εσεις,παιδια μου;Από ποια κοινωνικά στρωματα;Πού ανηκετε;Το μεγαλυτερο πληθος από σας είναι φτωχα παιδια.Η αστικη ταξη βεβαια υψωνει μπροστα στα ματια ολων σας το τίμημα της προδοσιας: θεσεις κρατικες, πελατεια, αξιωματα,τιτλους, για να γινετε οι πνευματικοι στυλοβατες της. Ένα τραγικο παιδομαζωμα! Ετσι και οι γενιτσαροι γινονταν οι πιο φανατικοι διωκτες των χριστιανων, όπως τα παιδια των φτωχων ,που σπουδαζουν στα πανεπιστημια και αλλαζουν κοινωνικη κατασταση, γινονται οι πιο φανατικοι αντιδραστικοι.
Αν όμως ακουσετε τι σας λεει κατάβαθα το αιμα σας, δε θα αλλαξοπιστησετε, δεν θα προδωσετε την ταξη σας. Θα πατε με το μερος των φτωχων και θα αγωνιστειτε κι εσεις για να θεμελιωσετε τη νεα ζωη.
Και τοτε θα βαδισετε με βημα ακλονητο στο μονο δρομο, που αληθινα ανοίγεται μπροστα σας.

Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Θαναι μι αλλόκοτη χαρά, θα γίνει δίψα και φωτιά..


Τα περασμένα καίγονται, στη λησμονιά πετάνε
Γίνονται αγιάτρευτες πληγές τις νύχτες και πονάνε
Στη λησμονιά σε πάνε
Στάσου λιγάκι, μη μιλάς, άσε το χτύπο της καρδιάς
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί..
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στανείπωτα..
Γλυκιά μου, μη χαθείς
Και τα χαράματα σαν ρθει.. με μια λαχτάρα η προσμονή
Θαναι μι αλλόκοτη χαρά, θα γίνει δίψα και φωτιά..
Θαναι μιαλλόκοτη χαρά
Στάσου λιγάκι, μη μιλάς, άσε το χτύπο της καρδιάς
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί..
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στανείπωτα..
Γλυκιά μου, μη χαθείς
Στάσου λιγάκι, μη μιλάς, άσε το χτύπο της καρδιάς
να πει ό,τι είναι για να πει, στο φως να γεννηθεί..
Για ένα τίποτα, μη φοβηθείς, πώς φτάσαμε στανείπωτα..
Απόψε, μη χαθείς
Πέμπτη 2 Δεκεμβρίου 2010

Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη



Νὰ μὲ θυμόσαστε - εἶπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα
χωρὶς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σὲ πέτρες κι ἀγκάθια,
γιὰ νὰ σᾶς φέρω ψωμὶ καὶ νερὸ καὶ τριαντάφυλλα.

Τὴν ὀμορφιὰ
Ποτές μου δὲν τὴν πρόδωσα. Ὅλο τὸ βιός μου τὸ μοίρασα δίκαια.
Μερτικὸ ἐγὼ δὲν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ᾿ ἕνα κρινάκι τοῦ ἀγροῦ
τὶς πιὸ ἄγριες νύχτες μας φώτισα. Νὰ μὲ θυμᾶστε.

Καὶ συγχωρᾶτε μου αὐτὴ τὴν τελευταῖα μου θλίψη:

Θἄθελα
ἀκόμη μιὰ φορὰ μὲ τὸ λεπτὸ δρεπανάκι τοῦ φεγγαριοῦ νὰ θερίσω
ἕνα ὥριμο στάχυ. Νὰ σταθῶ στὸ κατώφλι, νὰ κοιτάω,
καὶ νὰ μασῶ σπυρὶ σπυρὶ τὸ στάρι μὲ τὰ μπροστινά μου δόντια
θαυμάζοντας κι εὐλογώντας τοῦτον τὸν κόσμο ποὺ ἀφήνω,
θαυμάζοντας κι Ἐκεῖνον ποὺ ἀνεβαίνει τὸ λόφο στὸ πάγχρυσο λιόγερμα. Δέστε:
Στὸ ἀριστερὸ μανίκι του ἔχει ἕνα πορφυρὸ τετράγωνο μπάλωμα. Αὐτὸ
δὲν διακρίνεται πολὺ καθαρά. Κι ἤθελα αὐτὸ προπάντων νὰ σᾶς δείξω.

Κι ἴσως γι᾿ αὐτὸ προπάντων θ᾿ ἄξιζε νὰ μὲ θυμᾶστε.