Τρίτη 3 Αυγούστου 2010

Μια ακόμα καληνύχτα...

Τι έν γκλυτσέα τούση νύφτα τι έν ώρια.Τα εβώ ε πλώνω πενσέοντα σε σένα.
τσ' ετού μπει στη φενέστρα σου αγάπη μου.Της καρδίας μου σου 'νοίφτω την πένα

Εβώ πάντα σ' εσένα πενσέω γιατί σένα φσυχή μου 'γαπώ
Τσαι που πάω που σύρνω που στέω στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ.

Και σου μάι μ'αγάπησε ώρια μου,ε σου πόνησε μάι άσσε μένα,
είττα χείλη σου εν άνοιτσε μάι πει τα λόγια τσ' αγάπης βλοημένα

   
Κ' είττ ' αμμάι σου, άτσε μάγο, γκλυτσέο,εν άνοιτσε μάι για μένα φτεχό,
μα που πάω, που σύρνω, που στέω εις την καρδιά μου πάντα σένα βαστώ

Καληνύφτα σε ΄φήνω και πάω πλάια σου 'τι 'βω πίρτα πρικό
τσαι που πάω που σύρνω που στέω στην καρδιά μου πάντα σένα βαστώ

Τι να γίνεται εκεί απάνω!

Ο Ζορμπάς κοίταξε τ' αστέρια, με το στόμα ανοχτό, σα να τα 'βλεπε για πρώτη φορά.
- Τι να γίνεται εκεί απάνω! μουρμούρισε.
Και σε λίγο πήρε την απόφαση, μίλησε:
- Ξέρεις να μου πεις, αφεντικό, είπε κι η φωνή του ασκώθηκε επίσημη, συγκινημένη μέσα στη ζεστή νύχτα, ξέρεις να μου πεις τι πάει να πουν όλα αυτά; Ποιός τα 'καμε; Γιατί τα 'καμε; Και πάνω απ' όλα ετούτο (η φωνή του Ζορμπά ήταν γεμάτη θυμό και τρόμο): Γιατί να πεθαίνουμε;

- Δεν ξέρω, Ζορμπά! αποκρίθηκα, και ντράπηκα σα να με ρωτούσαν το πιο απλό πράμα, το ποιό απαραίτητο, και δεν μπορούσα να το ξηγήσω.

-Δεν ξέρεις! έκαμε ο Ζορμπάς και τα μάτια του γούρλωσαν.

Όμοια γούρλωσαν και μια άλλη νύχτα, όταν με ρώτησε αν χορεύω και του αποκρίθηκα πως δεν ξέρω χορό.

Σώπασε λίγο` άξαφνα ξέσπασε:

- Τότε τι 'ναι αυτά τα παλιόχαρτα που διαβάζεις; Γιατί τα διαβάζεις; Άμα δε λένε αυτό τι λένε;

- Λένε τη στεναχώρια του ανθρώπου που δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτά που ρωτάς, Ζορμπά, αποκρίθηκα.

- Να τη βράσω τη στεναχώρια τους! έκαμε ο Ζορμπάς χτυπώντας με αγανάχτηση το πόδι του στις πέτρες.

Ο παπαγάλος στις ξαφνικές φωνές τινάχτικε απάνω:

- Καναβάρο! Καναβάρο! έσκουζε σα να ζητούσε βοήθεια.

- Σκασμός και συ! έκαμε ο Ζορμπάς κι έδωκε μια γροθιά στο κλουβί.

Στράφηκε πάλι σε μένα.

- Εγώ θέλω να μου πεις από που ερχόμαστε και που πάμε. Του λόγου σου τόσα χρόνια μαράζωσες απάνω στις Σολομωνικές` θα 'χεις στύψει δύο τρεις χιλιάδες οκάδες χαρτί` τι ζουμί έβγαλες;

Τόση αγωνία είχε η φωνή του Ζορμπά, που η πνοή μου κόπηκε` αχ, να μπορούσα να του 'δινα μιάν απόκριση!

Ένιωθα βαθιά πως το ανώτατο που μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος δεν είναι η Γνώση, μήτε η Αρετή, μήτε η Καλοσύνη, μήτε η Νίκη` μα κάτι άλλο πιο αψηλό, πιο ηρωικό κι απελπισμένο: Το Δέος, ο ιερός τρόμος. Τι 'ναι πέρα από τον ιερό τρόμο; ο νους του ανθρώπου δεν μπορεί να προχωρέσει.

- Δεν απαντάς; έκανε ο Ζορμπάς με αγωνία.

Δοκίμασα να δώσω στο σύντροφό μου να καταλάβει τι είναι ο ιερός τρόμος:

- Είμαστε σκουληκάκια μικρά μικρά, Ζορμπά, αποκρίθηκα, απάνω σ'ένα φυλλαράκι γιγάντιου δέντρου. Το φυλλαράκι αυτό είναι η Γη μας` τ' άλλα φύλλα είναι τ' αστέρια που βλέπεις να κουνιούνται μέσα στη νύχτα. Σουρνόμαστε απάνω στο φυλλαράκι μας, και το ψαχουλεύουμε με λαχτάρα` τ' οσμιζόμαστε, μυρίζει, βρωμάει` το γευόμαστε, τρώγεται` το χτυπούμε, αντηχάει και φωνάζει σαν πράμα ζωντανό.
Μερικοί άνθρωποι, οι πιο ατρώμητοι, φτάνουν ως την άκρα του φύλλου` από την άκρα αυτή σκύβουμε, με τα μάτια ανοιχτά, τα αυτιά ανοιχτά, κάτω στο χάος. Άνατριχιάζουμε. Μαντεύουμε κάτω μας το φοβερό γκρεμό, ακούμε ανάρια ανάρια το θρο που κάνουν τα άλλα φύλλα του γιγάντιου δέντρου, νιώθουμε το χυμό ν' ανεβαίνει από τις ρίζες του δέντρου και να φουσκώνει την καρδιά μας. Κι έτσι σκυμμένοι στην άβυσσο, νογούμε σύγκορμα, σύψυχα, να μας κυριεύει τρόμος. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει...

Σταμάτησα. Ήθελα να πω: Από τη στιγμή εκείνη αρχίζη η Ποίηση, μα ο Ζορμπάς δε θα καταλάβαινε και σώπασα.

- Τι αρχίζει; ρώτησε ο Ζορμπάς με λαχτάρα. Γιατί σταμάτησες;

- ...αρχίζει ο μεγάλος κίντυνος, Ζορμπά, είπα. Άλλοι ζαλίζουνται και παραμιλούν, άλλοι φοβούνται και μοχτούν να βρουν μιαν απάντηση, που να τους στυλώνει την καρδιά και λένε "Θεός" άλλοι κοιτάζουν από την άκρα του φύλλου το γκρεμό ήσηχα, παλικαρίσια και λένε: "Μου αρέσει"

Ο Ζορμπάς συλλογίστικε κάμποση ώρα` βασανιζόταν να καταλάβει.

- Εγώ, είπε τέλος, κοιτάζω κάθε στιγμή το θάνατο` τον κοιτάζω και δε φοβούμαι` όμως και ποτέ, ποτέ δε λέω: Μου αρέσει. Όχι, δε μου αρέσει καθόλου! Δεν είμαι λεύτερος; Δεν υπογράφω!

Σώπασε, μα γρήγορα φώναξε πάλι:

- Όχι, δε θ' απλώσω εγώ στο Χάρο το λαιμό μου σαν αρνί και να του πω: "Σφάξε με αγά μου, ν' αγιάσω!"

Δε μιλούσα` στράφηκε, με κοίταξε ο Ζορμπάς θυμωμένος.

- Δεν είμαι λεύτερος; ξαναφόναξε.

Δε μιλούσα. Να λες "Ναι!" στην ανάγκη, να μετουσιώνεις το αναποφευκτό σε δικιά σου λεύτερη βούληση, αυτός, ίσως, είναι ο μόνος ανθρώπινος δρόμος της λύτρωσης. Το 'ξερα, και γι' αυτό δε μιλούσα.

Ο Ζορμπάς είδε πως δεν είχα πια τίποτα να του πω, πήρε το κλουβί σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει ο παπαγάλος, το τοποθέτησε δίπλα από το κεφάλι του και ξάπλωσε.


- Καληνύχτα, αφεντικό, είπε, φτάνει.

ΝΙΚΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΑΚΗΣ

ποιος χωρισμός μας χώρισε ποια μοίρα μας ενώνει

Κράτα για το τέλος το πιο ψυχρό σου βλέμμα
εκείνο που αφήνει τον έρωτα μισό
μήπως και πονέσω κι έτσι να μπορέσω
να φύγω και να νιώθω βαθιά πως σε μισώ

Κράτα κι ένα ποτηράκι
για το πιο πικρό φαρμάκι
να το πιω κι απ την καρδιά μου
να σου ευχηθώ

Καλή τύχη γεια χαρά σου
μην πετάς τα όνειρά σου
μην τα βρω ποτέ στο δρόμο
και σε λυπηθώ

Κράτα για το τέλος το πιο μεγάλο μίσος
τότε μόνο ίσως μπορεί να σ' αρνηθώ
να μπορώ να λέω κοίτα με δεν κλαίω
πως έμαθα να χάνω αλλά δε θα χαθώ

Κράτα κι ένα ποτηράκι
για το πιο πικρό φαρμάκι
να το πιω κι απ την καρδιά μου
να σου ευχηθώ

Καλή τύχη γεια χαρά σου
μην πετάς τα όνειρά σου
μην τα βρω ποτέ στο δρόμο
και σε λυπηθώ

Μου φτάνουν οι παλιές πληγές

Βαθιά πληγή, παλιά πληγή  μονάκριβη δική μου
την ξεριζώνω απ' την καρδιά φυτρώνει στην αυλή μου

Ανθίζει καταχείμωνο που οι φωνές κοπάζουν
έχει τη φυλωσια πυκνή και νύχια που χαράζουν

Αγάπημενα πρόσωπα
αγαπημένα μάτια
έρχονται σαν τα κύματα
και αφήνουν κατακάθια

Μαραίνεται απ' το γέλιο μου πίνει απ' τα δάκρυα μου
έρχεται στις παρέες μου και κλέβει τη μιλιά μου

Βαθιά πληγή, παλιά πληγή πες μου τι να κοιτάξω
να μπω σε κόσμο σκοτεινό ή πάλι να αγκαλιάσω

Αγάπημενα πρόσωπα
αγαπημένα μάτια
έρχονται σαν τα κύματα
και αφήνουν κατακάθια

Πώς δημιουργήθηκαν οι πεταλούδες.Ινδιάνικος Μύθος της φυλής Papago

Κάποια μέρα ο Δημιουργός, ξεκουραζόταν και καθισμένος κοιτούσε μερικά παιδιά που έπαιζαν σε ένα χωριό, γελώντας και τραγουδώντας. Καθώς τα κοιτούσε άρχισε να σκέφτεται ότι τα παιδιά αυτά κάποια στιγμή θα γεράσουν. Το δέρμα τους θα ζαρώσει. Τα μαλλιά τους θα γκριζάρουν. Τα δόντια τους θα πέσουν. Τα αξιολάτρευτα κοριτσάκια μεγαλώνοντας θα γίνουν άσχημες γριές γυναίκες. Αλλά ακόμα και τα παιχνιδιάρικα κουτάβια θα γίνουν γέρικοι, τυφλοί και ψωριάρικοι σκύλοι.Τα τόσο όμορφα λουλούδια θα μαραθούν. Κι αυτά τα φύλλα από τα δέντρα θα πέσουν και θα ξεραθούν. Αυτά σκεφτόταν ο Δημιουργός και γινόταν όλο και πιο λυπημένος. Ήταν φθινόπωρο και η σκέψη του χειμώνα, που ακολουθούσε, του βάραινε την καρδιά.
Ο καιρός βέβαια ήταν ακόμα ζεστός και ο ήλιος έλαμπε. Ο Δημιουργός παρατήρησε το παιχνίδισμα του φωτός στο έδαφος και τα κίτρινα φύλλα που τα παρέσυρε ο άνεμος εδώ κι εκεί.Κοίταξε το γαλάζιο του ουρανού, το λευκό του καλαμποκάλευρου και ξαφνικά  χαμογέλασε. Όλα αυτά τα χρώματα, σκέφτηκε, πρέπει να διατηρηθούν. Θα φτιάξω κάτι που θα με κάνει χαρούμενο, κάτι που θα το βλέπουν τα παιδιά και θα διασκεδάζουν.
Έτσι ο Δημιουργός πήρε την τσάντα του και άρχισε να μαζεύει χρώματα: μια ηλιαχτίδα, μια χούφτα μπλε του ουρανού,λευκό από το καλαμποκάλευρο, λίγη σκιά από τα παιδιά που έπαιζαν, μαύρο
από τα όμορφα μαλλιά ενός κοριτσιού, κίτρινο από τα φύλλα που έπεφταν, πράσινο από τις πευκοβελόνες, κόκκινο, μωβ και πορτοκαλί από τα λουλούδια. Αφού τα έβαλε όλα αυτά, στην τσάντα του, πρόσθεσε και τα τραγούδια των πουλιών.
Τότε περπάτησε ως το σημείο που έπαιζαν τα παιδιά και τους είπε: «Παιδιά, αυτό είναι για εσάς», τους έδωσε την τσάντα και συνέχισε «Ανοίξτε το, υπάρχει κάτι όμορφο μέσα».
Τα παιδιά άνοιξαν την τσάντα και τότε εκατοντάδες πολύχρωμες πεταλούδες ξεχύθηκαν έξω από αυτήν, πέταξαν χορεύοντας γύρω από τα παιδιά, κάθισαν λίγο στα μαλλιά τους και
ξανασηκώθηκαν πετώντας κατά κύματα από το ένα λουλούδι στο άλλο. Τα παιδιά γοητευμένα από το θέαμα, είπαν ότι δεν είχαν ξαναδεί κάτι τόσο όμορφο. Τότε οι πεταλούδες άρχισαν να τραγουδάνε, ενώ τα παιδιά τις χάζευαν χαμογελώντας.
Καθώς γίνονταν όλα αυτά, ένα πουλί ήρθε πετώντας και κάθισε στον ώμο του Δημιουργού, λέγοντας του: «Δεν είναι σωστό, που έδωσες τα τραγούδια μας σε αυτά τα όμορφα νέα πλάσματα. Όταν
μας δημιούργησες, μας είπες ότι κάθε πουλί θα έχει το τραγούδι του. Τώρα  έδωσες και αλλού αυτά τα τραγούδια. Δεν είναι αρκετό που έδωσες στα πλάσματα αυτά, τα χρώματα του ουράνιου τόξου;»
«Έχεις δίκιο», είπε ο Δημιουργός «έδωσα σε κάθε πουλί από ένα τραγούδι και δεν έπρεπε να σας πάρω ότι σας ανήκει».
Έτσι πήρε πίσω τα τραγούδια από τις πεταλούδες και γι’ αυτό από τότε εκείνες είναι σιωπηλές.
«Ακόμα και έτσι είναι όμορφες» είπε ο Δημιουργός χαζεύοντας τις.

Σ.Κ
(Από το matia.gr)

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι.Ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο



Μια κάτασπρη τουρίστρια τα 'φτιαξε με τον ήλιο.
Κοιμήθηκε μαζί του μέρες μήνες,σκούρυνε, αφομοιώθηκε απ' το τοπίο.
τώρα οι δικοί της την αναζητούν μέσω του Ερυθρού Σταυρού

Ένας παππούς που έκανε αμμόλουτρα ξεχάστηκε θαμμένος μες την άμμο
Όταν τον θυμηθήκανε μετά από μέρες σηκώσαν το καπέλο του, δεν ήταν από κάτω.

Ένα παιδί δαρμένο έγινε αχινός.
"Αν τους βαστάει τώρα ας με ξαναδείρουν", είπε
πήρανε ο μπαμπάς κι η μαμά μαχαίρι και πηρούνι και χωρίς να τρυπηθούν, του φάγαν την καρδιά....

Βαθιά, ένα καράβι έμενε ακίνητο
ακίνητο ένα καλοκαίρι
φυσούσαν άνεμοι, φουσκώναν τα πανιά
δεν έλεγε να φύγει, τι περίμενε, τι περίμενε
κανείς δεν ξέρει

Ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
ήταν ωραίο αλλά και επικίνδυνο
κανείς δεν ξέρει
ήταν ωραίο αυτό το καλοκαίρι
κανείς δεν ξέρει

Μέρα πρώτη.Καληνύχτα.....

Ετούτη τη νύχτα δε θέλω κανένα
Ετούτη τη νύχτα δε θέλω ψυχή
Ετούτη τη νύχτα περιμένω εσένα
και για ότι γίνει θα φταις ε- σύ

Και ξέρω πως τώρα θ' αρχίσω να πίνω
και ξέρω σε λίγο πως θα είμαι στουπί
πως θα 'μαι πια λιώμα και ακόμα θα πίνω
και για ότι γίνει θα φταις εσύ

Ετούτη τη νύχτα δεν ξέρω τι κάνω
Ετούτη τη νύχτα σε θέλω πολύ
Ετούτη τη νύχτα μπορεί να πεθάνω
και για ότι γίνει θα φταις εσύ

Μην απελπιζεσαι.....

Μην απελπίζεσαι και δε θ' αργήσει
κοντά σου θα 'ρθει μια χαραυγή
καινούργια αγάπη να σου ζητήσει
κάνε λιγάκι υπομονή

Διώξε τα σύννεφα απ' την καρδιά σου
και μες το κλάμα μην ξαγρυπνάς
τι κι αν δε βρίσκεται στην αγκαλιά σου
θα 'ρθει μια μέρα μην το ξεχνάς





Γλυκοχαράματα θα σε ξυπνήσει
και ο έρωτας σας θ' αναστηθεί
καινούργια αγάπη θα ξαν' αρχίσει
κάνε λιγάκι υπομονή

Φύγε πριν πληγωθείς μακριά μου να σωθείς και ας πονέσει




Με τ' ουρανού τα ντέρτια κι αν πηγαίνω μικρή να μου συμπαθείς
σαν την παλιά παρέα συνεπαίρνει και πως να την αρνηθείς
Θέλω να σου μιλήσω γιά χαμένες πατρίδες αλλοτινές
προτού γενούν κι εκείνες παραμύθια και θύμησες μακρινές

Πατρίδα αλαργινή
ρίχνει με το σταμνί
μακρύς χειμώνας

Σκέψου περβόλιν όμορφο κι ονειρεμένο τόπο
που η κάθε βιόλα μύριζε με το δικό της τρόπο

Φύσα Βοριά το Νότο κι ως το γλέντι μας έφταξ' ο στεναγμός
με δάκρυα γεμάτος είναι ο πρώτος μεγάλος μας ποταμός
Ανατολή και Δύση και μουρμούρι π' ακούγεται σα λυγμός
άγιο αίμα έχει μες στα στήθια του ο άλλος μας ποταμός

Μιαν ανοιχτή πληγή
κάθε κομάτι γη
όταν ξεχνιέται

Λίγο μεράκι της καρδιάς δώσε ν' αντέξει ακόμη
κι όλοι οι καιροί το δέρνουνε τούτο το σταυροδρόμι

Ώρες νεκρές σαπίζουν μες σε σπίτια που μοιάζουνε με κελιά
και μαγικές εικόνες μας κλειδώσαν τη σκέψη και τη μιλιά
Φιδοσυρμός ο κόσμος και πηγαίνει καλή μου χωρίς σκοπό
φοβούμαι μη σε πάρει, άκουσέ με μικρή μου που σ' αγαπώ

Ψεύτικοι οι θεοί
τα θαύματα και οι
γιορτές παζάρια

Πολύχρωμα, φανταχτερά, μα ψεύτικα ταξίδια
που δεν αλλάζουν τίποτα κι όλα απομένουν ίδια

Δε με τρομάζει ο χρόνος καβαλάρης μικρή μου κι ανέ περνά
μόνο σαν παίρνει φίλους την καρδιά μου ραΐζει και με γερνά
Όσα ζευγάρια μάτια έχω ζήσει και πιά δεν ξαναθωρώ
τόσα ζωής κομάτια έχω αφήσει στο δρόμο που προχωρώ

Το τέλος παγερό
μοιάζει με τον καιρό
η μοναξιά μας

Δεν ειν' το δάκρυ το στερνό γιά κείνον που ποθαίνει
μα γιά θανάτους εκατό κρυφούς δικούς μας βγαίνει

Εγώ 'μαι ένας ξένος κι όσα αγάπησα κι έχουνε πιά χαθεί
τά 'χω ακριβοφυλάξει στης καρδιάς μου τον τόπο τον πιό βαθύ
Το προσωπάκι γείρε κι αφουγκράσου στο στήθος μου μιά καρδιά
με του Γενάρη μοιάζει την πιό άγρια και σκοτεινή βραδιά

Φύγε πριν πληγωθείς
μακριά μου να σωθείς
και ας πονέσει

Θα πουν γιά με πως ήμουνα στο τέλος του χειμώνα
λουλούδι που δεν άντεξε στο γύρισμα του αιώνα

Όλα είν’ εκεί, εκεί υπάρχουν όλα μες το κλειστό δωμάτιο όλα ή τίποτα.

“Μες στο κλειστό δωμάτιο, μπορείς να βρεις
ό,τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς,
και ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες
κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό.
Όλα είν’ εκεί, εκεί υπάρχουν όλα
μες το κλειστό δωμάτιο όλα ή τίποτα.
Αγάλματα Θεών λησμονημένων
και της Ελένης το πουκάμισο.





Όλα είν’εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες
Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεσθημανή
τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως
το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους
το ψύχος το δριμύ των χωρισμών, των χωρισμών.
Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας
σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν
και μαγικά τοτέμ απ’ άγνωστες φυλές
Κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά
θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά
κι αόρατη ομορφιά.
Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα
αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τα αγγίξεις
Μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους
Αρκεί να πας, αρκεί να πας ολάνοιχτος
γυρεύοντας τα.”
Ποίηση: Λένα Παππά

Στέρεο Νόβα : Το ταξίδι της φάλαινας

Ζεστό καλοκαίρι, κρατάς ακόμα
κίτρινο αέρα φυσάει ένα μεγάλο στόμα
απ' το ραδιόφωνο οι εκφωνητές ασκούν υπεροχή
ανασταίνουν και θάβουν χωρίς καμιά διακοπή
ασταμάτητα κανάλια τρώνε το μυαλό μας
έχουμε χάσει τόσα που δεν ξέρουμε τι είναι δικό μας
οι φτωχοί ξέρω πως είναι περισσότερο φτωχοί
κι οι πλούσιοι βαριούνται την τρελή τους ζωή
μέσα από έντυπα μας καλούν να ζήσουμε μια άλλη ζωή
μα είναι ζωή αυτή;
όταν μια οικογένεια ζει μ' ένα μισθό εκατό χιλιάδες
οι τύραννοι χαϊδεύουν κοιλιές μεγάλες
και δεν είναι μόνο αυτό, μας κυνηγούν χιλιάδες μάρκες
έξτρα φόροι, έξτρα Φ.Π.Α., έξτρα σκατά
κι ένας πόλεμος δίπλα μας που κανείς δεν τον σταματά
και κανείς δε διακινδυνεύει
η αγάπη μάς διαφεύγει
κι αντί γι' αυτό ψιθυρίζουμε διαφημίσεις
χρησιμοποιούμε το σεξ για ν' αποφύγουμε τις σχέσεις
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες

Σαν κατεψυγμένα κρέατα πουλιούνται τα πρότυπα
ταυτιζόμαστε με ήρωες κι αλλάζουμε πρόσωπα
πολύ αργά καταλαβαίνουμε πως ήταν σα μια στύση που πέφτει
ένα εκατομμύριο στερεότυπα που δεν έχουν πια καμιά γεύση
με κάνουν ν' απορώ πώς στεκόμαστε αδιάφοροι στο ψέμα
γιατί χάνουμε χρόνο όταν μέσα μας τρέχει το αίμα
σαν οδοντόπαστες λιώνουμε μπροστά απ' την τηλεόραση
κοιτάμε εικόνες έχοντας χάσει την αρχική όραση
κοιτάζοντας τα ιδρωμένα πρόσωπα κάθε γλείφτη
καθαρίζουμε φρούτα για να διατηρούμε την αργή μας σήψη
καθαροί στρέιτ γιάπις διασχίζουν λεωφόρους
περήφανα στήνουν το μέλλον με δικούς τους όρους
σαν έξυπνοι βλάκες φέρνουν τη ντροπή της εκπαίδευσης
κι από μια περιστρεφόμενη θέση καμαρώνουν γι' αυτή τη δικαίωση
το 2000 η μόδα θα τους θέλει ντυμένους με δερμάτινα
πιο γυμνασμένους
να κυβερνούν κατώτερα όντα άτιμα
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ μου τα χάλασες





Στην πίστα του αεροδρομίου έχει νυχτώσει
ένα εκατομμύριο αστέρια φωτίζουν ό,τι μ' έχει πληγώσει
ένας φίλος μου απόψε εγκαταλείπει αυτή τη χώρα
κατά βάθος λυπάται μα δε βλέπει και την ώρα που η ζωή του θ' αλλάξει
όταν τ' αεροπλάνα πετάνε
η γη απλώνεται και οι άνθρωποι ξεχνάνε
είναι τρομέρο το θέαμα
η αίσθηση αυτή ότι πετάς
δεν έχω άλλη εκλογή
ένα κίτρινο ταξί περιμένει
φυσάει, θα χειμωνιάσει
δύο ώρες και ξημερώνει
συννεφιασμένη Κυριακή
πρώτη μέρα του χειμώνα
σκέφτομαι τους πιο σημαντικούς ανθρώπους αυτού του αιώνα
απ' το δεξί καθρεφτάκι ο κόσμος μένει πίσω
ποτέ δεν είχα τίποτα κι απόψε θέλω να σε φιλήσω
να μείνεις στα μάτια μου σαν άδειο τοπίο
να κάνουμε έρωτα στο αστεροσκοπείο
κουλουριασμένοι σα μπάλα να εκτοξευθούμε
μέχρι που ειρηνικά στο διάστημα να κοιμηθούμε
κι απ' το ταξίδι της φάλαινας είμαστε τόσο μακριά
σ' ένα παιδικό τραγούδι το μυαλό μου ξυπνά
κι ακούω τα πλοία να διασχίζουν τις θάλασσες
είχα τόσα ωραία πράγματα κι εσύ...

Έχω φύγει.....

Δε μετάνιωσα ποτέ για όσα άφησα να φύγουν
Πες μου ρε φίλε, τότε γιατί στιγμές μου με πνίγουν
Δεν άπλωσα το χέρι σ’ όσα μ’ είχαν προδώσει
ούτε ζήτησα απ’ το παρελθόν ποτέ να με γλιτώσει
Έστηνα πάντα την τύχη μου στα ραντεβού μας
Εγώ κι οι στίχοι μου δεν είχαμε ποτέ το νου μας
Χαρίζαμε ελπίδα, ενώ φαινόταν η παγίδα
Φτιάξαμε ουρανό στη σκηνή κάθε σανίδα
Για να νοιώθουν αστέρια όλοι όσοι πατάνε
να φεύγουνε γι αλλού όσο τραγουδάνε
 
Κι εσύ ψυχή μου με ρωτάς για ποιόν ακόμα φωνάζω
για ποιόν γελάω δυνατά, και ποιόν τρομάζω
Για ποιόν λαό, για ποιόν θεό, για ποιους αγώνες
Για ποια αδέλφια, ποιους χειμώνες, ποιες εικόνες
Τι να τα κάνω όλα αυτά, που φτύσαν πάνω στ’ όνειρό μου
Αυτά που αποτελειώσανε το λαβωμένο ξωτικό μου
Κι όσα με ξενερώνουν στο μεθύσι μου πάνω
σαν τα κερνάω ξεθυμάνανε, τι να τα κάνω
Καρδιά μου, άλλαξες χρώμα, μπήκε νερό στο κρασί μου
Στέλνεις το δάκρυ σου στην πιο κρυφή πληγή μου
Μα εγώ δε βγάζω μιλιά, ρίχνω χαστούκια στο χρόνο
για να τρέξει πιο πολύ, για μένα μόνο
Να τελειώνω, δε θέλω από κανένα γιατρειά
Θέλω να φύγω μακριά
Βρήκα νερό στο κρασί μου, γι αυτό δεν πίνω γουλιά
Είναι κρυφή η πληγή μου, γι αυτό δεν βγάζω μιλιά
Βρήκα στο ψέμα μου αλήθεια, γι αυτό το παίρνω αγκαλιά
και πριν μου γίνει συνήθεια, θα ’χω φύγει μακριά
Και πάω στοίχημα, από κει δεν θ’ ακούγονται οι φωνές
Δεν θα πιάνουνε τόπο οι κατάρες κι οι ευχές
Δεν θα γιορτάζει ο φόβος με την λήθη στην άκρη
κάθε χαμένο ελιγμό μας και κάθε άδικο δάκρυ
Δεν θα ψάχνω αγάπη σε μάτια τρομαγμένα
και για πρώτη φορά θα φταίω μόνο εγώ για μένα
Θα κάνω πλάκα στο αιώνιο σοβαρό μου
Θα στήνω φάρσα στο πιο μίζερο εγώ μου
Θα το βουλώνω, τη σιωπή για ν’ ακούω παντού
θα κρατάω λίγη ντροπή δώρο του λυτρωμού
θα καλοπιάνω τις τύψεις με ένα καινούριο μου λάθος
θα αφήνω ψέμα να μοιάζει με πάθος
Και θα χαζεύω της μοναξιάς τα καμώματα
Δε θα γυρεύω συντροφιά τα ξημερώματα
Θα βάψω αλλιώς το γαλάζιο τ’ ουρανού εκεί πάνω
τώρα μου φαίνεται ότι φτάνω
Θα πάρω όμως μαζί μου μια ανάσα φυλακτό
να μη μ’ αφήσει κι από μένα να κρυφτώ
Και πριν το μίσος μου για πάντα κάπου αράξει
να αφήσω όπου πρέπει, όλα όσα έχω τάξει
(Active member "θα εχω φυγει μακρια")