Η φωνή μου είναι το μόνο πού 'χει μείνει, ταξιδεύει κουβαλώντας μοναξιά



Ξαναβλέπω τη ζωή μου φοβισμένη,
τα κομμάτια μου μαζεύω απ΄ την αρχή
ό,τι άντεξε από μένα ότι απομένει
ακουμπάει σ' ένα τραγούδι σαν κραυγή.

Η φωνή μου είναι το μόνο πού 'χει μείνει,
ταξιδεύει κουβαλώντας μοναξιά
κι ό,τι πρόλαβα να δω πάει και το αφήνει
μες στο πλήθος που μας πήρε χωριστά.

Κι αφήνομαι στο πλήθος που μ' αρπάζει και μ' αλλάζει,
με γεννάει και με σκοτώνει και για λίγο ξαναζώ
και θέλω να σταθώ να μετρηθώ στήθος με στήθος,
μ' ό,τι έχω αγαπήσει, ότι ακόμα αγαπώ.

Κι η αγάπη που ήταν λίγη δυναμώνει με τυλίγει,
με γεννάει και με σκοτώνει και για λίγο ξαναζώ
και μόνη τριγυρνώ μέσα στο πλήθος που σκοτώνει
ό,τι ακόμα αγαπώ.

Ό,τι πρόλαβα να ζήσω στη ζωή μου,
το κρατώ και το φωνάζω δυνατά
και το πλήθος την αρπάζει τη φωνή μου
και κρατάει αναμμένη τη φωτιά.

Μα ψάχνω μες στο πλήθος που με σπρώχνει και με διώχνει,
με πονάει και με ματώνει, πρέπει να σε ξαναβρώ
μα δεν υπάρχεις πια γιατί το πλήθος μας χωρίζει,
δεν σε φτάνει η φωνή μου, δεν σε αγγίζει η κραυγή.

Και σφίγγω την γροθιά μου και φωνάζω και σπαράζω,
με τυλίγει η μοναξιά μου και το πλήθος τραγουδά
και μόνη τριγυρνώ μέσα στο πλήθος που σκοτώνει
ό,τι έχω αγαπήσει, ότι ακόμα αγαπώ.

Στίχοι: Michel Rivgauche,Μουσική: Angel Cobral

Καληνύχτα,για φαντάσου να ακούς τα βήματά σου



Καληνύχτα,γεια χαρά,
θα σε κρύψω σε μια στιγμούλα
και κανείς δε θα σε βρει
ίσως,ούτε και εσύ.

Ποιος θα βρει στο πέλαγο
μια μικρούλα,αχ,φυσαλίδα
που χορεύει στο νερό
ίσως,ούτε και εγώ.

Καληνύχτα,για φαντάσου
να ακούς τα βήματά σου
και να νιώθεις ότι τρέχω
πάνω τους κι εγώ,
καληνύχτα, για φαντάσου
να ακούς τα βήματά σου
και να νιώθεις ότι τρέχω
πάνω τους κι εγώ,πάνω τους κι εγώ.

Πώς αντέχει η σιωπή
δίχως τη δική σου φωνούλα
που τρεμάμενη ηχεί
σαν δε βρίσκει τι να πει.

Ποιος θα βρει στο πέλαγο
μια μικρούλα,αχ,φυσαλίδα
που χορεύει στο νερό
ίσως,ούτε και εγώ.

Καληνύχτα,για φαντάσου
να ακούς τα βήματά σου
και να νιώθεις ότι τρέχω
πάνω τους κι εγώ,
καληνύχτα,για φαντάσου
να ακούς τα βήματά σου
και να νιώθεις ότι τρέχω
πάνω τους κι εγώ,πάνω τους κι εγώ.

Ο μήνας έχει δεκατρείς.....

Αλήθεια, που ζήσαμε, γιατί, συχνά, ξαναγυρίζουμε, άξαφνα,
και τότε ένα πρόσωπο άγνωστο στο δρόμο, ή στο βάθος μιας
κάμαρας, (που είναι κιόλας κλειδωμένη), στέκεται τόσο αβέβαια,
που το αναγνωρίζεις αμέσως, αφού και το σπίτι μας δεν ήτανε
ποτέ χτισμένο, μα έτοιμο να ξεκινήσει με τον πρώτο περαστικό,
κι οι αληθινοί μας πόνοι κλαίνε αλλού, και μόνο μας στέλνουν ένα
κλονισμένο βήμα, ή ένα κυπαρρίσι, ξαφνικά, καθώς περνάμε, όπως
η λύρα, που, πονετική το βράδυ, στο χέρι του τυφλού ακουμπάει
ένα τραγούδι,

όμως οι ονειροπόλοι περίμεναν στο βάθος κι η αιώνια
αναμονή τους, σχεδόν ορατή, τους σήκωνε, κι απο τον ένα κόσμο
πήγαιναν στον άλλον, με τα παλιά τους, φθαρμένα πανωφόρια, ώσπου
όταν βράδιασε (κ' ένα βράδυ είναι πολύ) έγειραν στο κικλίδωμα.
Ήμουνα ξανά μονάχος, κι αχ, ήτανε πολλά στον ουρανό τ' αστέρια,
και δεν ήθελα, θέ μου, να πεθάνω....

Τάσος Λειβαδίτης
"Σκοτεινή πράξη"