Τετάρτη 18 Αυγούστου 2010

Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα.....

Η νύχτα απόψε με τραβά μέσα σε σκοτεινά νερά
μες σε δωμάτια λευκά που χα ξεχάσει πως υπάρχουν τόσα χρόνια
Τη νοιώθω κλέβει τη φωνή ,μου ξεριζώνει την ψυχή
Και με τραβά η νύχτα αυτή εκεί που μένει η λησμονιά η θλίψη η αιώνια

Ό,τι και αν σου πω δεν είμαι εγώ, τρέμω σα φύλλο στην καταιγίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα
Όπου κι αν κοιτώ ένα κενό ,στην αγκαλιά σου η μόνη ελπίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα

Ξέρω φαινόμουν δυνατός σε ξεγελούσα δυστυχώς
Είχα πιστέψει πως αν έκρυβα τους φόβους θα τους νίκαγα στ αλήθεια
Όλους τους έδιωχνα μακριά , φίλους που μ ήξεραν καλά
Η νύχτα ερχόταν κι εγώ έπεφτα σιγά σιγά στην ίδια την παγίδα

Ό,τι και αν σου πω δεν είμαι εγώ ,είμ'ένα φύλλο στην καταιγίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα
Όπου κι αν κοιτώ ένα κενό ,στην αγκαλιά σου η μόνη ελπίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα

Τώρα οι δρόμοι στενέψαν τα δάκρυα στερέψαν
κι ό,τι έχει μείνει είναι δω στη δική σου αγκαλιά
κράτησέ με γιατί η νύχτα είναι κοντά
μη μ' αφήσεις να φύγω πιστεψέ σε λίγο
το σκοτάδι θα 'ρθει θα με θέλει δικό του ξανά
κράτησέ με γιατί η νύχτα είναι κοντά

Ό,τι και αν σου πω δεν είμαι εγώ ,τρέμω σα φύλλο στην καταιγίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα
Όπου κι αν κοιτώ ένα κενό ,στην αγκαλιά σου η μόνη ελπίδα
Μη μ αφήσεις να χαθώ στη νύχτα

Στίχοι & μουσική: Δρογώσης Στάθης

Ο πρίγκιπας που ερωτεύτηκε την όμορφη Τσιγγάνα



Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν σαράντα οικογένειες Τσιγγάνοι που ταξίδευαν όλο το χρόνο, σε όλη την Ελλάδα. Μια μέρα, είδαν ένα μεγάλο λιβάδι και αμέσως έστησαν εκεί τα τσαντίρια τους. Το λιβάδι αυτό ανήκε στο βασιλιά και ήταν μπροστά στο παλάτι του. Οι Τσιγγάνοι, αφού έστησαν τα τσαντίρια τους κοιμήθηκαν και το πρωί άρχισε το γλέντι. Οι άντρες παίζανε μουσική και τα κορίτσια χορεύανε. Ο βασιλιάς ξύπνησε απ’ τη φασαρία και βγήκε στο παράθυρο να δει τι γίνεται. Μόλις είδε τους Τσιγγάνους, θύμωσε πολύ και φώναξε αμέσως το γιο του να πάει να τους διώξει. Ο πρίγκιπας πήρε το άλογό του και τρεις στρατιώτες και πήγε στους Τσιγγάνους. -«Ποιος σας έδωσε το δικαίωμα να στήσετε εδώ τα τσαντίρια σας; Μαζέψτε τα γρήγορα και φύγετε!» τους είπε. Οι Τσιγγάνοι τρομαγμένοι δεν ήξεραν τι να κάνουν, ώσπου μια όμορφη Τσιγγάνα βγήκε μπροστά και είπε στο βασιλόπουλο: «Άρχοντά μου, εσύ που είσαι τόσο όμορφος και νέο παλικάρι, θα έπρεπε λίγο να σκεφτείς αυτά που λες. Εδώ υπάρχουνε πολλά παιδιά και γέροι κι είναι πολύ δύσκολο να τα μαζέψουμε. Δώσε μας τουλάχιστον μια μέρα καιρό και θα φύγουμε». Ο πρίγκιπας μόλις την είδε κατέβηκε από το άλογό του και της είπε πως μπορούν να μείνουν όσο θέλουν κι ότι κανένας πια δεν θα τους διώξει. Κι ύστερα γύρισε στο παλάτι.



Ο πρίγκιπας ερωτεύτηκε αμέσως την Τσιγγάνα και κάθε μέρα έβγαινε στο μπαλκόνι του παλατιού και την έβλεπε που χόρευε. Όμως ο βασιλιάς έστειλε έναν υπηρέτη κι έδιωξε τους Τσιγγάνους χωρίς να το ξέρει ο γιος του. Ο πρίγκιπας ξύπνησε το άλλο πρωί, άνοιξε το παράθυρό του για να δει την αγαπημένη του, αλλά δεν υπήρχε κανείς, ούτε Τσιγγάνοι ούτε τσαντίρια. Έτρεξε γρήγορα στον πατέρα του να μάθει τι έγινε κι ο βασιλιάς του είπε την αλήθεια. Τότε ο πρίγκιπας ζήτησε απ’ τον πατέρα του να του δώσει μερικούς στρατιώτες να πάει να βρει την όμορφη Τσιγγάνα γιατί, αν δεν την έβλεπε, θα πέθαινε απ’ την αγάπη του για κείνη. Ο βασιλιάς, θυμωμένος, του είπε πως αν πάει να βρει την Τσιγγάνα δεν θα τον γνώριζε πια για γιο του και ότι υπάρχουνε τόσες κοπέλες της τάξης του να παντρευτεί κι όχι μια Τσιγγάνα που όλο το χρόνο γυρίζει από δω κι από κει. Ο πρίγκιπας δεν έδωσε σημασία στα λόγια του βασιλιά, πήρε μερικούς στρατιώτες και κίνησε να την βρει.



Μέρες και νύχτες έψαχνε, πέρασε πόλεις και χωριά, ρώτησε παντού, αλλά κανένας δεν ήξερε να του πει πού είναι. Απελπισμένος ο πρίγκιπας σκεφτόταν τι να κάνει, όταν είδε να περνάει ένας γανωτζής. Τον ρώτησε αν είδε 40 οικογένειες Τσιγγάνους και ο γανωτζής του είπε πως τους είδε κι ότι σταμάτησαν για λίγο στο ποτάμι να πλύνουν και μετά θα ‘φευγαν. Ο πρίγκιπας τον ευχαρίστησε κι έτρεξε στο ποτάμι. Βρήκε την όμορφη Τσιγγάνα να πλένει, πήγε κοντά της και της είπε: «Θέλει αν με παντρευτείς;» -«Ναι» του απάντησε εκείνη, γιατί κι αυτή τον είχε ερωτευτεί. Ο πρίγκιπας αποφάσισε τότε να μείνει κοντά της κι έστειλε τους στρατιώτες πίσω στο παλάτι. Όταν τους είδε ο βασιλιάς, τους ρώτησε πού είναι ο γιος του. Εκείνοι του είπαν το και το και πως καλά έκανε το βασιλόπουλο κι έμεινε μαζί της, γιατί η Τσιγγάνα είναι πολύ όμορφη. Ο βασιλιάς έδωσε διαταγή να πάνε να τους φέρουνε στο παλάτι να δει κι αυτός τη νύφη του, που όλοι λέγαν πως είναι τόσο όμορφη. Έτσι κι έγινε. Οι άνθρωποι του βασιλιά φέρανε στο παλάτι τον πρίγκιπα και την Τσιγγάνα. Μόλις την είδε ο βασιλιάς, είπε ότι στ’ αλήθεια είναι πολύ όμορφη κι είχε δίκιο ο γιος του που την αγάπησε και χαλάλι του να την παντρευτεί. Τους πάντρεψε ο ίδιος και ζήτησε από όλους τους Τσιγγάνους να μείνουν στο βασίλειό του και να τους φτιάξει σπίτια. Όμως οι Τσιγγάνοι δεν δέχτηκαν και του είπαν: «Τα πουλιά δεν μένουν στα κλουβιά, θέλουν να είναι ελεύθερα και χαρούμενα, το ίδιο και εμείς». Μείνανε λίγο καιρό στο βασίλειο, χαιρέτησαν την όμορφη Τσιγγάνα και έφυγαν για το ταξίδι τους, για πού κι οι ίδιοι δεν ξέρουν. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς εδώ καλύτερα.



Το διηγήθηκε ο Βάιος Καλλιώρας απο τους Σοφάδες, στη Ζωή Καλλιώρα. Το άκουσε από τη μητέρα του όπως και πολλά άλλα παραμύθια, που τα διηγείται στα τσιγγανόπαιδα της περιοχής. (αναδημοσίευση από εδώ)

Ε, το λοιπόν, ο,τι και να είναι τ' άστρα, εγώ τη γλώσσα μου τους βγάζω.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους, θα φωνάξεις, τα χείλια σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
το πρόσωπό σου θα ματώσει από τις σφαίρες μα ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου μια πετριά στα τζάμια των πολεμοκάπηλων
κάθε χειρονομία σου σα να γκρεμίζεις την αδικία.
Και πρόσεξε: μη ξεχαστείς ούτε στιγμή.
Έτσι λίγο να θυμηθείς τα παιδικά σου χρόνια
αφήνεις χιλιάδες παιδιά να κομματιάζονται την ώρα που παίζουν ανύποπτα στις πολιτείες
μια στιγμή αν κοιτάξεις το ηλιοβασίλεμα
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται στην νύχτα του πολέμου
έτσι και σταματήσεις μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα θα γίνουν στάχτη κάτω απ΄τις οβίδες.
Δεν έχεις καιρό
δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί ν' αφήσεις τη μάνα σου, την αγαπημένη ή το παιδί σου.
Δε θα διστάσεις.
Θ' απαρνηθείς την λάμπα σου και το ψωμί σου
θ' απαρνηθείς τη βραδινή ξεκούραση στο σπιτικό κατώφλι
για τον τραχύ δρόμο που πάει στο αύριο.
Μπροστά σε τίποτα δε θα δειλιάσεις και ούτε θα φοβηθείς.
Το ξέρω, είναι όμορφο ν' ακούς μια φυσαρμόνικα το βράδυ, να κοιτάς εν' άστρο, να ονειρεύεσαι
είναι όμορφο σκυμμένος πάνω απ΄ το κόκκινο στόμα της αγάπης σου
να την ακούς να λεει τα όνειρα της για το μέλλον.
Μα εσύ πρέπει να τ' αποχαιρετήσεις όλ' αυτά και να ξεκινήσεις
γιατί εσύ είσαι υπεύθυνος για όλες τις φυσαρμόνικες του κόσμου, για όλα τ' άστρα, για όλες τις λάμπες και για όλα τα όνειρα
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί να σε κλείσουν φυλακή για είκοσι ή και περισσότερα χρόνια
μα εσύ και μες στη φυλακή θα θυμάσαι πάντοτε την άνοιξη, τη μάνα σου και τον κόσμο.
Εσύ και μες απ' το τετραγωνικό μέτρο του κελιού σου
θα συνεχίζεις το δρόμο σου πάνω στη γη.
Κι όταν μες στην απέραντη σιωπή, τη νύχτα
θα χτυπάς τον τοίχο του κελιού σου με το δάχτυλο
απ' τ' άλλο μέρος του τοίχου θα σου απαντάει η Ισπανία.
Εσύ, κι ας βλέπεις να περνάν τα χρόνια σου και ν' ασπρίζουν τα μαλλιά σου
δε θα γερνάς.
Εσύ και μες στη φυλακή κάθε πρωί θα ξημερώνεσαι πιο νέος
αφού όλο και νέοι αγώνες θ' αρχίζουμε στον κόσμο
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.

Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αποβραδίς στην απομόνωση θα γράψεις ένα μεγάλο τρυφερό γράμμα στη μάνα σου
θα γράψεις στον τοίχο την ημερομηνία, τ' αρχικά του ονόματός σου και μια λέξη: Ειρήνη
σα νάγραφες όλη την ιστορία της ζωής σου.
Να μπορείς να πεθάνεις ένα οποιοδήποτε πρωινό
να μπορείς να σταθείς μπροστά στα έξη ντουφέκια
σα να στεκόσουνα μπροστά σ' ολάκερο το μέλλον.
Να μπορείς, απάνω απ' την ομοβροντία που σε σκοτώνει
εσύ ν' ακούς τα εκατομμύρια των απλών ανθρώπων που τραγουδώντας πολεμάνε για την ειρήνη.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος