Σάββατο 21 Αυγούστου 2010

Καλή σου νύχτα και να μ' αγαπάς...

Με μάτια σπασμένα θλιμμένου παιδιού
Στέκεις εκεί στο κατώφλι του νου
Και οι αναμνήσεις που κρύβω βαθιά
Δεν ξέρω αν είναι κάτι που έχω
Ή κάτι που έχασα πια...

Καλή σου νύχτα
και να μ' αγαπάς...

Ό,τι θυμάσαι, λένε μέσα σου ζει
Ζει και τρυπάει σαν βελόνα πικρή
Πικρή σαν το γέλιο μεθυσμένου τρελού
Κάποιου πρεζάκια αρχαγγέλου
Στο βράχο του Λυκαβηττού

Καλή σου νύχτα
και να μ' αγαπάς...

Τι ώρα πήγε ποιος έχει φωτιά
Μίλα μου, είναι η σιωπή πιο βαριά
Πιο βαριά κι απ' τα φώτα
Πιο βαριά κι απ' τους καπνούς
Κι ένα κουρέλι τραγούδησε το τελευταίο του μπλουζ

Καλή σου νύχτα
και να μ' αγαπάς...

Στίχοι,Μουσική: Χρήστος Θηβαίος

Η σιωπή που γίνεται πριν απ τ αστροπελέκι

Κάθε τόσο Μας έρχονται καινούριες καραβιές γερόντοι
απ το Μοριά, απ τη Ρούμελη
Και πιο πάνω απ τα Τρίκαλα και τη Μακεδονία
Λιγνοί γερόντοι χοντροκόκκαλοι μάσπρα μουστάκια και φλοκάτες
Μυρίζουν σβουνιά και χωράφι
Μέσα στα μάτια τους βελάζουν τα πρόβατα του απόβραδου
Στα τσουλούφια τους κρέμονται οι σκιές των πλατανόφυλλων

Μιλάνε λίγο δεν μιλάνε καθόλου ωστόσο πότε πότε το βλέπεις
Πούχουν συμπεθεριάσει με τα ελάτια
Μια στιγμή που σηκώνουν τα μάτια απ το χώμα
Και τηράνε πίσω απ τους ώμους μας
Όταν γαλανίζει το βράδυ τις τέντες
Κι ο αγέρας μπλέκει τα μουστάκια του στο θυμάρι
Όταν ο ουρανός κατεβαίνει απ τα βράχια
Δρασκελώντας τη θύμηση με τις προκαδούρες των άστρων
κι ο θάνατος κόβει βόλτες αμίλητος έξω απ το συρματόπλεγμα,
τότες τους βλέπουμε που συνάζονται τρείς-τρείς, πέντε-πέντε,
σα στα παλιά τα χρόνια στις μπαρουταποθήκες του Μεσολογγιού

Και τότες πια δεν ξέρεις- έτσι συναγμένοι στον αυλόγυρο της βραδιάς
αξούριστοι, άλαλοι,
δεν ξέρεις πια, σαν ανάβουν τα τσακμάκια τους,
αν είναι ν ανάψουν το τσιγάρο τους
ή αν είναι ν ανάψουν το φιτίλι του δυναμίτη.

Τούτοι οι γερόντοι δε μιλάνε.
Τα παιδιά τους βγήκαν στο κλαρί.
Ετούτοι χώσαν την καρδιά τους στο βουνό
σαν ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Δίπλα στα μάτια τους έχουν ένα δεντράκι καλοσύνη,
ανάμεσα στα φρύδια τους ένα γεράκι δύναμη,
κι ένα μουλάρι από θυμό μες στην καρδιά τους
που δε σηκώνει τ άδικο
Και τώρα κάθονται εδώ στη Μακρόνησο
στο άνοιγμα του τσαντιριού, αγνάντια στη θάλασσα,
σαν πέτρινα λιοντάρια στη μπασιά της νύχτας,
με τα νύχια μπηγμένα στην πέτρα. Δε μιλάνε.

Κοιτάνε πέρα την αντιφεγγιά της Αθήνας,
κοιτάνε τον ποταμό του Ιορδάνη,
σφίγγοντας μια πέτρα στη χωματένια φούχτα τους,
σφίγγοντας μες στα μάτια τους τα σκάγια των άστρων,
σφίγγοντας μες στο φυλλοκάρδι τους μια δυνατή σιωπή,
εκείνη τη σιωπή που γίνεται πριν απ τ αστροπελέκι.

Έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος;

Έρμος και βαρύς στο μονοπάτι με το σακούλι άδειο κι ένα μωρό στην πλάτη.

Γυρνάω σαν τα φίδια και σαν τ’ αγριοπούλια και πίσω απ’ το βουνό ακούω νταούλια.

Και βλέπω την κοιλάδα μες το λιοπύρι και βλέπω το χωριό να 'τοιμάζει πανηγύρι.

Δίνω μια τρεχάλα ψηλά απ' τους λόφους να φτάσω στους μπαχτσέδες και στους ανθρώπους.

Τον ξέρω αυτόνα το χορό
και αυτή τη λάμψη τη στενή μες στον καθρέφτη την έχω ξαναδεί
γουστάρω ελεύθερη και πλούσια ζωή και χαιρετώ σας και φιλώ σας
όντα μικρά χρωματιστά μες στον καθρέφτη κλειδωμένα.

Το ξέρω αυτό το βουητό μες από στρογγυλές στοές
κι από πηγάδια σκεπασμένα μες από δάση μυστικά
προϊστορικά βαθιά στον πάγο φυλαγμένα
Έρχεται καταπάνω μου και με τυλίγει
φέρων το δάχτυλο στα χείλη.

Σσσ, σσσ.

Τι τρέχει;
Έγινε κατολίσθηση κι έπεσε κάνας βράχος;
Τα πλήθη ουρλιάζουν στις κερκίδες
ντέφια νταούλια κρόταλα χτυπολογούν στο βάθος.

Ανηφορίζουνε πομπές και μπαίνει ο μέγας τράγος
ο πρωταγωνιστής, μ’ ένα πριόνι.
Φοράει ντενεκεδένιο στέμμα κι ένα ζευγάρι παρωπίδες
ραντίζει με αίμα τις πέτρινες κερκίδες
κάνοντας το τοπίο να μεγαλώσει.

Ωχ, πηδώ χοροπηδώ κι έχω ένα τσίρκο ηλεκτρικό μες στο μυαλό μου
μες στο μυαλό μου που έχει όρια
και μια ελευθερία ζόρικια
αλίμονο μου.

Φίδι πίθηκος κι αϊτός με το δείπνο το μεγάλο θα τελειώσουμε το μπάλλο
φίδι πίθηκος κι αϊτός.

Αεω, αεηου
Ελευθερία ή θάνατος
ο κόσμος είν' αδιάβατος
κι ο χορός μου κάνει κύκλο
και με κλείνει από παντού.

Ήρθαν γύρω από την κρήνη
ένα τσούρμο θεατρίνοι
πήγα να τους δω κι εγώ
κι είδα μόνο τον αρχηγό τους
ματωμένο ξαπλωμένο
μες στο έρημο χωριό.

Σε τούτα τα Βαλκάνια σε τούτον τον αιώνα
συνάντησα τους φίλους μου μια νύχτα του χειμώνα,

Καθόντουσαν αμίλητοι σε κάτι βράχια
και σαν με είδαν να ’ρχομαι γουρλώσανε τα μάτια,

Γιατί όλο τούτο τον καιρό μ' είχαν για πεθαμένο
και πίνανε γλυκό κρασί ψωμάκι σιταρένιο.

Κι αφού με καλωσόρισαν κι αφού με βαρεθήκαν
κατάλαβαν την φάρσα μου και μ’ αρνηθήκαν.

Άσε τα θαύματα την μάσκα πέταξε
Εδώ είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε-γέλασε.

Μοιράζω το ψωμί σας δίνω το παγούρι
στα μάτια σας κοιτάζω και λέω ένα τραγούδι.

Και το τραγούδι λέει πως παίρνω την ευθύνη
πως είμαι αρχηγός σ' αυτό το πανηγύρι.