Δευτέρα 30 Αυγούστου 2010

Μια ιστορία απιστίας




Η ιστορία είναι του Νικόλα Παπανικολόπουλου και από το blog "ΑΝΕΜΟΣΚΟΡΠΙΣΜΑΤΑ"

Κάθε φορά που την έβλεπε, σκεφτότανε πόσο γρήγορα περάσανε τα χρόνια που είχε κι αυτός την ίδια ηλικία. Με μια στεναχώρια απέφευγε να κοιτάξει προς το μέρος της, από φόβο μην προδοθεί ο θαυμασμός του, και χάσει την καλή εικόνα του. Στο λεωφορείο έμπαινε δυο στάσεις πριν από εκείνη, πάντα την ίδια ώρα, και πάντα κατεβαίνανε στην ίδια στάση. Βαδίζανε τον ίδιο δρόμο, και εκείνη έστριβε ένα στενό πριν φτάσει στην εργασία του, άγνωστο για που. Στον γυρισμό δεν την έβλεπε, φαίνεται σχόλαγε πιο πριν ή πιο μετά. Όταν κάνεις κάθε μέρα την ίδια διαδρομή, χρόνια τώρα, σε μαθαίνουν κι οι πέτρες από όπου περνάς.Και συ μαθαίνεις εκείνους..Εκείνος γύρω στα τριανταπέντε. Και κείνη όχι πολύ μεγαλύτερη από τα είκοσι. Είχε μια σπάνια φρεσκάδα για άνθρωπο που μπαίνει σε πρωινό λεωφορείο για να πάει στην εργασία του, που δεν μπορούσε να αγνοήσει. Στο λεωφορείο των επτά, οι επιβάτες είναι συνήθως σκυθρωποί, αμίλητοι, σαν ρομποτάκια. Εκείνη όχι. Έλαμπε! Φορούσε σχεδόν πάντα χρώματα της άνοιξης.

Μια μέρα μίλαγε με ένα φίλο του. Ξεκινήσανε με στοίχημα στο τάβλι, μεζέ με μπύρα, και καταλήξανε να αναπολούνε τα παλιά.

_Θυμάμαι τότε που με κοίταζε στα μάτια και κρεμόταν από τα χείλη μου", είπε καθώς η αναδρομή είχε φτάσει πια στις μέρες μας."Ένα άγγιγμα στο γόνατο και παρέλυε... και τώρα... Να μη μας ακούσουνε τα παιδιά, αθόρυβα σα τους κλέφτες, πάντα με προγραμματισμό.... Με σκοτώνει αυτό.

_Φίλε μου, σε έχει σίγουρο. Εσύ φταις, που πας με τον σταυρό στο χέρι. Η γυναίκα πρέπει να φοβάται. Να ζηλεύει.

_Δηλαδή;

_Η σιγουριά σκοτώνει τον έρωτα. Το λένε και οι γιατροί.

_Κοίτα, δεν είμαι εγώ για τέτοια. Έχω δύο παιδιά, τι θα γίνει αν ακούσουνε κάτι;Αυτά τα πράγματα δεν κρύβονται για πολύ.

_Αν δεν τό΄χεις, μη το κάνεις. Το σημαντικό όμως, είναι αυτή να νομίζει πως το κάνεις...

Τις επόμενες μέρες, η σκέψη αυτή είχε τρυπώσει για τα καλά στο μυαλό του. Μία την απόρριπτε, μία ξανάπιανε τον εαυτό του να την επεξεργάζεται. Άρχισε να αλλάζει τις συνήθειές του. Μέρα παρά μέρα έξοδο, φρεσκοπλυμένος και καθαρός πάντα. Έκανε έναν γύρο τα μαγαζιά, χάζευε βιτρίνες, διάβαζε την εφημερίδα του στο παγκάκι... Στο καφενείο αραίωσε να πηγαίνει για να μην καρφώνεται. Κι όταν γυρνούσε, ξανά μπάνιο. Το είχε διαβάσει καθώς ξεφύλλιζε ένα cosmopolitan στο κομμωτήριο, πως τα συχνά μπάνια, και οι πιο συχνές έξοδοι, σημάδι είναι απιστίας. Πάντα με καθαρά ρούχα, και μάλιστα, πράγμα πρωτόγνωρο γι αυτόν, άρχισε να ψωνίζει ρούχα μόνος του, ανανεώνοντας έτσι την γκαρνταρόμπα του. Στο τέλος μάλιστα, άρχισε να το διασκεδάζει. Μέχρι που, έκανε και τον κουρασμένο όταν η σύζυγός του, έκανε προσπάθεια να τον αποπλανήσει... Αποπλάνηση στο σπίτι με τα παιδιά, δύσκολο να πετύχει, σκέφτηκε, αν και το μετάνιωσε που τόσο σκληρά φέρθηκε, όχι μόνο σ΄ εκείνη, μα και σε αυτόν. Όταν αυτό συνέβει, και παρόλο το σύνδρομο ενοχής, σκέφτηκε πως το σχέδιό του αρχίζει να δίνει καρπούς.Και συνέχισε.. Το αποκορύφωμα ήταν όταν αποφάσισε να γράψει ένα ερωτικό γράμμα, να θυμηθεί πως είναι... Και άρχισε να μυθοπλάθει. Τότε σκέφτηκε την κοπέλα στο λεωφορείο... Ναι! Αυτή μπορούσε να τον εμπνεύσει. Αγόρασε λοιπόν επιστολόχαρτο, κάθισε κάτω από τον ήλιο σε μια καφετέρια, και άρχισε να γράφει... Και τι δεν έγραψε... Για την μέρα που έβρεχε και μοιραστήκανε την ομπρέλα του, τις σύντομες συζητήσεις μέχρι να χωρίσουνε για την δουλειά, τον πρώτο καφέ , το σινεμά που πήγανε μαζί, και την κατάληξη μετά από τα ποτά τους σε ένα παθιασμένο φιλί που σημάδεψε την ζωή τους. Η φαντασία του του φανέρωνε πτυχές της ζωής του που θα μπορούσε να ήταν αληθινές, αν ... αν αυτός ήταν αλλιώς. Κάθε μέρα ταξίδευε και πιο πέρα, τα γραπτά του τα ένιωθε στο τέλος αληθινά. Και κάθε πρωί, έστρεφε πάντα το βλέμμα του από την άλλη...

Η σύζυγός του είχε φτάσει στα όρια υστερίας." Όχι", σκεφτόταν , "δεν θα προδοθώ. Δεν θα του δώσω τέτοια ικανοποίηση... Στο τέλος θα βαρεθεί και θα γυρίσει, ή ...." Δεν ήθελε καν να την σκέφτεται τόση αχαριστία. Τόσα χρόνια είχε εγκαταλείψει τον εαυτό της, για να γίνει χίλια κομμάτια.. Δουλειά, σπίτι, να σιδερώσει, να μαγειρέψει, να διαβάσει τα παιδιά... Κι αυτός ο αχρείος ούτε τα παιδιά του δεν σκεφτότανε. Εξαφανιζότανε ο αριστοκράτης, σενιαρισμένος καλά καλά, με τις πιο ανόητες δικαιολογίες.¨Πάω να παίξω τάβλι με τους φίλους" της είπε την τελευταία φορά. Μα οι φίλοι του ήτανε στο καφενείο, κι αυτός όχι. Το ξέρει, γιατί έστειλε τον μικρό να τον φωνάξει για να πηγαίνανε βόλτα, Παρασκευή απόγευμα, για σουβλάκι, και κείνος έλειπε... Στο τέλος, άρχισε να ψάχνει τα πράγματά του και να μυρίζει τα ρούχα του για κάποιο ίχνος. Και τότε βρήκε το γράμμα. Για λίγες μέρες δεν είπε τίποτα. Έπειτα αποφάσισε να μάθει ποια είναι. Το γράμμα τα έγραφε όλα. Σε ποια στάση ανέβαινε, που κατέβαινε, που χωριζόντουσαν. Στην αρχή, φρόντισε να δει ποια είναι... Έτσι, νωρίς ένα πρωί, από απόσταση, περίμενε κοντά στην στάση, και την είδε... Ήταν όπως την περιέγραφε το γράμμα... ακόμη και η ελιά λίγο κάτω από τον λαιμό... Την ίδια μέρα αποφάσισε να την περιμένει, να δει που μένει... και το έμαθε. Έπειτα, σκοτείνιασε. Σκεφτόταν πως θα μπορούσε να την πολεμήσει. Αυτή ήταν πιτσιρίκα, τι μπορεί να ήθελε από τον άντρα της.Όμορφη, δυστυχώς, τον καλύτερο μπορούσε να έχει... Κι όσο σκεφτόταν μαράζωνε.
Ένα βράδυ την ώρα που κοιμότανε ο σύζυγός της, άρχισε να σκέφτεται τρελά πράγματα... Ήθελε να του σπάσει το κεφάλι, να τον ευνουχίσει αν μπορούσε, τον αλήτη! Μα ήταν στην μέση τα παιδιά, η γειτονιά, η αξιοπρέπειά της. Να του μίλαγε;Να της μίλαγε;... Όχι αυτή θα ήτανε η απόλυτη ξεφτίλα. Το καλύτερο θα ήτανε να τον πλήρωνε με το ίδιο νόμισμα.

Την επόμενη ημέρα, κανόνισε να βγει με μια κολλητή της, φίλη παιδική. Μαγείρεψε, και έφυγε λίγο πριν γυρίσει ο σύζυγος της. Έτσι δεν θα προλάβαινε να το σκάσει, θα έπρεπε να μείνει σπίτι με τα παιδιά. Πήγανε για καφέ και ξέσπασε... Της τα είπε όλα.

_Όλα τα γουρούνια το ίδιο πρόσωπο έχουνε. Είπε η φίλη της. Αλλά να είναι τόσο βλάκας που να μη τον νοιάζει αν το καταλάβεις;Ε αυτό, πάει πάρα πολύ! Με το ίδιο νόμισμα του αξίζει.. Και εκείνη έγνεψε καταφατικά.

Το Σαββάτο, πάλι έλειπε η γυναίκα του. Αυτήν την φορά μέχρι αργά. Γύρισε ξημερώματα και ξάπλωσε δίπλα του με γυρισμένη πλάτη. Εκείνος έκανε πως κοιμάται, μα δεν τον έπαιρνε ο ύπνος. Του είχε πει πως θα έβγαινε με την φίλη της πάλι, και έπρεπε να το παίξει αδιάφορος.. Μα μέσα του ζήλευε, οι ενοχές όμως του κλείνανε το στόμα. Την είχε αναγκάσει με τον τρόπο του να βγει με την φίλη της, να ξεσκάσει. Ποιος ξέρει τι είπε στην φίλη της, τι γνώμη θα σχημάτιζε γι αυτόν. Όχι, το πιο πιθανό να μην είχε πει τίποτα. Αλλά έπρεπε να δοθεί ένα τέλος. Καλές οι φανταστικές απιστίες, αλλά όλα γίνανε μόνο και μόνο επειδή την λάτρευε....
Το πρωί της έφερε το πρωινό στο κρεβάτι, και το πρόσωπό της έλαμπε! Την πήρε αγκαλιά, την φίλησε σα να ήτανε η πρώτη φορά, και εκείνη ανταποκρινότανε σε κάθε άγγιγμα. Του φάνηκε πως έκαναν έρωτα όπως την εποχή που πρωτοσυναντηθήκανε, κι ακόμη καλύτερα, γιατί εκείνη ήταν τόσο διαφορετική! Χαμογέλασε ευτυχισμένος! Δεν ήθελε να την κρατάει σε αγωνία.Θα τον συγχωρούσε αν της τα έλεγε όλα;"Ξέρεις τον τελευταίο καιρό ήμουν παράξενος στην συμπεριφορά μου".. και άρχισε να της τα ομολογεί όλα, με το νι και με το σίγμα. .. Μία σκιά σκέπασε το πρόσωπό της, κι ύστερα ξέσπασε σε ένα νευρικό γέλιο. Σκέφτηκε να τον χαστουκίσει, ναι είναι αλήθεια, μα τον αγκάλιασε.. "Πίστεψέ με", του είπε, "ποτέ ξανά δεν θα ξαναυποπέσω στο παράπτωμα της.... ρουτίνας." Και το βλέμμα της έλαμψε με νόημα!

Οδηγίες αποφυγής της μεσημεριανής ζέστης.....



Ανεβάσαμε την τέντα στο μπαλκόνι,
ανεβάσαμε και λίγο τα ρολά.
Κι ένας ήλιος στο δικό σου παντελόνι
κάτι μου ‘κανε και γέλασα τρελά
και τραλαλά και τραλαλά.

Δε με νοιάζει που τραβάμε και πώς ζούμε,
δε με νοιάζει που δεν κάναμε λεφτά.
Την αγάπη μια ζωή θ’ απομυζούμε
και στους δρόμους θα φιλιόμαστε κλεφτά.

Ανεβάσαμε την τέντα στο μπαλκόνι
κι όλα, μάγκα μου, ωραία και καλά.

Ανεβάσαμε στ’ αμάξι την κεραία,
ανεβάσαμε και τ’ άστρα στο καπό.
Κι όπως ψάχναμε τα λόγια τα μοιραία
κάτι μ’ έπιασε και σου ‘πα “σ’ αγαπώ”
και πω-πω-πώ και πω-πω-πώ.