Κυριακή 30 Ιανουαρίου 2011

Ένα μανταρίνι....



Λικέρ μανταρίνι
Από την Εύη Βουτσινά

Προετοιμασία: 15΄, Αναμονή: 1 μήνας,

Υλικά (για 1-1½ λίτρο περίπου):

φλούδι από 2 ώριμα, γερά μανταρίνια, βιολογικά
1 καρφί γαρίφαλο
1 κιλό ζάχαρη
3 νεροπότηρα (900 ml) εκλεκτό τσίπουρο
3 - 4 μανταρίνια, καθαρισμένα από τα φλούδια και τρυπημένα σε αρκετά σημεία με ένα ξύλο από σουβλάκι

Διαδικασία:

Σε γυάλινο δοχείο που κλείνει ερμητικά βάζουμε το φλούδι από τα μανταρίνια, το γαρίφαλο, τη ζάχαρη και 1 ποτήρι του νερού τσίπουρο (300 ml). Ρίχνουμε και τα μανταρίνια και κλείνουμε το βάζο. Το αφήνουμε σε ζεστό μέρος, δίπλα στο καλοριφέρ λ.χ., για 1 μήνα. Τις πρώτες μέρες κουνάμε το βάζο συχνά για να διαλυθεί η ζάχαρη. Οταν περάσει ο μήνας στραγγίζουμε το υγρό, το οποίο είναι πολύ γλυκό και προσθέτουμε τσίπουρο. Θα χρειαστούν ακόμα 2 ποτήρια, δηλαδή γύρω στα 600 ml. Βέβαια, μπορείτε να το προσαρμόσετε στο γούστο σας.

(Πηγή Γαστρονόμος)
Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Ξένος κι εσύ, όπως κι οι άλλοι, κι όμως πατρίδα σου των ξένων οι καρδιές.



Πνιγμένος τόσα χρόνια κ' είσαι πάντα
μπηγμένος αχινός στον ουρανό σου.
Περνούσε χθες επάνω στο κανό σου,
άηχη των Φιλιατών η μπάντα.

Στη θάλασσα, στο χώμα θά' ταν ίδια
άσπρα τα κόκκαλά σου και γλειμμένα.
'Ολα βουβά και όλα μιλημένα,
λόγια μου λυπημένα κατοικίδια.

Το χέρι που στα φύκια σ' έχει ρίξει,
να τό' κοβα ψηλά μ' ένα δρεπάνι,
ο κόσμος σα μυλόπετρα να τρίξει,

να βγουν απ' το θεόρατο τηγάνι,
τα ψάρια του καλόγερου και πίσω
την πόρτα ανάμεσά μας να μην κλείσω.
Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

με πρώτη ευκαιρία θα κάνω ό,τι μπορώ



Δεν προλαβαίνουνε να ρθουν και τους την πέφτουνε
δεν προλαβαίνουνε να πούνε τ' όνομά τους
και τους φορτώνουν ξαφνικά όλη την τρέλα τους
και τους φορτώνουνε τα άγρια όνειρά τους
και αγριεύουνε σιγά-σιγά τα μάτια τους
και αγριεύει λίγο-λίγο η καρδιά τους

Και ο καιρός κυλάει δύσκολα κι αργά
και μεγαλώνουνε αργά με χίλια ζόρια
κρυφοκοιτάζοντας με φόβο τον πατέρα
που κάθε βράδυ τους "κλέβει" τη μαμά
ώσπου μια μέρα μεγαλώνουν ξαφνικά
θέλουν δε θέλουν μεγαλώνουν τελικά
τα φοβισμένα αγόρια, τα φοβισμένα αγόρια

Και μια ζωή χρωστάνε γενικά
και σε θεούς και σε διαβόλους
και στον κάθε κερατά
και στα παιδιά και στη γυναίκα
και στην πατρίδα προπαντώς
και φυσικά και φυσικά στ' αφεντικά
χρωστάνε σ' όλους, χρωστάνε σ' όλους γενικά...

Μητέρα, συγνώμη που δεν παντρεύτηκα εσένα
ήταν το μόνο που δε θ' άντεχε ο μπαμπάς αυτό
Πατέρα, συγνώμη που δεν έγινα σπουδαίος
κι ας μ' ήθελες τουλάχιστον πρωθυπουργό

Πατρίδα, συγνώμη που δε σκότωσα για σένα
συγνώμη που δεν πήγα στο στρατό
Πατρίδα, συγνώμη που δε σκοτώθηκα για σένα
με πρώτη ευκαιρία θα κάνω ό,τι μπορώ
με πρώτη ευκαιρία, με πρώτη ευκαιρία, με πρώτη ευκαιρία
θα κάνω ό,τι μπορώ

Αχ ψυχή μου φαντασμένη και κορμί μου μοναχό



Kι έζησα πάντα με τον εαυτό μου, σαν δυο ακροβάτες που
    μισούνται θανάσιμα
που όλη τη μέρα βρίζονται και ραδιουργούν κι ετοιμάζει το
    θάνατο ο ένας του άλλου,
μα όταν έρθει η ώρα κι ανάψουν τα φώτα και το θέατρο
    ξεχειλίσει απ' την πελώρια αναμονή
ορθοί κι οι δυο πάνω στο απέραντο, μοιραίο σκοινί
νά, που βρίσκονται κιόλας πάνω απ' το μίσος και τον κίνδυνο
    και το θαυμασμό
και τον χρόνο ― αδερφωμένοι ξαφνικά
μες στην παμμέγιστη αρετή της Tέχνης.
Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

Τι με κοιτάζεις μ' αυτά τα μάτια αυτό που ζήσαμε σκοτάδι και μας πνίγει


Η Κυριακή το χειμώνα είναι η πιο βαρετή μέρα. Θα ’θελα να ξέρω αν όλα τα παιδιά του κόσμου περνούνε τόσο βαρετά, όσο η Μυρτώ κι εγώ. Το απόγευμα μάλιστα, όταν αρχίζει να σκοτεινιάζει νωρίς νωρίς, δεν ξέρουμε τι να κάνουμε. Από το πρωί έχουμε παίξει, έχουμε τσακωθεί, ύστερα ξαναμονοιάσει, έχουμε διαβάσει ―εγώ το «Δαβίδ Κόπερφηλδ» και η Μυρτώ τον «Τζακ»― και δε μένει πια τίποτα, μα τίποτα να κάνεις.
     Ο μπαμπάς κι η μαμά, τις Κυριακές, παίζουν χαρτιά στο σπίτι του κυρίου Περικλή, που είναι διευθυντής του μπαμπά στην Τράπεζα. Η θεία Δέσποινα, η αδελφή του παππού, πάει επίσκεψη στις φίλες της κι η Σταματίνα, η υπηρέτρια, έχει έξοδο. Έτσι μένουμε τα κυριακάτικα απογεύματα στο σπίτι μόνες με τον παππού. Αν είναι καλός καιρός, ο παππούς μάς πάει περίπατο κι ύστερα, μόλις σκοτεινιάσει, γυρνάμε πίσω. Τότε αρχίζει η μεγάλη βαρεμάρα. Ο παππούς κλείνεται στο γραφείο του, με τους «αρχαίους» του. Έτσι λέμε, με την αδελφή μου τη Μυρτώ, τα βιβλία του παππού, γιατί είναι όλα αρχαία ελληνικά.
     Εμείς πάμε στην τζαμωτή βεράντα και κοιτάμε τη θάλασσα. Όταν έχει τρικυμία, τα κύματα σπάνε στους βράχους, πιτσιλάνε τα τζάμια κι έτσι όπως κυλάνε οι στάλες απάνω τους μοιάζουν με δάκρυα. Τότε είναι που συλλογιζόμαστε τις πιο θλιβερές ιστορίες. Τάχατες πως πέθανε ο μπαμπάς, η μαμά ξαναπαντρεύτηκε κι ο πατριός μας είναι πιο κακός και από του Δαβίδ Κόπερφηλδ.
     Ή, πάλι, σκεφτόμαστε πως ο παππούς είναι ένας φτωχός ζητιάνος και μεις, ντυμένες κουρέλια, γυρίζουμε μαζί του μέσα στο κρύο και ζητιανεύουμε, από πόρτα σε πόρτα, ψωμί. Καθετί που συλλογιόμαστε του δίνουμε και τίτλο, λες και είναι ολόκληρο παραμύθι.
     Τούτη όμως την Κυριακή είχαμε τόσο βαρεθεί, που σαν είπα στη Μυρτώ να παίξουμε «Ο παππούς ζητιάνος», μου απάντησε πως πιο σαχλή ιστορία δεν είχαμε ξανασκεφτεί. Καθίσαμε κάμποση ώρα μουτρωμένες και ύστερα πήρε καθεμιά ένα τζαμάκι για δικό της και είπαμε, σ’ όποιο πέσουν οι πιο πολλές σταγόνες εκείνη θα κερδίσει. Επειδή όμως κέρδιζα συνέχεια εγώ, η Μυρτώ είπε πάλι πως πιο κουτό παιχνίδι δεν ξαναπαίξαμε.
     ― Δε φτιάχνουμε μια ιστορία για το καπλάνι*; έκαμα, μα το μετάνιωσα αμέσως, πριν καλοτελειώσω τη φράση μου, και μούδιασα.
     ― Σαν δεν ντρέπεσαι! Αυτό μονάχα σου λέω, αγρίεψε η Μυρτώ. Έχεις τόσο μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σου, που νομίζεις πως μπορείς να φτιάχνεις ιστορίες για το καπλάνι!
     Ίσως να ’χε δίκιο. Γιατί, για το καπλάνι, που είναι βαλσαμωμένο μέσα σε μια βιτρίνα κάτω στο μεγάλο σαλόνι, μονάχα ο ξάδελφός μας ο Νίκος ξέρει να διηγιέται. Ο Νίκος μένει στην Αθήνα και σπουδάζει χημικός στο Πανεπιστήμιο. Κάθε καλοκαίρι έρχεται στο νησί και πηγαίνει μαζί μας εξοχή. Μπορεί, βέβαια, η θεία Δέσποινα να έλεγε πως το σκότωσε το καπλάνι ο άντρας της, γιατί περνούσε κολυμπώντας από την Τουρκία και έτρωγε τα πρόβατα στο νησί ―αυτό όμως είναι ιστορία για τους μεγάλους και κανένα παιδί δεν την πιστεύει. Ο Νίκος ξέρει ένα θαυμαστό παραμύθι για το καπλάνι της βιτρίνας, που δεν τελειώνει ποτέ και κάθε καλοκαίρι το συνεχίζει.
     Είχε σκοτεινιάσει για καλά. Η θάλασσα δεν ξεχώριζε μήτε τα κύματα. Μονάχα ακούγαμε ένα «παφ» και γέμιζαν ξαφνικά τα τζάμια δάκρυα. Ο δρόμος έξω ήτανε έρημος. Τότε πήγαινα να πιστέψω πως το νησί μας άδειαζε τις χειμωνιάτικες Κυριακές, οι άνθρωποι έφευγαν κάπου μακριά κι απόμενε μόνο η τζαμωτή βεράντα με μας τις δυο, που, θαρρείς, έπλεε μέσα στην αφρισμένη θάλασσα.
     ― Σαν δεν ντρέπεσαι, ξανάπε η Μυρτώ.
     Κατάλαβα πως το ’λεγε πιο πολύ για να ξαναπιάσουμε κουβέντα, έστω κι αν ήτανε για να τσακωθούμε. Κι εγώ έψαχνα αφορμή να πάω κοντά της, γιατί ήτανε πολύ σκοτεινά και φοβόμουνα. Τότε ακούστηκαν τραγουδιστά τα μαγικά λόγια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ...
     Ήτανε ο παππούς, που σαν τέλειωνε τη μελέτη του, έψελνε σε μια παράξενη γλώσσα που τη λένε βυζαντινή. Η Μυρτώ κι εγώ, άμα θέλαμε να κάνουμε τις σπουδαίες στ’ άλλα παιδιά, μιλούσαμε τάχα, μεταξύ μας, μια ξένη γλώσσα. Έλεγε η μια: ΠΑ ΒΟΥ ΓΑ και απαντούσε η άλλη: ΔΕ ΚΕ ΖΩ ΝΗ. Τότε κείνα μας ρωτούσανε: «Μα τι γλώσσα μιλάτε;» Eμείς απαντούσαμε καμαρωτά: «Δεν καταλαβαίνετε; Βυζαντινά».
     Ο παππούς ήρθε στην τζαμωτή και μας πήρε να πάμε στην τραπεζαρία. Μας έσπασε καρύδια και μας έδωσε να τα φάμε με μέλι. Όταν η Μυρτώ ζήτησε και τρίτη φορά να της γεμίσει το πιατάκι, ο παππούς τής είπε:
     ― Μυρτώ, τι προτιμάς; Κι άλλα καρύδια ή να σου διηγηθώ ένα μύθο;
     ― Φυσικά, καρύδια! απάντησε εκείνη. Αφού ο μύθος δεν τρώγεται!
     Παράξενος που είναι ο παππούς μας! Δε μοιάζει με τους παππούδες των άλλων παιδιών. Ψηλός ψηλός, περπατάει κρατώντας ένα καλάμι αντί μπαστούνι, χωρίς να καμπουριάζει καθόλου τη ράχη του. Όλοι στο νησί τον λένε «O ΣΟΦΟΣ».
     Ξέρει όλο τον Όμηρο απέξω. Ποτέ δε μας λέει παραμύθια για δράκους και βασιλιάδες, παρά μύθους για τους αρχαίους θεούς και θρύλους για τους ήρωες. Καμιά φορά πιστεύω πως ο παππούς είναι αρχαίος Έλληνας, δεν τολμώ όμως ούτε στη Μυρτώ να το πω, γιατί θα μου απαντήσει: «Σαχλαμάρες».
     ― Λοιπόν, τι θα κάνετε τώρα; ρώτησε ο παππούς, αφού τελειώσαμε με τα καρύδια.
     Εμείς δεν είπαμε τίποτα, γιατί, αν του λέγαμε πως θέλαμε να παίξουμε μαζί του τόμπολα, εκείνος θα μας απαντούσε: «Να σας πω καλύτερα ένα μύθο. Τόμπολα παίζετε και με τη Σταματίνα».
     ― Λοιπόν, θα σας πω ένα μύθο, είπε ο παππούς κι άρχισε την ιστορία του Δαίδαλου και του Ίκαρου.
     «...O Ίκαρος, με τα φτερά που του έφτιαξε ο πατέρας του ο Δαίδαλος, άρχισε να πετά σαν πουλί. Μα πέταξε τόσο ψηλά, σχεδόν κοντά στον ήλιο, κι έλιωσε το κερί που μ’ αυτό ήτανε κολλημένα τα φτερά του. Έτσι έπεσε στη θάλασσα και πνίγηκε. Γι’ αυτό το πέλαγος, όπου έπεσε, λέγεται Ικάριον...» Μέσα στο Ικάριον πέλαγος είναι το νησί μας. Τι μικρό που φαίνεται πάνω στην υδρόγειο! Σαν μία μικρή τελεία. Πέρα, τ’ άλλα νησιά, κι ύστερα ολόκληρη η Ελλάδα κι οι άλλες χώρες απέραντες.
     Τι όμορφα που θα ’ναι να βάζεις δυο φτερά στην πλάτη σου και να πετάς! Να ’ναι, ας πούμε, μια βαρετή Κυριακή κι εσύ να λες: Δε βάζω τα φτερά μου να πεταχτώ, μια στιγμή, στην Ιαπωνία ή στην Κίνα ή στην Αφρική, να δω αν τα Γιαπωνεζάκια, τα Κινεζάκια και τα Αραπάκια περνούνε κι αυτά βαρετές Κυριακές; Να δω αν παίζουνε σαν και μας κουτσό, σκοινάκι, πεντόβολα;
     ― Μπορεί στ’ αλήθεια, παππού, να πετάξει καμιά φορά ο άνθρωπος; ρώτησα.
     ― Σαχλαμάρες! πρόλαβε ν’ απαντήσει η Μυρτώ. Μα ο παππούς δεν την άφησε να συνεχίσει:
     ― Μπορεί, άμα περάσουν πενήντα, ίσως εκατό χρόνια, να γίνει κι αυτό. Τώρα έχουμε Γενάρη του 1936 και ίσως ως το Γενάρη του 1986 οι άνθρωποι να πετάνε, σαν τον Ίκαρο, κοντά στον ήλιο, χωρίς όμως να ξεκολλάνε τα φτερά τους.
     ― Ουουου, ως τότε τι να το κάνουμε, λέει η Μυρτώ. Εμείς πια θα είμαστε γριές κι έτσι κι αλλιώς δε θα μπορούμε να πετάμε.
     Ο παππούς τη μάλωσε πως είναι εγωίστρια. Αν, λέει, σκεφτόντανε έτσι όλοι, δε θα ’χε γίνει καμιά ανακάλυψη στον κόσμο. Οι επιστήμονες θα λέγανε: Γιατί να κουραζόμαστε να βρούμε τούτο ή εκείνο, αφού ώσπου να τελειοποιηθεί η εφεύρεσή μας εμείς θα είμαστε γέροι ή θα ’χουμε πεθάνει.
     ― Αλλά οι επιστήμονες, κυρία Μυρτώ, συνέχισε ο παππούς, σκέφτονται την ανθρωπότητα κι όχι τον εαυτό τους. Οι ίδιοι μπορεί να μην υπάρχουν, αλλά το όνομά τους μένει αθάνατο.
     ― Θα ’θελα να γίνω εφευρέτης, λέει η Μυρτώ.
     ― Αν οι... εφευρέτες ξέρανε τόσο άσχημα την προπαίδεια, όπως εσύ, της πέταξε ο παππούς, δε θα γινότανε καμιά εφεύρεση στον κόσμο.
     Δε φανταζόμασταν πως θα τέλειωνε τόσο άσχημα η Κυριακή. Ο παππούς άρχισε να ρωτάει τη Μυρτώ το 7x7 κι εκείνη θαρρείς το έκανε επίτηδες κι όλο τα μπέρδευε. Eπέμενε μάλιστα τόσο πως 7x8 κάνει 46 ―ενώ ο παππούς έλεγε 56―, που έκανε τoν παππού να θυμώσει.
     ― Αν δε μάθεις την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά, δε θα πας ποτέ σου σε αληθινό σχολείο, είπε ο παππούς και μας έστειλε να κοιμηθούμε.
     Εγώ πηγαίνω στη δεύτερη τάξη και η Μυρτώ στην τέταρτη. Δεν πηγαίνουμε όμως σχολείο, μας κάνει ο παππούς μάθημα στο σπίτι. Κάθε χρόνο δίνουμε εξετάσεις, σαν «διδαχθείσες κατ’ οίκoν», και περνούμε τις τάξεις. Σε δημόσιο σχολείο δε θέλουν να μας στείλουν, γιατί εκεί, λέει ο παππούς, είναι τόσα παιδιά σε κάθε τάξη, που μπορεί να περάσει μισός χρόνος και να μη σε σηκώσουν για μάθημα. Είναι και το ιδιωτικό σχολείο του κυρίου Καρανάση στη γειτoνιά μας, μα αυτό, λέει ο μπαμπάς, δεν είναι για το βαλάντιό μας.
     Όταν πέσαμε πια στα κρεβάτια μας να κοιμηθούμε, άρχισε η Μυρτώ να λέει πως εγώ έφταιγα και την κατσάδιασε ο παππούς για την προπαίδεια: που ρώτησα αν θα μπορέσει στ’ αλήθεια να πετάξει ο άνθρωπος. Πού να το ’ξερα πως, για να πετάξει ο άνθρωπος, χρειάζεται κανείς να ξέρει την προπαίδεια απέξω κι ανακατωτά κι έτσι θα θυμότανε ο παππoύς να ρωτήσει τη Μυρτώ;
     Μπορούσε, όμως, ποτέ κυριακάτικα να πάνε όλα καλά; Αν πηγαίναμε σχολείο, θα μας άρεσε η Κυριακή, που θα μέναμε στο σπίτι. Ενώ τώρα...
     ― Αχ, να πηγαίναμε σχολείο! λέω δυνατά.
     Μα η Μυρτώ έχει κουκουλωθεί από το κεφάλι και κάνει πως δεν ακούει. Τότε είπα ακόμα πιο δυνατά:
     ― EΥ-ΠΟ; ΛΥ-ΠΟ;
     ― ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠΟ, απάντησε εκείνη πεισμωμένα, κάτω από τα σκεπάσματα.
     Αυτά δεν ήτανε βυζαντινά, αλλά μια δική μας γλώσσα, που μόνο οι δυο μας την καταλαβαίναμε. EΥ-ΠO θα πει: πολύ ευχαριστημένη. ΛΥ-ΠO: πολύ λυπημένη. Αν δεν το ρωτούσαμε κάθε βράδυ η μια στην άλλη, δεν μπορούσαμε να κοιμηθούμε. Δεν ξέρω γιατί τις Κυριακές σχεδόν πάντα απαντούσαμε: ΛΥ-ΠΟ, ΛΥ-ΠO.
     Να ’χα τώρα φτερά σαν του Ίκαρου, θα μπορούσα να πέταγα από χώρα σε χώρα και να ρώταγα όλα τα παιδιά του κόσμου: EΥ-ΠΟ; Λ Υ-ΠΟ;


* καπλάνι: η τίγρη.
Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Η νύχτα προχωράει, αναρωτιέμαι αν έχεις καταφέρει να κοιμηθείς



Σκέψεις Μιας Νύχτας Με Βροχή  (Από το blog "Νυχτερινή Πένα")
Η βροχή πέφτει έξω από πολύ ώρα. Δεν είναι η βροχή που μου αρέσει, εκείνη η άγρια καταιγίδα με το νερό να πέφτει σαν καταρράκτης από τα ουράνια και να συνοδεύεται από τα εκκωφαντικά μπάσα της βροντής και τις τρομερές όσο και φαντασμαγορικές ηλεκτρικές εκκενώσεις της αστραπής. Είναι αντιθέτως μια ήσυχη, απαλή βροχή από εκείνη που οι παλιοί έλεγαν ποτιστική γιατί πέφτει σιγά και το χώμα την απορροφά προς όφελος των φυτών. Αυτή η βροχή πέφτει αθόρυβα σχεδόν με το μουρμουρητό του νερού να ακούγεται μόνο, απαλό, ήσυχο, ένας ήχος που γαληνεύει.
Κάθομαι στο γραφείο μου, μόνο το επιτραπέζιο φωτιστικό είναι αναμμένο και δίνει έναν κύκλο από ζεστό φως. Κοιτάω τη λευκή κόλλα μπροστά μου καθώς το μυαλό μου περιπλανιέται σε σκέψεις γεμάτες στίχους αλλά και γεμάτες από εσένα. Το βλέμμα μου περιπλανιέται στα βιβλία μου και στις σημειώσεις των μυθιστορημάτων μου, απέναντί μου ο χάρτης του φανταστικού κόσμου που δημιούργησα με καλεί να βυθιστώ στη μαγεία του και στην απόλαυση της συγγραφής αλλά η σκέψη μου είναι σε' σενα.
Πιάνω το στυλό. Στην αρχή χαράζω μερικές γραμμές στο λευκό χαρτί, αφηρημένα, λες και χρειάζεται να ξεμουδιάσει πριν αρχίσω να γράφω. Μερικοί στίχοι έχουν μορφοποιηθεί στο μυαλό μου, τους αποτυπώνω στο χαρτί.
Κοιμίσου γλυκά
και μη λυπάσαι,
όλα θα περάσουν καλή μου
μη φοβάσαι.
Στίχοι που αναφέρονται σε' σενα. Είσαι μια συχνή παρουσία στη σκέψη μου και μου αρέσει γιατί είναι μια γλυκιά, τρυφερή σκέψη. Μια σκέψη που με συντροφεύει σε δύσκολες ώρες, μια σκέψη που με κάνει πιο ανθρώπινο και δεκτικό στους άλλους. Μια σκέψη που δεν μου κάνει κακό, ποτέ μην το πιστέψεις.
Όνειρα γλυκά ας σε συντροφεύσουν
να σε ταξιδέψουν και να σε μαγέψουν
όμορφη παρέα να σου κρατήσουν
ως που το πρωί του ήλιου οι ακτίνες να σε ξυπνήσουν.
Η νύχτα προχωράει, αναρωτιέμαι αν έχεις καταφέρει να κοιμηθείς. Ξέρω πόσα πολλά σε απασχολούν και πως στην ησυχία της νύχτας όλα δείχνουν ακόμα πιο δύσκολα και ακατόρθωτα. Αλλά ελπίζω να κατάφερες να κοιμηθείς, το χρειάζεσαι τόσο. Ελπίζω ότι πήρες το αρκουδάκι σου και αποκοιμήθηκες, ξένοιαστη έστω και για λίγο. Κοιμήσου λοιπόν ήρεμη και ήσυχη ως το πρωί και τίποτα ας μη σε ενοχλήσει ως που θα σε ξυπνήσει το γλυκό φιλί του ήλιου στο πρόσωπό σου.
Καληνύχτα.

σαν ξυπνήσεις το πρωί δε θα 'μαι εδώ


Δεν υπάρχει ζωή στον Άρη
δεν υπάρχουν μετά θάνατον λεφτά
το δικό μου φτωχό φεγγάρι λέει
θα 'μαι κι αύριο εδώ παρόλ' αυτά

Δεν υπάρχει Ζυγός στον Ταύρο
δεν υπάρχει Αφροδίτη στο Σκορπιό
το σκοτάδι μου που είναι μαύρο λέει
σαν ξυπνήσεις το πρωί δε θα 'μαι εδώ

Δεν υπάρχει ρομάντζο ή τρόμος
δεν μας έμεινε άλλο σινεμά

Μόνο αυτός ο φιδίσιος δρόμος λέει
δεν αρχίζω δεν τελειώνω πουθενά
Παρασκευή 21 Ιανουαρίου 2011

θα σε βρω όταν θα χω μάτια να σε δω



Θ΄ αλλάξω ζωή όνομα και πατρίδα
απ΄ την αρχή θ΄ αρχίσω την παρτίδα
Στη διαδρομή το παρελθόν σκορπάω
μια μουσική καινούργια σου χρωστάω

Μην τρομάξεις αν χαθώ
μη με ψάξεις, θα σε βρω εγώ
μη με ψάξεις, θα σε βρω
όταν θα χω μάτια να σε δω
μην ψάξεις
μην τρομάξεις
θα σε βρω εγώ

Κάνε μια ευχή να μη χαθώ όπου πάω
μια προσευχή να μάθω τι ζητάω
Στη διαδρομή θα σβήσω ό,τι ξέρω
μια μουσική καινούργια θα σου φέρω
Πέμπτη 20 Ιανουαρίου 2011

για μας ο κόσμος δεν τελειώνει για μας ο κόσμος αρχινά



Ο Τελευταίος Σταθμός

λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσαν.
Τ’ αλφαβητάρι των άστρων που συλλαβίζεις
όπως το φέρει ο κόπος της τελειωμένης μέρας
και βγάζεις άλλα νοήματα κι άλλες ελπίδες,
πιο καθαρά μπορείς να το διαβάσεις.
Τώρα που κάθομαι άνεργος και λογαριάζω
λίγα φεγγάρια απόμειναν στη μνήμη.
νησιά, χρώμα θλιμμένης Παναγίας, αργά στη χάση
ή φεγγαρόφωτα σε πολιτείες του βοριά ρίχνοντας κάποτε
σε ταραγμένους δρόμους ποταμούς και μέλη ανθρώπων
βαριά μια νάρκη.
Κι όμως χτες βράδυ εδώ, σε τούτη τη στερνή μας σκάλα
όπου προσμένουμε την ώρα της επιστροφής μας να χα-
ράξει
σαν ένα χρέος παλιό, μονέδα που έμεινε για χρόνια
στην κάσα ενός φιλάργυρου, και τέλος
ήρθε η στιγμή της πλερωμής κι ακούγονται
νομίσματα να πέφτουν πάνω στο τραπέζι.
σε τούτο το τυρρηνικό χωριό, πίσω από τη θάλασσα του
Σαλέρνο
πίσω από τα λιμάνια του γυρισμού, στην άκρη
μιας φθινοπωρινής μπόρας, το φεγγάρι
ξεπέρασε τα σύννεφα, και γίναν
τα σπίτια στην αντίπερα πλαγιά από σμάλτο.

Σιωπές αγαπημένες της σελήνης.

Είναι κι αυτός ένας ειρμός της σκέψης, ένας τρόπος
ν’ αρχίσεις να μιλάς για πράγματα που ομολογείς
δύσκολα, σε ώρες όπου δε βαστάς, σε φίλο
που ξέφυγε κρυφά και φέρνει
μαντάτα από το σπίτι κι από τους συντρόφους,
και βιάζεσαι ν’ ανοίξεις τη καρδιά σου
μη σε προλάβει η ξενιτιά και τον αλλάξει.
Ερχόμαστε απ’ την Αραπιά, την Αίγυπτο την Παλαιστίνη
τη Συρία.
το κρατίδιο
της Κομμαγηνής πού ‘σβησε σαν το μικρό λυχνάρι
πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,
και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια
κι έπειτα απόμειναν τόπος βοσκής για τις γκαμούζες
χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.
Ερχόμαστε απ’ την άμμο της έρημος απ’ τις θάλασσες του
Πρωτέα,
ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,
καθένας κι ένα αξίωμα σαν το πουλί μες στο κλουβί του.
Το βροχερό φθινόπωρο σ’ αυτή τη γούβα
κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας
ή αυτό που θά ‘λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα
ή μοναχά κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,
ή ακόμη ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.
Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μες στους πολέμους.
ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο.
χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος
μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας
και πόδια που θα τρέχανε, κι ας είναι τόσο κουρασμένα,
στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.
Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,
άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι απλώνουν.
σαν έρθει ο θέρος
προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ’ άλλο χωράφι.
σαν έρθει ο θέρος
άλλοι φωνάζουνε για να ξορκίσουν το δαιμονικό
άλλοι μπερδεύονται μες στ’ αγαθά τους, άλλοι ρητο-
ρεύουν.
Αλλά τα ξόρκια τ’ αγαθά τις ρητορείες,
σαν είναι οι ζωντανοί μακριά, τι θα τα κάνεις;
Μήπως ο άνθρωπος είναι άλλο πράγμα;
Μην είναι αυτό που μεταδίνει τη ζωή;
Καιρός του σπείρειν, καιρός του θερίζειν.

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.
Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμάλωτου
τη σκέψη
του ανθρώπου σαν κατάντησε κι αυτός πραμάτεια
δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.
Ίσως και νά ΄θελε να μείνει βασιλιάς ανθρωποφάγων
ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει,
να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων
ν’ ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ’ το δέντρο του μπαμπού,
καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν
ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα
που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μες στα παρθένα δάση
κι αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν.
ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας
λεύγες και λεύγες.
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος.

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης
που έφυγε μ’ ανοιχτές πληγές απ’ το νοσοκομείο
ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη
που έσερνε το ποδάρι του μες στη συσκοτισμένη πολιτεία,
ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας. «Στα σκοτεινά
πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε¼»
Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.
Λίγες οι νύχτες με φεγγάρι που μ’ αρέσουν.

του μικρού θανάτου μου η θηλιά


Κόκκινο θολό φεγγάρι
σαν τα όνειρα μας ξενυχτάς
κι απ' τις φυλακές αυτού του κόσμου
γύρω στα μεσάνυχτα το σκας
ρίχνεις μέσα στ' άδεια μας ποτήρια
του ουρανού το αίμα και το φως
και φταίει εκείνη η ανταύγεια σου η μυστήρια
που είμαι για τα πάντα ικανός

Κόκκινο θολό φεγγάρι
πίνω απ' τη σιωπή σου μια γουλιά
σαν καυτό σφηνάκι να με πάρει
μέσα από του φόβου τη φωλιά
μέσα απ' τα κομμάτια αυτής της πόλης
που κύλησαν στα πόδια σου μπροστά
και στο μεταξωτό της το φουστάνι πιάστηκε η τύχη μου γερά

Κόκκινο θολό φεγγάρι
πάρε με μαζί σου να χαρείς
μέσα στο κελί μου έχω σαλτάρει
σαν απόκληρος της διαφυγής
αχ και να μπορούσα έστω για λίγο
να σε μοιραστώ από μακρυά
θα 'χε χαλαρώσει αυτός ο κόμπος
του μικρού θανάτου μου η θηλιά

Κόκκινο θολό φεγγάρι
σαν τα όνειρά μας ξενυχτάς
κι απ' τις φυλακές αυτού του κόσμου
γύρω στα μεσάνυχτα το σκας
κι έτσι ματωμένο ταξιδεύεις
σαν χαρταετός χωρίς κλωστή
είσαι εσύ του χρόνου ο καθρέφτης
τίποτα κι αιώνιο μαζί
Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

να σταματήσω το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό

Λένε πως είσαι πιο όμορφη απ' ότι ήσουν
πως είσαι ότι θα 'θελαν όλοι να ζήσουν
πως βρήκες το νόημα που 'χασα εγώ
Λένε πως τα μαλλιά σου αλλάξανε χρώμα
το σώμα σου άρωμα κι έλεγα ακόμα
πως έφυγε και το παλιό σου κενό
Τι είναι αυτό που δεν μπορούσα
όταν ήσουνα δίπλα μου να σου χαρίσω
το άγριο ξημέρωμα να σταματήσω
το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
όταν ήσουνα δίπλα μου να ξεκινήσω
το άγριο ξημέρωμα να σταματήσω
το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
Λένε πως είσαι κάπου που όλοι χορεύουν
φωτογραφίζουν και δημοσιεύουν
που δεν έχουνε χτες και δεν έχουν καιρό
Ανεβαίνεις τα κτήρια σαν τους αγγέλους
και ψάλλεις χαρούμενους τίτλους του τέλους
αυτού που δεν έχω προλάβει να δω
Τι είναι αυτό που δεν μπορούσα
όταν ήσουνα δίπλα μου να σου χαρίσω
το άγριο ξημέρωμα να σταματήσω
το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
όταν ήσουνα δίπλα μου να ξεκινήσω
το άγριο ξημέρωμα να σταματήσω
το χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
Λένε πως οι γυναίκες προδίδουν τους άντρες
για ολίγην ασφάλεια τις λένε Κασσάνδρες
μακάρι να ήτανε τόσο απλό
Κάποιες μέρες η αγάπη μας δείχνει το δρόμο
κοιτάει λίγο πίσω σηκώνει τον ωμό
και χάνεται ενώ εσύ ρωτάς το κενό
Τι είναι αυτό που δεν μπορούσα
όταν ήσουνα δίπλα μου και λίγο ζούσα
και νόμιζα πως δε θα ξαναγυρνούσα
στο χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
όταν ήσουνα δίπλα μου και σ' αγαπούσα
και νόμιζα πως δε θα ξαναγυρνούσα
στο χρόνο το ψεύτη τον κανονικό
Κυριακή 16 Ιανουαρίου 2011

don't turn your back on my heart, you can easily pick out the fakes



Αν σου πω σ’ αγαπώ, τι θα κάνεις;
Πέντε έξι βάρκες κυλούσανε στη Μικρή Πρέσπα. Σκοτάδι πίσσα. Κάποιο καθυστερημένο πολυβόλο μιλούσε για θάνατο μέσα στη νύχτα.Δεν τους ένοιαζε που κάνανε φασαρία, που χτυπούσανε τα κουπιά στο νερό. Ήταν και τα βογκητά, που δεν μπορούσαν να τα σταματήσουν. Ήταν κι από κάποια ξαφνική φωνή, ουρλιαχτό, γυναίκα ή άντρας. Γεμάτες οι βάρκες τραυματίες.
Στη βάρκα του Λίνου τέσσερις λαβωμένοι κι ανάμεσα τους η Βάσω, πιο βαριά.
Η Βάσω!... Ψηλή, ξανθιά, όμορφη κι όλο γελούσε. Για να δεις πράγματα: γελούσε! Φλερτάριζε κιόλας κι ας είχε ανάπηρο σύντροφο. Φλερτάριζε, που γελούσε, δηλαδή... Αυτή ήταν όλη κι όλη η αμαρτία της.Στη Γιουγκοσλαβία, στο χωριό Μπούλκες όπου είχαν συγκεντρωθεί οι πολιτικοί πρόσφυγες το 1945, της κάνανε κριτική για τη στάση της εκείνη κι η Βάσω σηκωνότανε κι έκανε αυτοκριτική με το κεφάλι σκυφτό, τέτοια αυτοκριτική που έλεγες πως δε θα σκάσει ποτέ πια το χείλι της! Η πονηρή! Τα πράσινα μάτια της είχαν μια ειρωνεία που έσφαζε.
Τώρα τραυματισμένη στη βάρκα από τη μάχη στο Μαλιμάδι. Και παντού, σ' όλες τις βάρκες κοπελιές λαβωμένες. Ήταν από ένα τάγμα όλο κορίτσια δεκαοχτώ με είκοσι πέντε χρονών. Και πολλές από τη Νάουσα που 'χαν ανέβει στο βουνό μετά την αντάρτικη επίθεση. Να, μια από αυτές τις κοπέλες ή δεν ήξερε πως όταν ρίξει με το πάτζερ πρέπει να κοιτάξει πίσω της να δει αν υπάρχει εμπόδιο, ή τρόμαξε και βιάστηκε να πατήσει τη σκανδάλη... Αν γίνει αυτό, μπορεί να χτυπηθείς εσύ ο ίδιος, ή να σκοτώσεις κανένα από τους δικούς σου, γιατί αν τα αέρια βρούνε εμπόδιο γυρνάνε πίσω σαν λάβα και σε καίνε.
Μια φωτοβολίδα άστραψε ξαφνικά πάνω από τα κεφάλια τους και του Λίνου του φάνηκε πως τα μάτια της Βάσως γελούσαν. Ειρωνικά.
«Αν σου πω σ' αγαπώ, τι θα κάνεις;»
Ο Λίνος έσκυψε πάνω της, στο σκοτάδι.
«Βάσω!...»
Γύρισε τα μάτια της και τον κοίταξε. Τον αναγνώρισε;
«Θα γίνεις καλά, θα δεις...»
Σαχλαμάρες!... Τι, θα γίνει καλά...
Η Βάσω είχε καρφώσει τα μάτια της πάνω του, αλλά σα να μην τον έβλεπε, σα να κοίταγε κάπου πέρα, ή κάπου πριν...
Εκεί, στο Μπούλκες παίζανε τα «γράμματα». Να, είναι ένα παιχνίδι που γράφεις μόνο το πρώτο γράμμα μιας φράσης και τα όμοιά του, και αντί για τ' άλλα βάζεις παύλες και ο συμπαίχτης πρέπει να μαντέψει ποια είναι τ' άλλα γράμματα και τι λέει η φράση.
Στο παιχνίδι η Βάσω έβαζε και φράσεις ερωτικές!
«Α- ... -α-α ... -α-α...».
Ο Λίνος το 'χε βρει: «αν σου πω σ' αγαπώ τι θα κάνεις;»
Γίνονται, τώρα, τέτοια πράματα στο Μπούλκες; Ξεσπιτωμένοι, προδομένοι, πικραμένοι, ξεριζωμένοι κι η Βάσω με τις αγάπες!
Άστραψε κάπου πιο κοντά μια φωτοβολίδα κι είδε το πρόσωπό της. Την είχαν κάψει τα αέρια από το πάτζερ της Ναουσιώτισσας. Του φάνηκε σαν εφιάλτης, θεέ μου, τι πρόσωπο!...
Κάποιος από τους τραυματίες βόγκηξε μέσα στη βάρκα. Ο άλλος δεν ακουγότανε καθόλου. Ο σύντροφός του τράβαγε κουπί, χωρίς να προσέχει να μην κάνει θόρυβο. Πότε - πότε καμιά ριπή πολυβόλου γάζωνε το μαύρο πανί της λίμνης, στα τυφλά. Βγήκε ξαφνικά και το φεγγάρι, που καλύτερα να μην έβγαινε, γιατί τώρα έβλεπε καθαρά το πρόσωπο της Βάσως. Εκείνη γύρισε τα μάτια της κατά πάνω του και ψιθύρισε.
«Αν σου πω σ' αγαπώ, τι θα κάνεις;»
«Θα γίνεις καλά, Βάσω!...»
Εκείνη γύρισε αργά - αργά το κεφάλι και κοίταξε το νερό. Μαύρο. `Η κόκκινο;
«Να προσέχω», σκέφτηκε ο Λίνος. «Να προσέχω μη μου πέσει στο νερό!»
Μα η Βάσω είχε μια μικρή «μπερέτα».
Την είδε να βγάζει την «μπερέτα» ή δεν την είδε; Άκουσε τον πυροβολισμό ή δεν τον άκουσε ο Λίνος; Δε θυμάται. Δεν μπορεί να το πει με σιγουριά.
Ήταν, λέει, σαν να κοιμότανε κι έβλεπε όνειρο κι ήταν η Βάσω στο όνειρό του, η Βάσω όχι η τοτινή αλλά αυτή, η παραμορφωμένη που σταύρωνε τα χέρια της και τον παρακαλούσε:
«Αν θελήσω να σκοτωθώ μη μ' εμποδίσεις! Καταλαβαίνεις και μόνος σου, Λίνο, πως δεν μπορώ να ζήσω έτσι. Σ' εξορκίζω στην αγάπη που δεν αγαπηθήκαμε, στη χαρά που δε χαρήκαμε, στη νίκη που δε νικήσαμε, σ' εξορκίζω Λίνο, μη μ' εμποδίσεις! Σ' αυτά που χάσαμε και σ' αυτά που περιμένουμε, μη μ' εμποδίσεις!»
Σαν σε όνειρο....
Δεν ήταν σίγουρος αν είδε το χέρι της, αν είδε εκείνο το μαυριδερό πράμα κοντά στην καρδιά της, αν άκουσε τον πυροβολισμό. Συνήλθε από τη φωνή του συντρόφου του που τράβαγε κουπί:
«Ε, Λίνο! Τι κάνεις; Δεν την είδες που αυτοκτόνησε;»
Ο Λίνος κοίταξε το σύντροφό του και ψιθύρισε:
«Αν σου πω σ' αγαπώ, τι θα κάνεις;»
«Να πάρει η οργή», αγανάχτησε ο άλλος. «Τι σας φέρνουνε εδώ, αφού έχετε αδύνατα νεύρα; Πρόσεχε τους άλλους, μην έχουμε τα ίδια. Πρέπει ν' τους πάμε στο ορεινό χειρουργείο, θέλεις, δηλαδή, να φάμε κατσάδα;»
Οι βάρκες, γεμάτες τραυματίες κυλούσαν, βαριές στη Μικρή Πρέσπα...
«Ρε Στάθη, εσύ είσαι;» ακουγότανε η φωνή του σαν λυγμός.
... Αυτά, όταν είχε ησυχία...

1951 Από τη συλλογή «Φιμωμένο φως»

κάλιο να λείπει η αγάπη σου κι εσύ




Η Ιστορία του Ελληνικού καφέ
Επειδή όπως λένε πολλοί θαμώνες του καφενείου , ο καλός ο καφετζής στον ελληνικό φαίνεται, Ελληνικός καφές είναι η ονομασία που αποδίδεται στον Τούρκικο καφέ Μεσογείου, της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής. από τους Έλληνες και πίνεται περισσότερο από κάθε άλλο είδος καφέ σε πολλές περιοχές της ανατολικής

Ονομασία
Ο καφές αυτός ονομάζεται με διάφορους τρόπους, ανάλογα με την χώρα. Στις χώρες που δεν καταναλώνεται αρκετά είναι γνωστός ως "Τουρκικός καφές", όπως και στην Τουρκία.
Στην Ελλάδα, παλιότερα ήταν αποκλειστικά γνωστός επίσης με αυτό το όνομα. Κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα η ονομασία άλλαξε σε "ελληνικός καφές". Η αλλαγή αυτή ξεκίνησε για διαφημιστικούς λόγους και προωθήθηκε από μεγάλη ελληνική εταιρεία επεξεργασίας καφέ.
Ο καφές αυτός συναντάται ακόμα με τις ονομασίες "Αρμένικος καφές" (στην Αρμενία), "Αραβικός καφές", ή "Μεσανατολικός καφές". Στις χώρες των Βαλκανίων ονομάζεται συνήθως "τουρκικός", ή "ελληνικός" (τα τελευταία χρόνια) ενώ στην Κύπρο καλείται "κυπριακός".

Παρασκευή
Παραδοσιακά χειροποίητα σύνεργα παρασκευής ελληνικού καφέ. (θήκη καφέ - ζάχαρης, αναδευτήρι, κουταλάκι και μπρίκι

Βασικό εργαλείο της παρασκευής του ελληνικού καφέ είναι το λεγόμενο μπρίκι, μέσα στο οποίο πρέπει να βράσει(σχεδόν) το μίγμα του νερού (75ml), με τον καφέ και τη ζάχαρη που ανακατεύουμε στην αρχή με το αναδευτήρι ή το κουταλάκι.
Επίσης χαρακτηριστικό είναι και το καϊμάκι, ένας πηχτός αφρός που δημιουργείται κατά την βράση του καφέ. Η παρασκευή του ελληνικού καφέ θεωρείται επιτυχημένη όταν το καϊμάκι διατηρείται κατά το σερβίρισμά του. Σερβίρεται σε φλυτζάνι μικρό ή χοντρό (του καφέ), αργα, κατά τις ακόλουθες ονομασίες παρασκευής:

* Σκέτος (75 ml νερό + 1 κουταλάκι καφέ)
* Μέτριος (75 ml νερό + 1 κουταλ. καφέ + 1 κουταλ. ζάχαρη)
* Γλυκός (75 ml νερό + 1 κουτ. καφέ και 2 κουτ. ζάχαρη).

Άλλες ονομασίες όπως "βαρύ γλυκός", ή "πολλά βαρύς" ή "βαρύ γλυκός και όχι", αφορούν την επιτυχία στο καϊμάκι με ανεβοκατέβασμα του μπρικιού όταν σερβίρεται στο φλυτζάνι συνήθως χοντρό.

* Όταν τοποθετούμε το μπρίκι στη χόβολη σκεπάζουμε αυτό μέχρι τη μέση τραβώντας με το κουταλάκι τη χόβολη γύρω του. Όταν ο καφές αρχίζει και φουσκώνει είναι έτοιμος για σερβίρισμα.

* Στο διπλό καφέ οι δοσολογίες απλά διπλασιάζονται.

Προέλευση
Η παρασκευή του καφέ με αυτόν τον τρόπο, χωρίς φιλτράρισμα, προέρχεται σχεδόν σίγουρα από τον αραβικό κόσμο. Στην Ελλάδα ήρθε μέσω των Τούρκων, κατά τη διάρκεια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με την παράδοση οι πρώτοι που παρασκεύασαν τέτοιου είδους καφέ ήταν οι Βεδουίνοι της Μέσης Ανατολής οι οποίοι έβαζαν την χύτρα του καφέ πάνω στην άμμο που κάλυπτε την στάχτη και τα κάρβουνα για να τα κρατήσει ζωντανά. Γι' αυτό υπάρχει και η παράδοση να ψήνεται ο καφές πάνω σε άμμο (στη χόβολη) στα παλαιομοδίτικα καφενεία. Η διαδοσή του στα Βαλκάνια πρέπει να είναι -σχεδόν σίγουρα- απόρροια της εμπορικής ακμής του λιμανιού της Υεμένης απ'όπου πρέπει να έφθασε και στον Ελλαδικό χώρο.
Η παρουσία του πρέπει να θεωρείται μακρά, από πολύ παλιά στην περιοχή, αφού στις αφηγήσεις για την άλωση της Κωνσταντινούπολης διαφοροι χρονικογράφοι αναφέρουν ότι η "Πόλις" είχε περί τα 300 με 500 καφενεία.

φίλοι που διαβήκανε κι ύστερα χαθήκανε.



Τσιγαράκι μου στριφτό,
της ζωής μου το γραφτό,
παίζω μες στο χέρι μου,
όπως το μαχαίρι μου.

Τσιγαράκι μου στριφτό,
το φιλί της το καυτό
και παλτό στον ώμο μου,
πήρα για τον δρόμο μου.

Τσιγαράκι μου στριφτό,
πια δε θέλω να σκεφτώ,
φίλους που διαβήκανε
κι ύστερα χαθήκανε.

Τσιγαράκι μου στριφτό,
έφυγα για να κρυφτώ,
απ' του κόσμου το άδικο
κι από το τρελάδικο.
Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

Να 'μουν αλλού να 'μουν αλλιώς να 'ξερα τι γυρεύω (τα γενέθλια)


Ζωρζ Σαρή  "ΤΑ ΓΕΝΕΘΛΙΑ"

"To όνειρο"

H κάμαρα είναι γεμάτη μπαλόνια. Μπαλόνια που πετάνε στον αέρα. H κάμαρα μοιάζει πολύ με την κάμαρα της Άννας, μόνο που δεν έχει έπυιλα. Είναι άδεια. O Παύλος στέκεται στη μέση της κάμαρας και φυσάει μέσα σ' ένα μπαλόνι και το μπαλόνι φουσκώνει, όλο φουσκώνει, κι έχει μάτια, μύτη κι ένα μεγάλο στόμα ανοιχτό. H Άννα θέλει να φωνάξει στον Παύλο: Μην το φουσκώνεις άλλο, θα σκάσει. H φωνή σκαλώνει στο λαρύγγι της και δε βγαίνει, κι ο Παύλος δεν την προσέχει, δεν τη βλέπει. Φυσάει , όλο φυσάει, και η Άννα πάει να τρέξει προς τη μεριά του, όμως τα πόδια της είναι κολλημένα στο πάτωμα κι όσο κι αν πασχίζει, δεν μπορεί να προχωρήσει. Σαν να 'ναι, λέει, θάλασσα πηχτή και να πρέπει να κολυμπήσει. Και τότε η Άννα αρχίζει να ουρλιάζει: «Το μπαλόνι μου, το κόκκινο μπαλόνι μου». Και το μπαλόνι κάνει ένα τρομερό «μπαμ» και σκάει, γίνεται χίλια κομμάτια. Χίλια γυαλάκια σκορπίστηκαν σ' όλο το δωμάτιο.
H Άννα ξύπνησε αλαφιασμένη. Ανασηκώθηκε στο κρεβάτι της. Από τις μισάνοιχτες γρίλιες έμπαινε κιόλας το φως της αυγής και είδε τα φουσκωμένα μπαλόνι« να κρέμονται στη σειρά, όπως τα είχε στολίσει χτες βράου ο Παύλος, ο αδερφός της.
«Αχ» αναστέναξε «όνειρο ήταν. Ti καλά!».
Ξανάπεσε στο στρώμα, κουλουριάστηκε κι έκλεισε τα
μάτια για να συνεχίσει ένα δικό της, αληθινό όνειρο.
H Άννα αύριο έχει τα γενέθλιά της. Θα κλείσει τα οχτώ και θα αρχίσει να περπατάει στα εννιά.
Αύριο έχει το πρώτο της πάρτι. Ένα αληθινό πάρτι με μεζέδες και τούρτα.
Αύριο θα γεμίσει το σπίτι παιδιά και μπαλόνια.Κόκκινα, κίτρινα, πράσινα μπαλόνια.
Αύριο θα της φέρουν δώρα. Πολλά δώρα. Πόσα δώρα; O νονός, ο Παύλος, η μαμά, ο μπαμπάς, η Κατερίνα κι όλα τα παιδιά...
Πότε θα φτάσει αυτό το αύριο;
Δε θέλει να κοιμηθεί άλλο. Πρέπει να τα βάλει όλα στη σειρά, να τα σκεφτεί. Μήπως ξέχασε κανέναν; Πόσοι θα 'ναι; Ένας ο Πέτρος, ο Αντρέας με την αδερφή του τρεις, και η Ήβη τέσσερις, και ο εαυτός της πέντε, τον Παύλο δε θα τον μετρήσει, είναι μεγάλος, ο Θανάσης... αχ, καλύτερα να μην κουβαλήσει τον αδερφό του, είναι πολύ μικρός και θα τους χαλάσει το παιχνίδι. Ποιος άλλος; O Αάκης είναι άρρωστος, έχει μαγουλάδες... Μας κάνουν; H Άννα έχασε το λογαριασμό. Από την αρχή: H Χριστίνα με το Γιώργο δύο... Άραγε θα 'ρθει η δεσποινίς Ρίτα; Θεούλη μου, σε παρακαλώ, κάνε να 'ρθει! Στο τηλέφωνο είπε στη μαμά: «Ευχαριστώ πολύ, κυρία Παυλίδη, θα κάνω τ' αδύνατα δυνατά να 'ρθω».
«Τ' αδύνατα δυνατά», έτσι είπε στη μαμά η δεσποινίς Ρίτα. Σήμερα, στο διάλειμμα, η Άννα θα την ξαναπαρακαλέσει. Πρέπει να 'ρθει. Γιατί πήγε στο πάρτι του Αντρέα; «Μην ξεχνάς» της είπε η μαμά της «πως η δεσποινίς Ρίτα είναι πολύ φίλη με τη μαμά του Αντρέα». «Ε, και; Ας γίνει και δική σου φίλη, μαμά». H μαμά γέλασε: «Κουταβάκι! Εγώ είμαι μεγάλη, η δεσποινίς Ρίτα είναι τόσο νέα. Είναι παιδί!» Άκου παιδί η δεσποινίς Ρίτα. Κοτζάμ δασκάλα! Πόσο χρονών να 'ναι;
H Άννα, την περασμένη βδομάδα, χάρισε στο Λάκη, για τα γενέθλιά του, ένα κόκκινο ημερολόγιο με μια χρυσή κλειδωνιά. Αύριο, όλοι θα της φέρουν δώρα. O Παύλος της είπε: «Διάλεξε τι θέλεις να σου αγοράσω: βιβλίο, μολύβια χρωματιστά ή ένα αληθινό στιλό;» Σήμερα πρέπει να τ' αποφασίσει. Δε θέλει ούτε μολύβια ούτε στιλά αληθινά, ξαληθινά. Ντρέπεται να του πει τι θέλει. Θα την κοροϊδέψει: «Κι άλλη κούκλα, έχεις πήξει στις κούκλες. Δεν τις βαρέθηκες;» Όχι, όχι, όσες πιο πολλές έχει, τόσο πιο πολύ ευχαριστιέται. Ποτέ, μα ποτέ δε θα βαρεθεί τις κούκλες της. Ποτέ! O νονός τής έφερε από τη Θεσσαλονίκη, πάει καιρός, μια αραπίνα. «Τόκο-τα» τη βάφτισε. O νονός έχει τα γενέθλιά του την ίδια μέρα με την Άννα. Αύριο θα 'ρθει από τη Θεσσαλονίκη μόνο γι' αυτό: να γιορτάσει μαζί με τη βαφτισιμιά του... Αύριο θα 'ρθει ο νονός... Αύριο έχω τα γενέθλιά μου... Αύριο ο νονός... αύριο γενέθλια... Oi λέξεις γίνονται νανούρισμα κι ο πρωινός ύπνος έρχεται και τη σκεπάζει σαν πουπουλένιο πάπλωμα και η Άννα ξαναμπαίνει μέσα στο όνειρο...
O Παύλος είναι μέσα στην κάμαρα. Βαστάει πολλά μπαλόνια: μπλε, κίτρινα, πράσινα, πάπιες μπαλόνια, γατάκια μπαλόνια, μακρουλά μπαλόνια σαν λουκάνικα, και πάλι το ίδιο κόκκινο μπαλόνι με το μεγάλο ανοιχτό στόμα. «Αχ, τι όμορφα τα μπαλόνια μου. Πίκου-Πίκου, σ' αγαπώ!» φώναξε η Άννα. Άρχισε να χορεύει πάνω στις μύτες των ποδιών της. «Κοίτα, Πίκου-Πίκου, τα κατάφερα, χορεύω πάνω στις μύτες των ποδιών μου!» - κι ο Παύλος γελάει, γελάει. «Μα γιατί λες πως δε βλέπουμε χρωματιστά όνειρα; Κοίτα, το μπαλόνι μου είναι κόκκινο, κόκκινο!
Και το βλέπω μέσα στο όνειρό μου». «Μα δεν είναι όνειρο, κουτή, είσαι ξύπνια». H Άννα τώρα πετάει μέσα στην κάμαρα. Πόσο νιώθει ελαφριά. Πόσο εύκολο είναι να πετάς. «Είμαι κι εγώ ένα μπαλόνι, ένα κόκκινο μπαλόνι!»
Έξω, στο δρόμο, τέσσερις τεράστιες ρόδες σταμάτησαν απότομα να γυρνάνε: Κόλλησαν πάνω στην άσφαλτο και στρίγκλισαν. H στριγκλιά σκαρφάλωσε ίσαμε το μπαλκόνι της Άννας, χώθηκε μέσα στην κάμαρα κι όλα τα μπαλόνια έσκασαν.
To σχολικό, το σχολικό, ξεφώνισε η Άννα και πετάχτηκε πάνω. Με ξέχασε ο μπαμπάς κι εγώ δεν είμαι έτοιμη. Πώς θα πάω σχολείο;
Ξυπόλυτη, έτρεξε στο παράθυρο και κοίταξε μέσα από τις χαραμάδες της γρίλιας.
Ένα στρατιωτικό τζυι ήταν σταματημένο μπροστά στην πόρτα της αντικρινής πολυκατοικίας.
Αχ, τι καλά, δεν είναι το σχολικό, χάρηκε.
Φέγγει, ξημέρωσε. O δρόμος είναι ήσυχος.
Στο τιμόνι του τζιπ κάθεται ένας στρατιώτης, ακίνητος, σαν μολυβένιος. H Άννα βλέπει τον κύριο Κυριακίδη να βγαίνει από τη μεγάλη κρυστάλλινη πόρτα. Tov κρατάνε δύο αξιωματικοί και τον σπρώχνουν να μπει μέσα στο τζιπ. Όμως ο κύριος Κυριακίδης δε θέλει και τότε ο ένας αξιωματικός τον χτυπάει στην πλάτη με το τουφέκι του. Μα γιατί ο κύριος Κυριακίδης φοράει πιτζάμες κάτω από τη σκούρα καμπαρντίνα του;
«Τώρα δεν κοιμάμαι» σκέφτεται. Γυρνάει το κεφάλι και κοιτάζει τα μπαλόνια της. Κρέμονται φουσκωτά φουσκωτά. «Τι παράξενο όνειρο, θα το πω στον Παύλο». H βρύση του μπάνιου τρέχει. Βάζει τις παντόφλες της και βγαίνει τρέχοντας από το δωμάτιο.
O Αντρέας Παυλίδης, ο πατέρας της, ξυρίζεται. Κάθε πρωί, χειμώνα, καλοκαίρι, ξυπνάει πρώτος. Στις έξι ακριβώς. Φτιάχνει τον καφέ του κι ύστερα ξυρίζεται. Δεν του αρέσει να βιάζεται. Oi κινήσεις του είναι αργές, αρμονικές. H γυναίκα του για να τον πειράξει του λέει πως μοιάζει με καλοκουρντισμένο ρολόι και κείνος γελάει.
To φως είναι αναμμένο γιατί το παράθυρο του μπάνιου δίνει σ' ένα θεοσκότεινο φωταγωγό. Τα μάγουλα του Αντρέα καθρεφτίζονται σκεπασμένα μ' άσπρους αφρούς.
Ένιωσε την κόρη του και γύρισε και την κοίταξε.
Ti έπαθες και ξύπνησες απ' τα χαράματα;
-To μπαμ με ξύπνησε. Όλα τα μπαλόνια που μου φούσκωσε ο Παύλος έγιναν χίλια κομμάτια... Σαν τον Αϊ- Βασίλη μοιάζεις, μπαμπά.
Γέλασε η Άννα.
Σσσς... θα ξυπνήσεις το σπίτι. Μα πώς έγιναν χίλια κομμάτια; Δεν καταλαβαίνω.
Στο όνειρό μου το είδα. Ήταν ένα παράξενο όνειρο, δεν πρέπει να το ξεχάσω, θα πάω να το πω στον Παύλο...
'Axf τον να κοιμηθεί, είναι νωρίς. Κάθισε εδώ να μου κάνεις παρέα. Μα τι σ' έπιασε και ξύπνησες από τα χαράματα;
M' αφού σου το 'πα, δεν ακούς; Με ξύπνησε πρώτα το μπαλόνι που έσκασε. To φούσκωνε, το φούσκωνε ο Παύλος, ώσπου έσκασε. Τρόμαξα τόσο πολύ, κι αμέσως πετάχτηκα από το κρεβάτι. Και, ξέρεις, κατάφερα να σταθώ στις μύτες των ποδιών μου. Χτες βράδυ, ο Παύλος μου φούσκωσε τα μπαλόνια για να 'ναι έτοιμα για τα γενέθλιά μου.
To ξυράφι γλιστράει απαλά πάνω στο μάγουλο. Ξεσκεπάζει το δέρμα καθαρό και λείο.
Ξέρεις τώρα με τι μοιάζεις, μπαμπά; Με μισό Αϊ-Βασίλη!
Μέσα από τον καθρέφτη ο μπαμπάς χαμογελάει στο κοριτσάκι με τα ξεχτένιστα μαλλιά.
Ti έγινε λοιπόν με το όνειρο...
Έβλεπα ένα χρωματιστό όνειρο. O Παύλος όμως λέει πως δεν μπορούμε να δούμε χρώματα στα όνειρά μας. Είναι αλήθεια αυτό, μπαμπά;
Σαν πολύ μπερδεμένα μου τα λες. Δεν κατάλαβα τίποτε...
Ουφ, δε με προσέχεις... Έβλεπα ένα όνειρο που ήταν γεμάτο μπαλόνια, κόκκινα, πράσινα, μακρουλά,.και του είπα του Παύλου: Να που βλέπω χρώματα, και κείνος μου είπε πως τα βλέπω επειδή είμαι ξύπνια.
Βρε τρελούτσικο, πήγες και ξύπνησες τον αδερφό σου;
H Άννα σούφρωσε τα χείλια έτοιμη να βάλει τα κλάματα.
Μα αφού σου λέω και ξαναλέω: στο ONEIPO μου τα είδα όλ' αυτά. Όχι βέβαια και τον κύριο Κυριακίδη, αυτός ήταν αληθινός. Toν έσπρωχναν και τον χτυπούσαν στην πλάτη με το τουφέκι, γιατί δεν ήθελε ν' ανεβεί στο τζυι.
O Αντρέας κοιτάζει το πρόσωπό του στον καθρέφτη. To ξύρισμα τέλειωσε.
Άννα μου, είμαι μια ζωντανή διαφήμιση: το τέλειο ξύρισμα με το ξυραφάκι Βιπ! Bιπ, μόνο Βιπ!
Τα μάτια της Άννας γέμισαν δάκρυα.
Όταν μιλάω εγώ ποτέ δε με προσέχεις. Μόνο τον Παύλο προσέχεις γιατί 'ναι μεγάλος.
Αννούλα μου, τι 'ναι αυτά που λες; Πάντα σε προσέχω. Είμαι όλος αυτιά. Λοιπόν, συνέχισε τ' όνειρό σου...
Μα σου είπα, ο κύριος Κυριακίδης δεν είναι όνειρο, είναι αλήθεια. Αλλά εγώ το ξέρω πως δεν τον χωνεύεις, άκουσα που το 'λεγες στη μαμά...
Μα τι σχέση έχει ο κύριος Κυριακίδης με τα μπαλόνια σου; Τέλος πάντων, μίλα καθαρά.
Τόση ώρα προσπαθώ. Σου λέω πως δύο στρατιώτες χτυπούσαν τον κύριο Κυριακίδη και με το ζόρι τον ανέβασαν σ' ένα τζιπ κι ένας άλλος στρατιώτης ήταν στο τιμόνι...
O Αντρέας χαμογέλασε στην κόρη του.
Ξέρεις, Αννούλα, έχει δίκιο η μαμά σου, με τέτοια φαντασία μια μέρα θά γίνεις συγγραφέας, μεγάλη συγγραφέας!
O θυμός κοκκίνισε τα μάγουλα της Άννας. O μπαμπάς της ήταν άδικος. Κοροϊδεύει, την ώρα που του μιλάει σοβαρά.
^- Ε, λοιπόν, κι εγώ δε σ' αγαπώ. Είσαι κακός, κακός...
O Αντρέας στενοχωρήθηκε. Άφησε την πετσέτα και πήγε κοντά της.
Μα τι έχεις, χρυσό μου, γιατί κλαις; Ti σου έκανα; Ξέρεις, δεν πρέπει να παίρνεις στα σοβαρά τα όνειρα...
H Άννα χώθηκε στην αγκαλιά του.
Μα σου είπα και σου ξανάπα, πατερούλη, δεν ήταν όνειρο. Toν κύριο Κυριακίδη αληθινά τον χτυπούσαν μ' ένα μεγάλο τουφέκι και τον έβαλαν με το ζόρι μέσα στο τζιπ.
O Αντρέας, όσο μπορούσε πιο ήρεμα, ρώτησε την Άννα:
-Για πες μου, για τον υπουργό μιλάς, τον κύριο Κυριακίδη που μένει απέναντί μας;
Χάρηκε η Άννα. Επιτέλους ο μπαμπάς της μιλούσε σοβαρά.
Ναι, γι' αυτόν μιλάω. Σηκώθηκα από το κρεβάτι και κοίταξα μέσα από τις γρίλιες. Δυο στρατιώτες με γαλόνια τραβούσαν τον κύριο Κυριακίδη και τον ανέβασαν στο τξιπ. O κύριος Κυριακίδης φορούσε τις πιτζάμες του.
O Αντρέας χλώμιασε.
Μια στιγμή, παιδί μου.
Βγήκε από το μπάνιο. Πήγε στο σαλόνι και γύρισε το κουμπί του ραδιοφώνου. Ακούστηκε ένα στρατιωτικό εμβατήριο. Άλλαξε σταθμό. Πάλι το ίδιο εμβατήριο. Στάθηκε αναποφάσιστος, σκεφτικός. Ύστερα ακούστηκε μια βαριά φωνή να λέει:
«Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως από του μεσονυκτίου ο στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της Χώρας».
H Άννα είχε σταθεί στην πόρτα και κοιτούσε. Δεν καταλάβαινε τι έλεγε το ραδιόφωνο, όμως ο μπαμπάς της, ξαφνικά, είχε γίνει ένας αλλιώτικος μπαμπάς.
Έτρεμε, τα χείλια του ήταν σφιγμένα, τα μάτια του κοιτούσαν χωρίς να βλέπουν.
Μα τι έπαθες, μπαμπάκα;
Δεν της απάντησε. Την έσπρωξε για να περάσει και πήγε σιην κρεβατοκάμαρα.
H γυναίκα του κοιμόταν.
Έσκυψε από πάνω της και τη σκούντηξε.
Μαρία, ξύπνα, έγινε δικτατορία.
Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

Συντριβάνι και νερό και χαμένο μου όνειρο.



Ένα χελιδόνι έχτισε τη φωλιά του μέσα στον ηλιακό ενός σπιτιού. Κάτω από τα κεραμίδια, στην άκρη της στέγης, ήταν κι η φωλιά ενός σπουργίτη. Μια μέρα φυσούσε κρύος άνεμος κι άρχισε να βρέχει. Το χελιδόνι δεν ηύρε τίποτα να φάει. Μέσα στα θεμέλια του τοίχου είχε τη φωλιά του ένα μυρμήγκι. Το χελιδόνι επήγε και παρακάλεσε το μυρμήγκι να του δώσει λίγο φαΐ κι ύστερα που θ’ ανοίξει ο καιρός να του το δώσει διπλό. Το μυρμήγκι ήθελε και δεν ήθελε, γιατί ήταν πολύ φιλάργυρο, αλλά, άμα άκουσε «διπλό», αποφάσισε και του έδωκε. Ο σπουργίτης τα έβλεπε από πάνω, αλλά δεν έλεγε τίποτε. Το καλοκαίρι τα χελιδόνια επλήθυναν και το μυρμήγκι χαιρόταν όσο έβλεπε τους χρεοφειλέτες του να δυναμώνουν. Από μέρα σε μέρα περίμενε να του πληρώσουν το χρέος τους, αλλά δεν τους έλεγε τίποτε, ώσπου είχαν μωρά μικρά. Άμα όμως τα μωρά τους εμεγάλωσαν, μια μέρα από το χάραμα του θεού σηκώθηκαν κι έφυγαν. Βγαίνει το μυρμήγκι από τη φωλιά του, κοιτάζει… πουθενά οι χρεοφειλέτες! Kει που συλλογιζόταν πού να πήγαν, κι αν θα τον πληρώσουν, ακούει τη σπουργίταινα από πάνω και λέει στον άντρα της: – Έμαθες το νέο; – Ποιο νέο; λέγει ο σπουργίτης. – Οι γειτόνοι μας, καλέ, τούτοι οι ξένοι, που κάθουνταν μέσ’ στον ηλιακό, χάθηκαν από το χάραμα του θεού. Έμαθες πού επήγαν; – Έφυγαν, καλέ, έφυγαν κι επήγαν πέρα, από κει που ήρθαν. Τους άκουσα που ετοιμάζονταν, πριν να χαράξει το φως. Τ’ ακούει το μυρμήγκι και λέει του σπουργίτη: – Ε! γείτονα, είναι πράμα τούτο; να το ξέρεις πως θα φύγουν και να μη μου το πεις; Καταστράφηκα ο κακομοίρης. Τους έδωκα δανεικά και τώρα έφυγαν και δεν μου έδωκαν μήτε μονά μήτε διπλά.
– Καλά να πάθεις! του λέει ο σπουργίτης. Οι πλεονέκτες έτσι παθαίνουν. Εγώ τις προάλλες σου εζήτησα πέντ’ έξι κουκιά σιτάρι και δεν μου έδωκες. Το χελιδόνι μόλις ήρθε, του έδωκες, γιατί σου έταξε διπλά. Πάρε τώρα! Ε, γείτονα, έχω μια συμβουλή να σου δώσω: Να κάμνεις δοσοληψίες με τον ντόπιο, όχι με τον ξένο.
Από τότε βγήκε κι η παροιμία: «Πάντα να κοιτάζεις το σπουργίτη που ’ναι ντόπιο κι όχι το χελιδόνι που ’ναι περαστικό».
(Ο σπουργίτης, το χελιδόνι και το μυρμήγκι-Λαϊκό παραμύθι )

(από το βιβλίο: Γ.Α. Μέγας, Ελληνικά Παραμύθια, Β΄, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας» I.Δ. Kολλάρου & Σιας A.E., 2001)

κλείσε τα μάτια μου και έλα να σε δω



Όποιος θέλει να μάθει να παίζει καλά τη λύρα, πηγαίνει κατά τα μεσάνυχτα σ’ ένα έρημο σταυροδρόμι, κι εκεί χαράζει κάτω στη γης με μαυρομάνικο μαχαίρι ένα γύρο, και μπαίνει μέσα και κάθεται και παίζει. Σε λίγο έρχονται απ’ ολούθες νεράιδες και τον τριγυρνούν. O σκοπός τους δεν είναι καλός, γιατί θέλουν να τον πατάξουν. Mα αφού δεν μπορούν να μπουν στο γύρο που ’ναι χαραμένος με μαυρομάνικο μαχαίρι, κοιτάζουν με κάθε τρόπο να τον ξεπλανέψουν και να τον τραβήξουν όξω. Kαι του λένε γλυκά λόγια και όμορφα τραγούδια και του κάνουν χίλια δυο τσακίσματα, μα κείνος, αν είναι φρόνιμος, κάνει πέτρα την καρδιά του κι εξακολουθεί να παίζει ατάραχα τη λύρα.
«Mα δεν την ξέρεις» του λένε, σαν ιδούν πως πάν’ τα πλανέματά τους στα χαμένα· «τι την παίζεις και χάνεις κόπο;» «Έτσι την έμαθα, έτσι την παίζω» τους αποκρίνεται ο λυράρης·«τι σας εγνοιάζει;» «Mπα, τίποτε» του λεν· μόνο, αν θέλεις, σε μαθαίνομε να παίζεις λύρα μια φορά, λύρα που να χορεύγουνε κι οι πέτρες». Kαι τον παρακαλούν να βγει από το γύρο. Kείνος δεν τις ακούει. Ύστερα από πολλά, του ζητούν μόνο τη λύρα. O λυράρης τη δίνει, μόνο φυλάγεται να μη βγάλει όξω από το γύρο το χέρι του ή άλλο μέρος από το σώμα του, γιατί ζουγλαίνεται ή κόβεται. Παίρνει τότε μια νεράιδα τη λύρα, την παίζει λίγες στιγμές με πολλή τέχνη, και του τη δίνει πάλι με δυσαρέσκεια και του λέγει: «Πάρε την, εσύ δε μας πιστεύεις. Nα βγεις έξω, και μεις θα σου μάθομε».
Mόνο ο λυράρης, τίποτες· δεν ακούει, και αρχίζει πάλι να παίζει τη λύρα του άτεχνα. Oι νεράιδες, που θέλουν να τον βλάψουν, κάνουν πολλές φορές το ίδιο με τη λύρα, για να γελαστεί καμιά φορά και να βγάλει παραέξω το χέρι του. Στο τέλος, όταν κράξει ο πετεινός, για να μη τις βρει η μέρα, του ζητούν να τους δώσει ένα, ό,τι κι αν είναι, για να τον μάθουν. Kι εκείνος βγάζει την άκρη από το μικρό του δαχτύλι, και το κόβουν αμέσως οι νεράιδες. Όμως δεν τον γελούν, παρά σε λίγη στιγμή τον μαθαίνουν να παίζει σαν κι αυτές, και ύστερα χάνονται.
Για εκείνο ένας καλός λυράρης, άμα τον παινούν πως έχει καλές κοντυλιές, λέγει καμιά φορά: «Aμ’ ίντα θαρρείτε; Eγώ τη λύρα την έμαθα στο σταυροδρόμι!»


(από το βιβλίο: Nικόλαος Γ. Πολίτης, Παραδόσεις, Γράμματα, 1994)
Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2011

μονάχα οι ιστορίες που τελειώνουν είναι όμορφες κι έχουνε ενδιαφέρον



Ζούσε κάποτε πέρα στην Ανατολή ένας τεμπέλης βασιλιάς. Δεν έκανε καμιά δουλειά. Ολημερίς ξαπλωμένος σε ντιβάνι με πολλά μαλακά μαξιλάρια, έβαζε να του λένε παραμύθια κι αυτός άκουε μαχμουρλίδικα.
Αμολούσε σ’ όλο του το βασίλειο πλήθος αυλικούς να μαζεύουνε και να στέλνουνε στο παλάτι όσους ξέρανε παραμύθια, άντρες ή γυναίκες, γέρους ή νέους, ντόπιους ή ξένους. Γιατί δε χόρταινε ν’ ακούει. Όταν τέλειωνε το παραμύθι, έπεφτε σε βαθιά πλήξη και δυστυχία. Γι’ αυτό ήθελε πάντα το ένα παραμύθι ν’ ακολουθάει το άλλο. Ακόμα κι όταν έτρωγε κι έπινε ή έπαιρνε το μπάνιο του στη χαβούζα* του παλατιού, ήθελε ν’ ακούει παραμύθια. Μονάχα αργά πολύ, μετά τα μεσάνυχτα, όταν τον έπαιρνε ο ύπνος, τότε σιωπούσανε κι οι παραμυθάδες και, πατώντας στα νύχια τους απάνω στα παχιά κιλίμια, φεύγανε σιγά σιγά να πάνε να ξεκουραστούνε κι αυτοί, οι βασανισμένοι!
Όσο πιο μεγάλο και μπερδεμένο ήταν το παραμύθι, τόσο περισσότερο του άρεσε. Ήταν παραμύθια που βαστούσανε μέρες και βδομάδες ολάκερες. Μα όσο μεγάλα και να ήτανε, ερχότανε επιτέλους η ώρα τους να τελειώσουν. Ε, τότε ο βασιλιάς γινότανε τρομερά δυστυχής. Αρρωστούσε, που έλεγες πως θα πεθάνει.
Είδε κι απόειδε αυτός, η δωδεκάδα του (το συμβούλιό του) κι ο γιατρός του, αποφασίσανε όλοι μαζί να στείλουνε τελάληδες* σ’ όλες τις επαρχίες και σε όλα τα χωριά του βασιλείου, να διαλαλήσουνε:
– Όποιος ξέρει ένα παραμύθι που να μην τελειώνει ποτέ, ας παρουσιαστεί να το πει του πολυχρονεμένου βασιλιά, κι αυτός θα του δώσει ένα σακί φλουριά και την κόρη του για γυναίκα.
Όσοι ακούγανε αυτά τα λόγια, αστράφτανε τα μάτια τους από τον πόθο να γίνουνε πολύ πλούσιοι και να παντρευτούν τη βασιλοπούλα. Κι όλοι νομίζανε πως θα τα καταφέρνανε να διηγηθούνε παραμύθι χωρίς τέλος. Το κάτω της γραφής, αν αποτυχαίνανε, δε θα είχανε να χάσουνε τίποτα.
Μα οι τελάληδες προσθέτανε στο τέλος:
– Όποιος όμως δε τα καταφέρει να διηγηθεί το ατέλειωτο παραμύθι, τότε ο βασιλιάς θα του κόψει το κεφάλι!
Όταν ακούγανε αυτήν την ποινή, τους έπιανε τρόμος και φόβος. Τότε νιώθανε πως ο βασιλιάς δε ζητούσε εύκολο πράμα. Και λέγανε συναμεταξύ τους:
– Αδύνατα πράγματα ζητάει.
Ωστόσο παρουσιαστήκανε στο βασιλιά δυο τρεις αποφασισμένοι ή να κερδίσουνε το στοίχημα ή να χάσουνε το κεφάλι τους. Ο πρώτος, που δοκίμασε να πει το ατέλειωτο παραμύθι, μπόρεσε να το βαστάξει τρεις μήνες. Μα ύστερα η φαντασία του είχε στερέψει. Μασούσε τα λόγια του, δεν έβρισκε τίποτα να πει και έτσι έχασε το κεφάλι του.
Τότε οι άλλοι δυο φοβηθήκανε κι ούτε καν τολμήσανε ν’ αρχίσουνε. Φύγανε, κι ευχαριστούσανε μάλιστα το Θεό που γλυτώσανε απ’ του Χάρου τα δόντια.
Πέρασε πολύς, πάρα πολύς καιρός, και κανένας δεν ερχόταν στο παλάτι γι’ αυτή τη δουλειά.
Όπου νά σου μια μέρα και παρουσιάζεται ένας ξένος –από πού ήταν, κανένας δεν ήξερε. Μα η εξυπνάδα του και το θάρρος του ήταν μεγάλα.
– Μεγάλε βασιλιά, είπε, αφού έκανε τον απαραίτητο τεμενά.* Άκουσα πως δίνεις μεγάλη αμοιβή σε κείνον που θα σου διηγηθεί ένα παραμύθι χωρις τέλος. Του δίνεις ένα σακί φλουριά και τη βασιλοπούλα. Είναι αλήθεια;
– Αλήθεια, απάντησε ο βασιλιάς. Αν όμως δεν πετύχει, τότε του παίρνω το κεφάλι.
– Το ξέρω κι αυτό, είπε ο ξένος. Κι είμαι αποφασισμένος να σου διηγηθώ εγώ μια ιστορία που δεν τελειώνει.
– Περιμένω ν’ αρχίσεις, είπε ο βασιλιάς και ξαπλώθηκε στον καναπέ απάνω στα πολλά μαξιλάρια.
Τότε ο ξένος στρογγυλοκάθισε στο πάτωμα απάνω στο κιλίμι μπροστά στο βασιλιά κι άρχισε:
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας μεγάλος βασιλιάς, που μάζεψε όλο το σιτάρι της απέναντι χώρας του και το κλείδωσε σε μιαν αποθήκη τόσο μεγάλη, που για να πας από την μιαν άκρη της έως την άλλη θα έπρεπε να περπατάς από το πρωί ίσαμε το βράδυ.
»Μια μέρα έπεσε στην πρωτεύουσα ένα μαύρο σύννεφο ακρίδες τόσο μεγάλο, που σκοτείνιασε ο ήλιος κι όλοι νομίσανε πως ήρθε η συντέλεια του κόσμου. Γιατί γεμίσανε οι δρόμοι, τα σπίτια, ο αέρας, από ακρίδες τόσο πυκνές, που δεν μπορούσες ν ’ανασάνεις.
»Αυτές οι αμέτρητες ακρίδες, αφού φάγανε όλα τα αμπέλια και τα δάση και δε χορτάσανε, μυριστήκανε τελευταία και την αποθήκη του σιταριού. Μα η αποθήκη ήταν πολύ καλά κλεισμένη από παντού, κι όχι μονάχα δεν είχε παράθυρα ή καμινάδες, μα ούτε και καμιά σκισμάδα για να μπορέσουνε να τρυπώσουνε μέσα και να φάνε το σιτάρι.
»Κάμποσες μέρες φέρνανε βόλτα γύρω στην αποθήκη και κοιτάζανε με προσοχή όλες τις μεριές, μπας και βρεθεί πουθενά καμιά τρυπίτσα ή καμιά χαραμάδα. Μα επιτέλους μια τυχερή ακρίδα ανακάλυψε στην ανατολική πλευρά της αποθήκης μια μικρούλα σκισμάδα, που μόλις χωρούσε μοναχή της. Μπήκε το λοιπόν μέσα, πήρε ένα σπειρί σιτάρι και βγήκε.
»Άμα βγήκε αυτή, μπήκε μια δεύτερη ακρίδα, πήρε κι αυτή ένα δεύτερο σπειρί σιτάρι και βγήκε. Άμα βγήκε κι αυτή, μπήκε μια τρίτη ακρίδα, πήρε κι αυτή ένα τρίτο σπειρί σιτάρι και βγήκε. Ύστερα μπήκε μια τέταρτη ακρίδα και πήρε ένα τέταρτο σπειρί σιτάρι, κι άμα βγήκε κι αυτή, μπήκε μια πέμπτη ακρίδα κτλ…»
Περάσανε μέρες, βδομάδες, μήνες, χρόνια, κι ο ξένος αξακολουθούσε να λέει από το πρωί ώς το βράδυ το ίδιο πράμα:
«Ύστερα μπήκε μια άλλη ακρίδα και πήρε άλλο σπειρί σιτάρι. Άμα βγήκε αυτή, μπήκε άλλη ακρίδα και πήρε ένα άλλο σπειρί σιτάρι…»
Περάσανε έτσι δυο χρόνια κι ο ξένος έλεγε και ξανάλεγε από το πρωί ώς το βράδυ το ίδιο χαβά.* Ο βασιλιάς στενοχωριότανε πολύ, ώσπου μια μέρα τονε ρώτησε θυμωμένος:
– Δε μου λες, πόσον καιρό αυτές οι ακρίδες θα μπαίνουνε και θα βγαίνουνε;
– Μα, βασιλιά μου πολυχρονεμένε, ώς τώρα οι ακρίδες αδειάσανε μια πιθαμή σιτάρι από την αποθήκη. Και μένουνε ακόμα τριακόσιες πιθαμές και μιλιούνια ακρίδες. Ίσως μετά εξακόσια χρόνια θα κατορθώσουν να μπούνε στην αποθήκη όλες οι ακρίδες μια μια και ν’ αδειάσουνε το σιτάρι. Και πάλι βλέπουμε…
Τότε πια ο βασιλιάς δε βάσταξε. Γούρλωσε τα μάτια του, τινάχτηκε από το ντιβάνι και ξεφώνισε με όλη του τη δύναμη:
– Καταραμένε άνθρωπε. Θα με τρελάνεις! Άι στο καλό! Έχασα το στοίχημα! Πάρε το σακί τις λίρες και την κόρη μου κι άφησέ με ήσυχο.
Έτσι ο έξυπνος αυτός ξενοτοπίτης πήρε τα χρήματα, πήρε τη βασιλοπούλα κι έγινε και διάδοχος του θρόνου.
Ο βασιλιάς είχε γεράσει πολύ κι ευχαριστιότανε τώρα ν’ ακούει παραμύθια κι ιστορίες που είχανε τέλος. Κάθε τόσο συνήθιζε να λέει:
– Είμαι ευχαριστημένος, που έμαθα πως μονάχα οι ιστορίες που τελειώνουν είναι όμορφες κι έχουνε ενδιαφέρον.
Άμα πέθανε, έγινε βασιλιάς ο έξυπνος γαμπρός του. Και το κράτος ευτύχησε. Μα οι ιστορικοί δε συμφωνήσανε ακόμα από ποιον τόπο ήταν αυτός ο ξένος.



* χαβούζα: δεξαμενή.
* τελάλης: κήρυκας.
* ο τεμενάς: η υπόκλιση.
* χαβάς: τραγούδι, τα ίδια λόγια.


(από το βιβλίο: Aνθολόγιο για τα παιδιά του Δημοτικού, μέρος δεύτερο, Oργανισμός Eκδόσεως Διδακτικών Bιβλίων, 1975)

Η σφαίρα αδέσποτη εκείνου που αστοχεί



Το ρολόι που σταμάτησε στις εφτά
Σ’ έναν από τους τοίχους του δωματίου μου κρέμεται ένα ωραίο παλιό ρολόι που δεν δουλεύει πια. Οι δείκτες του, σταματημένοι, δείχνουν πάντοτε την ίδια ώρα: εφτά ακριβώς.
Σχεδόν πάντα, το ρολόι είναι μόνο ένα άχρηστο διακοσμητικό πάνω σ’ έναν ασπριδερό και άδειο τοίχο. Ωστόσο, υπάρχουν δύο στιγμές στην διάρκεια της ημέρας, δύο φευγαλέες στιγμές, που το παλιό ρολόι μοιάζει να ανασταίνεται από τις στάχτες του σαν τον φοίνικα.
Όταν όλα τα ρολόγια της πόλης μέσα στην τρελή τους πορεία δείχνουν εφτά, όταν όλοι οι κούκοι και τα μηχανικά γκονγκ σημαίνουν εφτά φορές, το παλιό ρολόι της κάμαρας μου δείχνει να παίρνει ζωή. Δύο φορές την ημέρα, μία το πρωί και μία το βράδυ, το ρολόι μου νοιώθει σε απόλυτη αρμονία με το υπόλοιπο σύμπαν.
Αν κάποιος κοίταζε το ρολόι εκείνες τις δύο στιγμές θα έλεγε ότι λειτουργεί στην εντέλεια. Μόλις, όμως, περάσει εκείνη η στιγμή, όταν όλα τα ρολόγια πάψουν να σημαίνουν και οι δείκτες τους συνεχίσουν τον μονότονο δρόμο τους, το παλιό μου ρολόι χάνει τον βηματισμό του και παραμένει πιστό σ’ εκείνη την ώρα που κάποτε σταμάτησε.
Εγώ αγαπώ αυτό το ρολόι. Κι όσο περισσότερο μιλώ γι’ αυτό, τόσο περισσότερο το αγαπώ. Γιατί νοιώθω ότι ολοένα και περισσότερο του μοιάζω.
Είμαι κι εγώ σταματημένος σε μια στιγμή.Κι εγώ νιώθω καρφωμένος και ακίνητος. Κι εγώ είμαι, κατά κάποιον τρόπο, ένα άχρηστο διακοσμητικό σ’ έναν άδειο τοίχο.
Όμως, επίσης, απολαμβάνω τις φευγαλέες στιγμές κατά τις οποίες, μυστηριωδώς, έρχεται η ώρα μου.
Εκείνη την ώρα νοιώθω ζωντανός. Όλα είναι ξεκάθαρα και ο κόσμος γίνεται υπέροχος. Μπορώ να δημιουργήσω , να ονειρευτώ, να πετάξω, να πω και να αισθανθώ περισσότερα πράγματα εκείνες τις στιγμές απ’ όσο όλο τον υπόλοιπο καιρό. Αυτές οι αρμονικές συγκυρίες επαναλαμβάνονται συχνά, σαν μια αναπόφευκτη αλληλουχία.
Την πρώτη φορά που το ένοιωσα προσπάθησα να γαντζωθώ σ’ εκείνη την στιγμή, νομίζοντας ότι θα μπορούσα να την κάνω να διαρκέσει για πάντα. Δεν έγινε έτσι όμως. Όπως στον φίλο μου, το ρολόι, έτσι κι εμένα μου ξεφεύγει ο χρόνος των άλλων.
...Όταν περάσουν οι στιγμές αυτές, τα υπόλοιπα ρολόγια, που φωλιάζουν σε άλλους ανθρώπους, συνεχίζουν την πορεία τους, κι εγώ επιστρέφω στο ρουτινιάρικο στατικό μου θάνατο, στη δουλειά μου, στις συζητήσεις του καφενείου, στην ανία μου, που συνηθίζω ν΄ αποκαλώ ζωή.
Ξέρω, όμως, ότι η ζωή είναι άλλο πράγμα.
Ξέρω ότι η ζωή, η αληθινή, είναι το άθροισμα εκείνων των στιγμών που, μολονότι φευγαλέες, μας επιτρέπουν να αντιλαμβανόμαστε το συντονισμό μας με το σύμπαν.
Σχεδόν όλος ο κόσμος νομίζει- ο δυστυχής- ότι ζει.
Υπάρχουν μονάχα στιγμές πληρότητας, και εκείνοι που δεν το ξέρουν κι επιμένουν να θέλουν να ζουν διαρκώς, θα μείνουν καταδικασμένοι στον γκρίζο και επαναληπτικό βηματισμό της καθημερινότητας.
Γι’ αυτό σ’ αγαπώ , παλιό μου ρολόι. Γιατί εσύ κι εγώ είμαστε το ίδιο.
Βασισμένο σ' ένα διήγημα του Τζιοβάνι Παπίνι (1881-1956) από το βιβλίο "Να σου πω μια ιστορία" του Χόρχε Μπουκάι.
(πηγή αρμενίστρια)
Κυριακή 9 Ιανουαρίου 2011

Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη;



Είναι βαρύς ο αγέρας σαν μολύβι
Φωνάζω, φωνάζω, φωνάζω
Ελάτε γρήγορα σας φωνάζω
Να λειώσουμε το μολύβι

Κάποιος μου λέει
Φωτιά θα πάρεις απ’ την ίδια σου φωνή
Θα γίνεις στάχτη
Στάχτη σαν τον Κερέμ
Που κάηκε απ’ τον έρωτά του

Και εγώ του λέω
Ας καώ, ας γίνω στάχτη σαν τον Κερέμ
Αν δεν καώ εγώ
Αν δεν καείς εσύ
Αν δεν καούμε εμείς
Πώς θα γενούν τα σκοτάδια λάμψη
Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2011

Κι ένας αέρας ζεστός γιασεμιά φορτωμένος, φυσάει βουρκωμένος.



Το γιασεμί ή ίασμος (λατ. Jasminum) είναι γένος αγγειόσπερμων, δικότυλων φυτών το οποίο ανήκει στην οικογένεια των Ελαιοειδών (Oleaceae).

Υπάρχουν 300 περίπου είδη που απαντώνται στις εύκρατες και θερμές χώρες της γης . Είναι αναρριχώμενος θάμνος, συνήθως αειθαλής αλλά και φυλλοβόλος. Τα φύλλα του εναλλάσσονται είναι απλά ή τρίφυλλα και πτερωτά. Τα άνθη του είναι λευκά στα περισσότερα είδη αλλά και κίτρινα, λευκά-ροζ, ροζ, γαλάζια και μπλε. Είναι αρωματικά και αναδύουν ένα γλυκό πολύ ευχάριστο άρωμα. Ο καρπός του γιασεμιού είναι ράγα με 2 λοβούς. Είναι διακοσμητικό φυτό και καλλιεργείται σε γλάστρες και κήπους.

Το γιασεμί πολλαπλασιάζεται με εμβολιασμό, με μοσχεύματα ή με καταβολάδες. Είναι ευαίσθητο στο δυνατό κρύο και τον παγετό ενώ αγαπά τη ζέστη και τη μεγάλη ηλιοφάνεια.

Εκτός από διακοσμητικά μερικά είδη του καλλιεργούνται για βιομηχανικούς σκοπούς και χρησιμοποιούνται ευρέως στην αρωματοποιία. Η καλλιέργεια των ειδών αυτών γίνεται κοντά σε παραθαλάσσιες περιοχές, γιατί η θαλάσσια αύρα είναι ευεργετική για την ανάπτυξη τους.

Οι ρίζες του γιασεμιού δεν αναπτύσσονται πολύ ούτε διεισδύουν βαθιά στο έδαφος. Είναι πολυετές φυτό και χρησιμοποιεί το έδαφος μακροχρόνια και η καλλιέργεια του διαρκεί γύρω στα 15 χρόνια. Τα άνθη του αναπτύσσονται από τον πρώτο χρόνο αλλά είναι λίγα ενώ σημαντική παραγωγή λουλουδιών έχουμε από τον τρίτο χρόνο. Τα είδη των γιασεμιών που φυτεύονται σε αγρούς χρειάζονται αρκετό πότισμα όταν η περίοδος των βροχών σταματήσει. Το έδαφος πρέπει να λιπαίνεται με διάφορα λιπάσματα και κοπριά, ενώ το φυτό χρειάζεται κλάδεμα και αφαίρεση των ξερών βλαστών και φύλλων. Η συλλογή των λουλουδιών γίνεται τις πρώτες πρωινές ώρες και τους μήνες Ιούνιο έως Οκτώβριο.

Από το γιασεμί εξάγεται ένα αιθέριο έλαιο γνωστό με την ονομασία γιασμινέλαιο. Για την εξαγωγή αυτού του ελαίου χρησιμοποιούνται 2 μέθοδοι, η απόσταξη και η εκχύλιση.

Το αιθέριο έλαιο αυτό χρησιμοποιείται στην αρωματοποιία. Περιέχει λινολικό οξύ, γερανιόλη, βενζυλικό οξύ, ευγενόλη, τερπινεόλη και λιναλοόλη. Είναι απαραίτητο συστατικό σχεδόν όλων των αρωμάτων.

Η Γαλλία είναι πρώτη στον κόσμο στην παραγωγή γιασμινελαίου. Ακολουθούν η Κίνα, η Ιταλία, η Αίγυπτος και η Ελλάδα.

Τα σπουδαιότερα είδη γιασεμιού είναι:

1-Φρούτικανς . Βρίσκεται αυτοφυές στην Ελλάδα στις περιοχές της Μεσογείου και στη δυτική Ασία. Είναι αειθαλής θάμνος που φτάνει σε ύψος τα 2 μέτρα. Έχει κίτρινα άνθη, βρίσκονται δε στις κορυφές των κλαδιών που είναι αρκετά σκληρά και εύθραυστα.

2-Οφισινάλις. Θάμνος με όρθιο, λείο και αποξυλωμένο βλαστό. Κατάγεται από το Ιράν και τα Ιμαλάια και είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στο ψύχος. Υπάρχουν μορφές ποικιλόφυλλες με διπλά άνθη. Το γιασεμί οφισινάλις είναι η κύρια πηγή του γιασμινέλαιου.

3-Χιουμίλ. Θάμνος που έρπει και ο βλαστός του φτάνει και τα 7 μέτρα μήκος. Τα κλαδιά του είναι λεία, τα φύλλα του αρκετά παχιά και τα άνθη του σχηματίζουν πυκνές ταξιανθίες. Είναι ανθεκτικός στις χαμηλές θερμοκρασίες των εύκρατων περιοχών.

4-Μεγαλοανθής. Θάμνος με ασιατική καταγωγή, πατρίδα του θεωρείται η Μαλαισία όπου παλαιότερα το χρησιμοποιούσαν σε εορτές και τελετές. Καλλιεργείται στις νότιες περιοχές της Γαλλίας ,στην Αίγυπτο τη Σικελία, τη Συρία, το Λίβανο και την Παλαιστίνη για την παραγωγή του γιασμινελαίου. Στην Ελλάδα είναι γνωστό και ως γιασεμί της Χίου. Από το βλαστό του κατασκευάζονται πίπες ανατολίτικου τύπου πολύ καλής ποιότητας.

5-Μπουγαρίνι ή φούλι. Θάμνος αναρριχώμενος που φτάνει σε μεγάλο ύψος. Τα κλαδιά του σχηματίζουν πολλές γωνίες και τα φύλλα του είναι μεγάλα με νευρώσεις. Τα άνθη του είναι μεγάλα ,λευκά με εξαιρετικό άρωμα. Καλλιεργείται σαν καλλωπιστικό και για την παρασκευή του έξοχου ομώνυμου αρώματος, ενώ μία μορφή του με διπλά άνθη έχει την ονομασία γκραντούκα τα άνθη του, δε, χρησιμοποιούνται στο αρωματικό τσάι.

Μη φοβάσαι, μη δειλιάζεις, και μη λες θα φύγω οι όμορφες στιγμές κρατάνε λίγο


Ελπίζω σε χαμόγελα, σε πρόσωπα, ελπίζω σ’ ανώτερες ψυχές
σε καθαρά μυαλά, σε μένα, σε σένα αληθινά ελπίζω
στην αγάπη, και στης νύχτας το φεγγάρι, ελπίζω
στο χιόνι, που πέφτει μόνο του το βράδυ
στο καλό, ελπίζω, και στην, μεγάλη του τη χάρη, στον ήλιο
που θα βγει, στον ουρανό, αύριο το πρωί και πάλι
μην φύγεις, δεν θέλω να σβήσουν
οι όμορφες, στιγμές, που πέρασα μαζί σου, ελπίζω
ω ω ελπίζω

Μη φοβάσαι, μη δειλιάζεις, και μη λες θα φύγω
οι όμορφες στιγμές κρατάνε λίγο

Στη μέρα που φεύγει χωρίς μια ντροπή
κάθε όμορφο πράγμα, για λίγο στη Γη
η αλήθεια που φέρνει στον κόσμο, ένα μικρό παιδί

Κοντά σου μόνο βλέπω και ξορκίζω το κακό
τις νύχτες κάνω όνειρα δεν είμαι μοναχός
και αγαπώ εσένα που όταν θέλεις κρύβεις μέσα σου θεό

Μη φοβάσαι, μη δειλιάζεις και μη λες θα φύγω
οι όμορφες στιγμές κρατάνε λίγο

Ελπίζω σ’ όλα αυτά ελπίζω
και σ’ άλλα πολλά ελπίζω

Ελπίζω, σε όλ’ αυτά ελπίζω
και σ’ άλλα πολλά ελπίζω

Μη φοβάσαι, μη δειλιάζεις και μη λες θα φύγω
οι όμορφες στιγμές κρατάνε λίγο
Παρασκευή 7 Ιανουαρίου 2011

ρίχναμε κρασί μες στη μητέρα φύση να πλύνει το φονιά

Επιστολή μαθητή Λυκείου της Κερατέας προς Κυβερνώντες και ΜΜΕ
 
 
Αγαπητοί Κοι που κυβερνάτε αυτόν τον τόπο, (συμπεριλαμβανομένων και των ΜΜΕ), 
Τις τελευταίες 10 ημέρες ζώ – βλέπω γεγονότα στην πόλη μου τα οποία με έκαναν να μεγαλώσω απότομα να καταλάβω και να βιώσω μέσα μου μερικές αλήθειες που μέχρι τώρα μόνο υποπτευόμουν χωρίς να είμαι σίγουρος! Είμαι 16 χρονών μαθητής του Λυκείου Κερατέας και στέλνω αυτήν την επιστολή σ ΄ αυτούς που κυβερνούν, παίρνουν αποφάσεις, ενημερώνουν, ενεργούν και ορίζουν το μέλλον μας! Το μέλλον των παιδιών μιας χώρας περήφανης με ένδοξο και λαμπρό παρελθόν, μίζερο – στενάχωρο παρόν δίχως αξίες, δικαιοσύνη, ισότητα, αξιοκρατία και ένα μέλλον δυσοίωνο, άσχημο και καταθλιπτικό χωρίς την ύπαρξη όλων αυτών που χαρακτηρίζουν την ουσία και την ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης


  • Η πόλη που γεννήθηκα και μεγάλωσα είναι 8 χμ από την θάλασσα, έχει βουνά με δάση και ομορφιές απείρου κάλλους! Το όμορφο περιβάλλον και η πλούσια φύση είναι αναπόσπαστα κομμάτια της πόλης μου – της ζωής μου.  Έρχεστε λοιπόν εσείς Κε Πρωθυπουργέ, Κα  Μπιρμπίλη, Κε Πάγκαλε, Κε Μπόμπολα…Κοι υπεύθυνοι, και σχεδιάσατε να δημιουργήσετε μια μεγάλη χωματερή (Χ.Υ.Τ.Α) στην περιοχή του Οβριόκαστρου λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω από το κέντρο της Κερατέας, της πόλης μου. Η σύμβαση μιλάει για ΧΥΤΑ και όχι ΧΥΤΥ όπως διαρρέει εσκεμμένα ο Τυπος και τα ΜΜΕ. Ακόμη κι εγώ ένα 16χρονο παιδί με λίγη ενημέρωση από το Ιντερνετ κατάλαβα την διαφορά όπως κατάλαβα και το μέγεθος της καταστροφής που θα επωμιστούμε όλοι όσοι ζούμε εδώ! Ακόμη κι εγώ ενημερώθηκα ότι ο Χώρος Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων, μια τεραστίων διαστάσεων χωματερή δηλαδή,  απορρίπτεται από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως λύση ξεπερασμένη και τρομερά ζημιογόνα στο περιβάλλον ενώ έχει ανακαλύψει εδώ και χρόνια σύγχρονες υποδομές διαχείρισης απορριμμάτων, οι οποίες προστατεύουν και το περιβάλλον και την υγεία των κατοίκων, πράγματα που δεν συμπεριλαμβάνονται στα σχέδιά σας για μας.

    Αγαπητοί Κοι, πως μπορείτε να με πείσετε ότι δεν λειτουργείτε παράνομα αφού:
    ·Η περιοχή ανήκει στην ευρύτερη περιοχή της Λαυρεωτικής που έχει χαρακτηριστεί ως "Τοπίο Ιδιαιτέρου Φυσικού Κάλλους" (ΦΕΚ 852/Β/03-09-1980)
    ·Η περιοχή είναι Ιστορικός και Αρχαιολογικός Χώρος (ΦΕΚ 107/Β/29-12-1995)
    ·Μέσα στον προτεινόμενο χώρο υπάρχει νόμιμη κατοικία

    Πως μπορείτε να με πείσετε ότι ενδιαφέρεστε για το περιβάλλον και την υγεία μας όταν εκεί που σχεδιάζεται να τοποθετηθεί ο Χ.Υ.Τ.Α. θα μολύνει τον υδροφόρο ορίζοντα και τις παραλίες αφού στο κέντρο του χώρου υπάρχει πηγή και το υδατόρευμα Μουζάκι διασχίζει κατά μήκος όλο τον χώρο των εγκαταστάσεων; Η περιοχή είναι πλούσια σε ορυκτά, τόσο σε ποσότητες, όσο και σε ποικιλία μεταλλευμάτων ενώ επίσης υπάρχουν αρχαίες μεταλλευτικές στοές.

    Παρόλα αυτά δώσατε εντολή στα ΜΑΤ να καταλάβουν τον χώρο ώστε να ξεκινήσουν οι εργασίες κατασκευής δίχως να ακούσετε ούτε να νοιαστείτε στο ελάχιστο για μας τα παιδιά που τρώμε, πίνουμε και αναπνέουμε σ ΄ αυτήν την Πόλη!

    Ένιωσα και νιώθω τόσο μεγάλη θλίψη! Απογοήτευση! Και Οργή όταν μαζί με όλους σχεδόν τους συμμαθητές και συμμαθήτριές μου διαδηλώσαμε μπροστά στα Ματ κι εκείνοι μας χτύπησαν άσχημα ενώ μας πέταξαν χημικά χωρίς λόγο και αιτία. Μας ξυλοφορτώνουν κάθε βράδυ όταν πάμε με φίλους να δώσουμε παρόν στον αγώνα μας, στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας της Πόλης μου από αδίστακτους καταπατητές!
    Πόση ντροπή και εξευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας ένοιωσα όταν συνέλαβαν έναν φίλο μου ηλικίας 16 χρονών, του πέρασαν χειροπέδες και του κατέβασαν τα παντελόνια!
    Ήμουν μπροστά και είδα πολλά! Ξύλο, βρισιές, χημικά σε γέρους και γυναίκες.. πολλά τα οποία με έκαναν να χάσω την παιδική αφέλειά μου και να δώ το άλλο πρόσωπό σας.  Μια ερώτηση τριγυρνάει μέρες στο μυαλό μου, μια ερώτηση απευθυνόμενος σε σας Κοι Υπεύθυνοι, ΓΙΑΤΙ;; Γιατί συμβαίνουν και γιατί κάνετε τέτοια πράγματα; Τι στόχους έχετε; Τι οφέλη;

    Σ΄ αυτές τις λίγες γραμμές προσπαθώ να αποτυπώσω και να δείξω την αλήθεια που συμβαίνει εδώ στην Πόλη μου, την αλήθεια Κύριοι εσείς των ΜΜΕ που εσκεμμένα αποκρύβετε!
    Το μάθημα Τεχνολογία Επικοινωνιών το οποίο διδάσκομαι κάπου αναφέρει ότι τα ΜΜΕ θεωρούνται 4η εξουσία και καθορίζουν τα πολιτικά δρώμενα σε κάθε χώρα. Αυτή η αναφορά του βιβλίου συζητήθηκε και πέρασε στ΄ αυτιά μας δίχως να κατανοήσουμε σε βάθος τον τρόπο με τον οποίο γίνετε αυτό. Εξ αιτίας λοιπόν όλων αυτών που συμβαίνουν στην περιοχή μου έμαθα και κατανόησα πολύ καλά πως τα ΜΜΕ επηρεάζουν την Πολιτική ζωή αλλά και την Κοινωνία μας! Κανένα κανάλι από τα ΜΜΕ δεν αναφέρεται με σαφήνεια και ειλικρίνεια στα γεγονότα που συμβαίνουν στην Κερατέα, δυστυχώς ούτε ο τύπος παρά μόνο λίγα ενημερωτικά sites και blogs στο Ιντερνετ. Βέβαια μερικοί δεν διστάζουν να παραπληροφορήσουν, να κρύψουν την αλήθεια και να επηρεάσουν την κοινή γνώμη. Το να είσαι Δημοσιογράφος το θεωρώ λειτούργημα! Η αληθινή και σωστή ενημέρωση είναι μεγάλη αξία!  Πείτε μου Λοιπόν Κύριοι Δημοσιογράφοι και καναλάρχες, γιατί δεν μεταδίδετε τα γεγονότα στην Κερατέα και δεν ενημερώνετε τον κόσμο όπως του αξίζει να ενημερωθεί; Γιατί δεν δείχνετε όλη την αλήθεια, τον αγώνα, την υποβάθμιση, τον εξευτελισμό που ζούνε οι κάτοικοι και τα παιδιά της πόλης αυτής; Πιστεύετε πως οι Έλληνες πολίτες ενδιαφέρονται να μάθουν για τον «Καινούριο έρωτα του Χατζηγιάννη ή για την ζωή της Μενεγάκη» περισσότερο από γεγονότα και αποφάσεις βίας κατά των κατοίκων μιας πόλης 15.000 ανθρώπων; Πιστεύετε πως το X-Factor αφορά περισσότερο τους συνομήλικούς μου απ ότι το μάθουν πως μερικοί μαθητές του Λυκείου Κερατέας έφαγαν ξύλο γιατί δεν θέλουν να ζουν κοντά στα σκουπίδια;  Αλήθεια δείξατε στον κόσμο σήμερα πως ο Μητροπολίτης Μεσογαίας και Λαυρεωτικής ευλόγησε των αγώνα όλων των κατοίκων ενάντια στα συμφέροντα των μεγάλων κατασκευαστών που θέλουν να φτιάξουν ΧΥΤΑ στην Κερατέα.

    Πιστεύω όμως και διατηρώ την ελπίδα πως πάνω από συμφέροντα, κέρδη και εξουσία θα βάλετε εμάς τους νέους, τα παιδιά σας σε πρώτη μοίρα και θα ενεργείτε πάντα για το καλό μας!  
    Εμείς θα συνεχίσουμε τον αγώνα που ξεκινήσαμε μέχρι τελικής πτώσεως και εξάντλησης!