Τρίτη 15 Φεβρουαρίου 2011

Περίεργο, ἂν καὶ κάνει κρύο, τώρα πιὰ δὲν κρυώνω, ἀντίθετα ζεσταίνομαι




The Happy Prince, by Oscar Wilde (απόσπασμα)

Ψηλά πάνω ἀπ᾿ τὴν πόλη, σὲ μιὰ μεγάλη κολώνα, ὀρθώνεται τὸ ἄγαλμα τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα. ὅλο τὸ ἄγαλμα εἶναι σκεπασμένο μὲ λεπτὰ φύλλα ἀπὸ ὑπέροχο καθαρὸ χρυσάφι, ποὺ λάμπουν καὶ ἀστράφτουν σὰν πορφυρένια λέπια. Στὴν θέση τῶν ματιῶν βρίσκονται δυὸ λαμπερὰ ζαφείρια, ἐνῷ ἕνα μεγάλο κόκκινο ρουμπίνι γυαλίζει στὴ λαβὴ τοῦ ξίφους του.

Τὸ ἄγαλμα αὐτὸ ὅλοι τὸ θαύμαζαν πάντοτε. «Εἶναι πιὸ ὡραῖο κι ἀπὸ ἕναν τενεκεδένιο πετεινὸ ποὺ μᾶς δείχνει κατὰ ποῦ φυσάει ὁ ἄνεμος», παρατήρησε κάποτε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἄρχοντες τῆς πολιτείας, ποὺ ἤθελε νὰ ἔχει τὴ φήμη φιλότεχνου· «ἔ, μόνο βέβαια ποὺ δὲν εἶναι τὸ ἴδιο χρήσιμο μὲ τὸν πετεινό», πρόσθεσε ὁ ἴδιος, ἔ, γιὰ μὴν νομίζουν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι πὼς δὲν εἶχε καὶ πρακτικὸ μυαλό.

«Ἄχ, γιατί νὰ μὴ μοιάζεις κι ἐσὺ παιδάκι μου μὲ τὸν εὐτυχισμένο πρίγκιπα», ρώτησε μιὰ εὐαίσθητη μητέρα τὸ μικρό της τὸ παιδί, ποὺ ἔκλαιγε ὅλη τὴν ἡμέρα καὶ τῆς ζητοῦσε τὸ φεγγάρι. «Ὁ εὐτυχισμένος πρίγκιπας δὲν κάνει ποτὲ τέτοια τρελλὰ ὄνειρα σὰν τὰ δικά σου· κι οὔτε κλαίει ποτὲ γιὰ τὸ τίποτα».

«Χαίρομαι πολὺ ποὺ βλέπω νὰ ὑπάρχει κάποιος ἀπόλυτα εὐτυχισμένος σ᾿ αὐτὸν τὸν κόσμο», μουρμούριζε ἕνας ἀπογοητευμένος πολίτης, θαυμάζοντας τὸ ὑπέροχο ἄγαλμα.

«Μοιάζει σὰν ἄγγελος», φώναζαν ὅλα μαζὶ τὰ παιδιὰ τοῦ Σχολείου τὴν ὥρα ποὺ βγαῖναν ἀπ᾿ τὴ Μητρόπολη, φορώντας τ᾿ ἄσπρα καθαρά τους ροῦχα. «Πῶς τὸ ξέρετε αὐτό;» ρώτησε τὰ παιδιὰ ὁ Καθηγητὴς τῶν Μαθηματικῶν, «ἔχετε ξαναδεῖ ἄγγελο;». «Πῶς δὲν ἔχουμε ξαναδεῖ, στὰ ὄνειρά μας!», απάντησαν τὰ παιδιά. Κι ὁ κύριος Καθηγητὴς τῶν Μαθηματικῶν σούφρωσε τὰ φρύδια του κι ἔγινε σοβαρός, γιατὶ δὲν εἶχε σὲ ὑπόληψη τὰ παιδικὰ ὄνειρα.

Μιὰ νύχτα πάνω ἀπ᾿ αὐτὴν τὴν πόλη, ὅπου βρισκόταν τὸ ἄγαλμα τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα, πετοῦσε ἕνα Χελιδόνι. Οἱ φίλοι του εἴχανε φύγει γιὰ τὴν Αἴγυπτο πρὶν ἀπὸ ἕξι βδομάδες καὶ κεῖνο εἶχε ξεμείνει, γιατὶ εἶχε ἀγαπήσει μιὰ Σουσουράδα. Τὴν εἶχε συναντήσει τὴν ἀρχὴ τοῦ καλοκαιριοῦ πίσω ἀπὸ μιὰ μεγάλη κίτρινη πέτρα, καθὼς πετοῦσε ἀπάνω στὸ ποτάμι. Τόσο τὸν γοήτευσε ἡ λεπτή της μέση, ποὺ σταμάτησε κι ἄρχισε νὰ τῆς κουβεντιάζει.

«Θές νὰ σ᾿ ἀγαπῶ;», ρώτησε τὸ Χελιδόνι, ποὺ τ᾿ ἄρεσε πάντα νὰ μιλάει στὰ ἴσια. Κι ὅταν ἡ Σουσουράδα ἀπάντησε μὲ μιὰ βαθιὰ ὑπόκλιση σ᾿ αὐτὴ τὴν πρόταση, τὸ Χελιδόνι ἄρχισε νὰ πετάει χαρούμενο γύρω της, ἀγγίζοντας τὸ νερὸ μὲ τὰ φτερά του. Κι αὐτά του τὰ αἰσθήματα κράτησαν ὁλόκληρο τὸ καλοκαίρι.

«Ἄ, πολύ ἀνόητη ἀφοσίωση», τιτίβιζαν τὰ ἄλλα Χελιδόνια· «ἡ νύφη εἶναι ἀπένταρη κι ἔχει καὶ μεγάλο σόι. Καὶ πραγματικά, τὸ ποτάμι ἦταν γεμᾶτο Σουσουράδες. Ὅταν ἦρθε τὸ φθινόπωρο, ὅλα τὰ Χελιδόνια πέταξαν μακριά. Κι ἔτσι τὸ Χελιδόνι ποὺ ἀγαποῦσε τὴ Σουσουράδα ἔμεινε μόνο του.

Νιώθοντας ἔρημο κι ἐγκαταλελειμένο ἀπὸ τοὺς δικούς του, ἄρχισε νὰ στενοχωριέται μὲ τὴν ἀγαπημένη του καὶ στὸ τέλος τὴ βαρέθηκε. «Δὲν μπορεῖς νὰ πεῖς μιὰ κουβέντα μαζί της», εἶπε κάποτε τὸ Χελιδόνι· «καὶ πολύ φοβᾶμαι ὅτι εἶναι φοβερὰ φιλάρεσκη, γιατὶ πάντα τὴ βλέπω νὰ χορεύει μὲ τὸν ἄνεμο». Κι ἀλήθεια, κάθε φορὰ ποὺ φυσοῦσε ὁ ἄνεμος, ἡ Σουσουράδα ἔκανε τὶς καλύτερες φιγοῦρες της. «Δὲ λέω ὄχι» συνέχισε νὰ σκέφτεται τὸ Χελιδόνι, «ἂς χορεύει, ἀλλὰ ὄχι κι ἔτσι». «Κι ἔπειτα, ἔχουμε διαφορετικὲς προτιμήσεις, αὐτὴ εἶναι ντόπιο πουλί, ἀλλὰ ἐγὼ εἶμαι ἀποδημητικό καὶ μ᾿ ἀρέσουν τὰ ταξίδια. Θὰ πρέπει, λοιπόν, νὰ ἀρέσουν καὶ στὴ γυναίκα μου».

Στὸ τέλος, τὸ Χελιδόνι ρώτησε τὴ σουσουράδα: «Θὲς νά ῾ρθεις μαζί μου;», ἀλλὰ ἐκείνη κούνησε τὸ κέφαλι μ᾿ ἕναν τρόπο ποὺ σήμαινε ὅτι δὲν εἶχε καμίαν ὄρεξη νὰ πάει στὰ ξένα.

«Ἄ, ὥστε ὅλον αὐτὸν τὸν καιρὸ μὲ κορόιδευες», φώναξε τὸ Χελιδόνι. «Φεύγω κι ἐγὼ γιὰ τὶς πυραμίδες, γειά σου!» καὶ πέταξε μακριά.

Πετοῦσε ὅλη τὴν ἡμέρα, καὶ τὸ βράδυ ἔφτασε στὴν πολιτεία. «Ποῦ νὰ πάω νὰ κουρνιάσω;» ἀναρωτήθηκε· «ἐλπίζω αὐτὴ ἡ πόλη νὰ ἔχει ἑτοιμαστεῖ νὰ μὲ δεχτεῖ».

Ὕστερα εἶδε τὸ ἄγαλμα πάνω στὴν ψηλὴ κολώνα καὶ εἶπε: «Ἄ, ἐδῶ θὰ ξεκουραστῶ, εἶναι περίφημη θέση κι ἔχει καθαρὸ ἀέρα». Ἔτσι πήγαινε καὶ κάθισε ἀνάμεσα στὰ πόδια τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα.

«Ἀπόψε τὸ κρεββάτι μου εἶναι χρυσό» σκέφτηκε, κοιτώντας πέρα τὸν ὁρίζοντα· κι ἑτοιμάστηκε νὰ βολευτεῖ νὰ κοιμηθεῖ. Μὰ τὴ στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἔκρυβε τὸ κεφάλι του μὲσ᾿ στὰ φτερά του, ἔσταξε ἀπάνω του μιὰ μεγάλη σταγόνα νερό. «Περίεργο πράγμα», φώναξε, «οὔτε ἕνα συννεφάκι δὲν βλέπω στὸν οὐρανό, τ᾿ ἀστέρια εἶναι καθαρὰ καὶ λάμπουν, ἀλλὰ νὰ ποὺ βρέχει. Τὸ κλίμα στὰ βορινὰ μέρη τῆς Εὐρώπης εἶναι φοβερό. Ἄραγε τῆς σουσουράδας ποὺ δὲν ἤθελε νὰ ἔρθει μαζί μου τῆς ἀρέσει ἡ βροχή;»

Καί, νά, ποὺ μιὰ δεύτερη σταγόνα ἔπεσε πάλι.
«Τί τό ᾿θελαν καὶ τό ᾿στησαν αὐτὸ τὸ ἄγαλμα, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ νὰ προφυλάξει ἀπ᾿ τὴ βροχὴ ἕνα πουλάκι;» εἶπε τὸ Χελιδόνι, «πρέπει νὰ βρῶ καμιὰ καπνοδόχο», κι ἀποφάσισε νὰ πετάξει ἀλλοῦ.

Ἀλλὰ μόλις ἑτοιμάστηκε ν᾿ ἀνοίξει τὰ φτερά του, ἔπεσε καὶ τρίτη σταγόνα. Καὶ τότε κοίταξε ψηλὰ καὶ εἶδε -ἄ! τί εἶδε;

Τὰ μάτια τοῦ εὐτυχισμένου πρίγκιπα ἤτανε γεμάτα δάκρυα, ποὺ κυλούσανε στὰ χρυσαφένια μάγουλά του. Τὸ πρόσωπό του ἦταν τόσο ὡραῖο στὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ, ποὺ τὸ μικρὸ Χελιδόνι πλημμύρισε ἀπὸ λύπη καὶ συμπόνοια.

«Ποιός εἶσαι;» τὸν ρώτησε.

«Εἶμαι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας» ἀπάντησε.

«Καὶ τότε γιατί κλαῖς; Μ᾿ ἔκανες μούσκεμα, τὸ ξέρεις;».

«Ὅταν ζοῦσα καὶ μέσα μου φώλιαζε ἀνθρώπινη καρδιά, δὲν ἤξερα τί εἶναι τὰ δάκρυα, γιατὶ ἔμενα στὸ Παλάτι τῆς Ἀφροντισιᾶς, ὅπου δὲν εἶχε θέση καμιὰ λύπη, κι οὔτε ποτὲ ἐπιτρέπουν σὲ καμιὰ λύπη νὰ μπεῖ. Τὶς ὧρες τῆς ἡμέρας ἔπαιζα μὲ τοὺς φίλους μου στὸν κῆπο, καὶ τὸ βράδυ ἤμουνα ὁ πρῶτος στὸ χορό. Γύρω ἀπ᾿ ὅλο τὸν κῆπο ὑψωνόταν ἕνας μεγάλος τοῖχος καὶ ποτὲ δὲ ρώτησα νὰ μάθω τί βρισκότανε πίσω ἀπ᾿ αὐτὸν τὸν τοῖχο ποὺ ἦταν τόσο ψηλός· τόσο ὡραῖα ἦταν ὅλα ἐκεῖ μέσα! Οἱ αὐλικοί μου μὲ φώναζαν Ευτυχισμένο Πρίγκιπα, καὶ πραγματικά, ἤμουν εὐτυχισμένος, ἂν βέβαια λογαριάζεται γιὰ εὐτυχία τὸ νὰ διασκεδάζει κανεὶς συνέχεια. Ἔτσι λοιπόν, ἔζησα, κι ἔτσι πέθανα, εὐτυχισμένος. Καὶ τώρα ποὺ δὲ ζῶ πιά, μ᾿ ἔβαλαν τόσο ψηλὰ ἐδῶ πάνω, ποὺ μπορῶ καὶ βλέπω ὅλη τὴν ἀσχήμια καὶ τὴ φτώχεια τῆς πολιτείας μου· καὶ παρ᾿ ὅλο ποὺ ἡ καρδιά μου εἶναι φτιαγμένη ἀπὸ μολύβι, δὲν μπορῶ νὰ κάνω ἄλλο, ἀπ᾿ τὸ νὰ κλαίω.»

«Μπά! Δὲν εἶναι ἡ καρδιά του ἀπὸ χρυσό» ἀναρωτήθηκε μέσα του τὸ Χελιδόνι, ἀλλὰ ἦταν πολὺ εὐγενικὸ πουλάκι καὶ δὲν ἤθελε νὰ κάνει στὸν εὐτυχισμένο πρίγκιπα μία τόσο προσωπικὴ ἐρώτηση. Τὴ θεωροῦσε ἀδιάκριτη καὶ προσβλητικὴ γιὰ τὸ χρυσαφένιο ἄγαλμα.
Κι ὁ Εὐτυχισμένος Πρίγκιπας συνέχισε μὲ τὴν μαλακὴ καὶ μελωδικὴ φωνή του: «Πέρα μακριά, σ᾿ ἕνα στενὸ δρομάκι, βρίσκεται ἕνα φτωχόσπιτο. Τὸ ἕνα του παράθυρο μένει ἀνοιχτό, κι ἔτσι ἀπὸ ἐκεῖ μπόρεσα νὰ δῶ μιὰ γυναῖκα ποὺ κάθεται στὸ τραπέζι. Τὸ πρόσωπό της εἶναι στεγνὸ καὶ θλιμμένο, καὶ τὰ τυραννισμένα κόκκινα δάχτυλά της εἶναι κατατρυπημένα ἀπ᾿ τὴ βελόνα. Εἶναι ῥάπτρια ἡ καημένη καὶ δουλεύει σκληρὰ χωρὶς σταματημό. Τώρα κεντάει σ᾿ ἕνα φόρεμα ἀπὸ ἀτλάζι, πολύχρωμα μεταξωτὰ λουλούδια γιὰ τὴν πιὸ χαριτωμένη κοπέλλα τῆς ἀκολουθίας τῆς βασίλισσας. Βιάζεται νὰ τὸ τελειώσει, γιατὶ ἡ εὐγενικὴ πελάτισσά της θὰ τὸ φορέσει στὸν αὐριανὸ ἐπίσημο χορό. Σ᾿ ἕνα κρεββάτι στὴν ἄκρη στὸ δωμάτιο, εἶναι ξαπλωμένο τὸ ἄρρωστο παιδί της. Ψήνεται στὸν πυρετό, κι ὅλη τὴν ὥρα ζητάει πορτοκάλια. Ἀλλὰ τὸ μόνο ποὺ ἔχει νὰ τοῦ δώσει ἡ μητέρα του, εἶναι νερὸ ἀπ᾿ τὸ ποτάμι καὶ τίποτ᾿ ἄλλο. Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, θέλεις νὰ τῆς πᾶς ἐσὺ τὸ ῥουμπίνι ἀπ᾿ τὴ λαβὴ τοῦ σπαθιοῦ μου; Ἕμένα τὰ πόδια μου εἶναι κολλημένα σ᾿ αὐτὸ τὸ βάθρο καὶ δὲν μπορῶ νὰ κουνηθῶ.»

«Μὲ περιμένουν οἱ φίλοι μου στὴν Αἴγυπτο», εἶπε τὸ Χελιδόνι. «Οἱ φίλοι μου πετοῦν πάνω κάτω στὸν Νεῖλο, καὶ κουβεντιάζουν μὲ τὰ μεγάλα νούφαρα. Σύντομα θὰ πᾶνε νὰ κοιμηθοῦν στὸν τάφο τοῦ μεγάλου Βασιλιᾶ. Ὁ Βασιλιᾶς εἶναι ἐκεῖ αὐτοπροσώπως μέσ᾿ στὸ ζωγραφιστό του φέρετρο. Εἶναι τυλιγμένος σὲ κίτρινο λινὸ ὕφασμα, καὶ ταριχευμένος μὲ μπαχάρια. Γύρω στὸ λαιμό του ἔχει μία ἀλυσίδα ἀπὸ χλωμὸ πράσινο νεφρίτη, καὶ τὰ χέρια του εἶναι σὰν μαραμένα φύλλα.»

«Χελιδόνι, Χελιδονάκι, μικρό μου Χελιδόνι, δὲν γίνεται ν᾿ ἀναβάλεις γιἀ μιὰ μέρα τὸ ταξίδι σου, καὶ νὰ σὲ στείλω ἐκεῖ ποὺ σοῦ εἶπα; Τὸ παιδάκι εἶναι διψασμένο, κι ἡ μητέρα του θλιμμένη.»

«Νὰ σοῦ πῶ τὴν ἁμαρτία μου, πριγκιπά μου, δὲν τὰ χωνεύω τὰ παιδιά» ἀπάντησε τὸ Χελιδόνι. «Τὸ τελευταῖο καλοκαίρι, ποὺ ἔκανα τὶς διακοπές μου στὸ ποτάμι, δυὸ παλιόπαιδα, τῆς μυλωνοῦς τὰ παιδιά, μοῦ πετοῦσαν ὅλη τὴν ἡμέρα πέτρες. Φυσικὰ δὲν μπόρεσαν νὰ μὲ χτυπήσουν, ἀλλὰ τί νὰ τὸ κάνεις, μ᾿ ἀνάγκασαν νὰ κυνηγάω μύγες μακριὰ ἀπὸ ἐκεῖ.»

Ὁ Πρίγκιπας φαινόταν τόσο λυπημένος, ποὺ μετάδωσε τὴ λύπη του στὸ Χελιδόνι καὶ στὸ τέλος τοῦ εἶπε: «Κάνει πολὺ κρύο ἐδῶ πάνω, ὡστόσο θὰ μείνω μιὰ νύχτα μαζί σου καὶ θὰ γίνω ἀγγελιαφόρος σου.»

«Σ᾿ εὐχαριστῶ πολὺ μικρό μου Χελιδονάκι» εἶπε ὁ Πρἰγκιπας.

Ἔτσι τὸ Χελιδόνι ἔβγαλε μὲ τὸ ῥάμφος του τὸ μεγάλο ῥουμπίνι ἀπ᾿ τὸ σπαθὶ τοῦ Πρίγκιπα, καὶ πέταξε μ᾿ αὐτὸ μακριὰ πάνω ἀπὸ τὶς στέγες τῶν σπιτιῶν τῆς πολιτείας. Πέρασε ἀπ᾿ τὸ καμπαναριὸ τῆς Μητρόπολης μὲ τοὺς σκαλισμένους ἀγγέλους στὸ μάρμαρο, πέρασε ἀπ᾿ τὸ παλάτι κι ἄκουσε τοὺς ἤχους τοῦ χοροῦ. Μιὰ ὡραία κοπέλλα βγῆκε στὸ μπαλκόνι μὲ τὸν ἀγαπημένο της, ποὺ τὸ Χελιδόνι τὸν ἄκουσε νὰ τῆς λέει: «Τί ὄμορφα ποὖναι τ᾿ ἄστρα, καὶ πόσο ἐκπληκτικὴ εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀγάπης!»

«Ἐλπίζω τὸ φόρεμά μου νὰ εἶναι ἕτοιμο γιὰ τὸν ἐπίσημο χορό» παρατήρησε ἐκείνη· «εἶπα νὰ μοῦ κεντήσουν πάνω ὄμορφα λουλούδια ἀπὸ μετάξι, μὰ ἡ μοδίστρα μου εἶναι πάρα πολὺ τεμπέλα!»
Τὸ πουλὶ πέρασε πάνω ἀπ᾿ τὸ μεγάλο ποτάμι κι εἶδε τὰ φανάρια νὰ κρέμονται στὰ κατάρτια τῶν καραβιῶν. Πέρασε ἀπ᾿ τὸ Γκέττο, τὴ συνοικία τῶν Ἑβραίων, κι εἶδε τοὺς γενάτους ἐμπόρους ποὺ ζύγιζαν τὰ ἐμπορεύματά τους. Κι ἐπιτέλους, ἔφτασε στὸ φτωχόσπιτο καὶ κοίταξε μέσα. Τὸ παιδάκι στριφογύριζε στὸ κρεββάτι του ἀπὸ τὸν πυρετό, κι ἡ μητέρα του εἶχε ἀποκοιμηθεῖ, ἦταν πάρα πολὺ κουρασμένη. Ὅρμησε μέσα τὸ Χελιδόνι, κι ἄφησε τὸ μεγάλο ῥουμπίνι πάνω στὸ τραπέζι καὶ πλάι στὴ δαχτυλήθρα τῆς μητέρας. Ὕστερα, πέταξε μαλακὰ καὶ μὲ συμπόνοια γύρω ἀπ᾿ τὸ κρεββάτι, κάνοντας ἀέρα στὸ μέτωπο τοῦ ἄρρωστου παιδιοῦ μὲ τὰ φτερά του. «Δροσίστηκα, θὰ μοῦ ῾πεσε ὁ πυρετός» εἶπε τὸ παιδάκι, καὶ βυθίστηκε σ᾿ ἕνα γλυκὸ ὕπνο.

Λίγο ἀργότερα τὸ Χελιδόνι πέταξε πίσω στὸν Εὐτυχισμένο Πρίγκιπα, καὶ τοῦ διηγήθηκε τί ἔγινε. Στὸ τέλος εἶπε: «Περίεργο, ἂν καὶ κάνει κρύο, τώρα πιὰ δὲν κρυώνω, ἀντίθετα ζεσταίνομαι.»

«Εἶναι γιατὶ ἔκανες μία καλὴ πράξη» εἶπε ὁ Πρίγκιπας. Τὸ μικρὸ Χελιδόνι ἄρχισε νὰ σκέφτεται, κι ὕστερα τὸ πῆρε ὁ ὕπνος. Ἔτσι γινόταν πάντοτε, οἱ σκέψεις φέρνουν ὕπνο.






(Διαβάστε ολόκληρο το "ο Ευτυχισμένος πρίγκηπας" εδώ )

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου