Κυριακή 6 Μαρτίου 2011

«Ότι είπαμε και δεν είπαμε εδώ να μείνει»:η παπαδιά η μακρυνίτσα, ο νταβέλης και ο νιζάμικος.


"Ένα τραγικό, ιστορικό γεγονός φαίνεται γίνεται σταθμός του εθίμου "Γενίτσαροι και Μπούλες"... Στα 1705, για πρώτη φορά οι Τούρκοι, επιχειρούν παιδομάζωμα στη Νάουσα, παραβιάζοντας τα ιδιαίτερα προνόμια της πόλης. Οι Ναουσαίοι αντιστάθηκαν και σκότωσαν τον απεσταλμένο. Το γεγονός αυτό ανάγκασε πολλούς γενναίους Ναουσαίους, να βγούνε κλέφτες στα βουνά, με αρχηγό τον ήρωα - κλεφταρματολό, Ζήση Καραδήμο. Όλα όμως αυτά τα γενναία παλικάρια, αφανίστηκαν. Ήτανε λένε και τότε, μέρες Αποκριάς. Από τον επόμενο χρόνο, οι νέοι της Νάουσας φορώντας την αρματολήτικη στολή τους και τον λευκό κέρινο πρόσωπο, εμφανίζονται με τις λεβέντικες κορμοστασιές τους, βουβοί και περήφανοι, σαν σε νεκρική πομπή, τιμώντας τους νεκρούς ήρωες."

Στη Νάουσα, η Αποκριά χαρακτηρίζεται από τον αυθορμητισμό, τον ενθουσιασμό, τη φιλόξενη διάθεση των Ναουσαίων, τα χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία γλέντια τους και τα σατυρικά καρναβάλια! Ιδιαίτερο και βασικότερο όμως στοιχείο είναι το έθιμο του Γιανίτσαρου και της Μπούλας. Ένα έθιμο με βαθιές ρίζες που στο πέρασμα της μακραίωνης ιστορίας του ενσωμάτωσε την τοπική παράδοση των ηρωικών αγώνων.
Οι πρωταγωνιστές του εθίμου, ο Γιανίτσαρος και η Μπούλα…
Η στολή που φοράει ο γιανίτσαρος είναι πολεμική και αποτελείται από τη φουστανέλα με τα 400 φύλλα, την κοντέλα (φαρδυμάνικο πουκάμισο κεντημένο), το πισλί, τις μπέτσφες και τις βουδέτες στα πόδια, το μαφέσι και το ζωνάρι στη μέση, το γιλέκο με τα ασημικά, το σιλίαχι, τα τσαρούχια, την πάλα (το σπαθί του χορευτή) και φυσικά τον πρόσωπο με το ταράμπουλο περίτεχνα ραμμένο πάνω του.
Η Μπούλα είναι άντρας ντυμένος με φαρδιά φουστάνια και ορισμένα άλλα ρούχα από την τοπική φορεσιά. Το κεφάλι είναι στολισμένο με λουλούδια και φοράει επίσης πρόσωπο αλλά χωρίς μουστάκι. Υπάρχουν 2 εκδοχές για την προέλευση του προσώπου και του εθίμου γενικότερα. Η πρώτη ανιχνεύει τις ρίζες του εθίμου στην αρχαιότητα,τότε που την άνοιξη γίνονταν γιορτές προς τιμή του θεού Διόνυσου, που ήταν ο θεός του κρασιού και της αναγέννησης της φύσης. Η δεύτερη εκδοχή τοποθετεί το έθιμο στον καιρό της τουρκοκρατίας και συγκεκριμένα στο 1705 όπου τα γενναία αυτά παλικάρια αντιστάθηκαν στην προσπάθεια των Τούρκων να κάνουν παιδομάζωμα για να φτιάξουν γενιτσάρους.

Νωρίς το πρωί της Κυριακής ξεκινάει το μάζωμα του μπουλουκιού υπό τους ήχους του νταουλιού και του ζουρνά. Μόλις φτάσουν στο σπίτι του χορευτή, ο γιανίτσαρος θα ζαλιστεί (θα τιναχτεί δηλαδή) στο παράθυρο 3 φορές και στη συνέχεια θα χαιρετήσει όλους τους σπιτικούς και αυτούς που τον έντυσαν, πηδώντας στα δυο πόδια 2-3 φορές δείχνοντας έτσι πως αποχαιρετούσε εκείνον τον καιρό την οικογένεια του πριν φύγει στο βουνό. Μόλις κατέβει στην πόρτα θα κάνει 3 φορές το σταυρό του και στη συνέχεια θα χαιρετήσει όσους ήρθαν να τον πάρουν. Με τον ίδιο τελετουργικό τρόπο συγκεντρώνεται ολόκληρο το μπουλούκι.
Όταν φτάσουν στο σπίτι της Μπούλας, αυτή θα βγει στο μπαλκόνι και θα χαιρετήσει προσκυνώντας 3 φορές. Αφού φιλήσει τα χέρια όλων των σπιτικών της, της δωρίζουν χρήματα τα οποία μάζευε για να αγοράσουν πολεμοφόδια για τους πολεμιστές.
Το μάζεμα ολοκληρώνεται όταν φτάσουν στο σπίτι του αρχηγού, απ’ όπου πλέον το μπουλούκι ξεκινάει για το δημαρχείο της πόλης. Γύρω στις 12 το μεσημέρι φτάνουν στο δημαρχείο. Ο ζουρνάς παίζει τον ζαλιστό και οι γιανίτσαροι αντί να προσκυνήσουν, γέρνουν το σώμα τους προς τα πίσω και τινάζονται δείχνοντας ότι αντιστέκονται. Τότε ο αρχηγός και η Μπούλα ανεβαίνουν στο δημαρχείο, βγάζουν τον πρόσωπο και ζητούν την άδεια του δημάρχου για να χορέψει το μπουλούκι στους δρόμους της Νάουσας, ενώ ο ζουρνάς αλλάζει σκοπό και παίζει “Κάτω στη Ρόϊδο”.
Μόλις δοθεί η άδεια από τον δήμαρχο αλλάζει ο σκοπός και παίζεται ο “Θούριος του Ρήγα” όπου οι χορευτές βγάζουν τις πάλες και χορεύουν μεταξύ τους.
Σχηματίζοντας κύκλο οι γενίτσαροι χορεύουν διαδοχικά την Παπαδιά, τη Μακρυνίτσα, τον Νταβέλη και τον Νιζάμικο.
Αμέσως μετά τους χορούς στο δημαρχείο, το μπουλούκι ακολουθώντας μια συγκεκριμένη διαδρομή που περιλαμβάνει τα όρια της παλιάς πόλης, χορεύει στους δρόμους με τη συνοδεία του ζουρνά και του νταουλιού. Κάθε φορά που σταματά σε κάποια από τις στάσεις χορεύουν όσοι γενίτσαροι μένουν εκεί. Πρώτη στάση το Τριώδιο, ακολουθούν τα Καμμένα, η Πουλιάνα, τα Μπατάνια, το Κιόσκι, ο Αη –Γιώργης και τέλος τα Αλώνια. Στη διαδρομή από την μια στάση στη άλλη ο ζουρνάς παίζει συγκεκριμένες πατινάδες όπως ορίζει το έθιμο. Στην τελευταία στάση στα Αλώνια, οι γιανίτσαροι θα βγάλουν τον πρόσωπο που φορούσαν όλη μέρα. Παλιά οι χορευτές δεν ξεντύνονταν το βράδυ και κοιμόντουσαν πάνω στην καρέκλα.

Τη Δευτέρα το πρωί μαζεύονται ξανά αυτή τη φορά χωρίς προσωπάδες και πηγαίνουν στο δημαρχείο. Αφού χορέψουν εκεί, θα περάσουν από τα σπίτια των χορευτών για να κεραστούν αλλά και να χορέψουν οι ίδιοι και οι δικοί τους.
Την επόμενη Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα ακολουθούν το ίδιο πρόγραμμα.
Το βράδυ της Καθαράς Δευτέρας και αφού τελειώσουν τους χορούς, θα χτυπήσουν όλοι μαζί τις πάλες, λέγοντας: «Ότι είπαμε και δεν είπαμε εδώ να μείνει», ενώ στη συνέχεια θα σηκώσουν στον αέρα τον ζουρνατζή .

Το έθιμο τελειώνει την Κυριακή της Ορθοδοξίας όπου τα μπουλούκια συγκεντρώνονται στη περιοχή του Σπηλαίου για να γλεντήσουν με παραδοσιακές πίτες, γλυκά του ταψιού και άφθονο Ναουσαίικο ξυνόμαυρο κρασί.

1 σχόλιο: