Παρασκευή 30 Σεπτεμβρίου 2011

Πάντως εγώ, απ' όσο ξέρω κι οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα...


[...] Κι εγώ θ' ανεβώ λαχανιάζοντας στη ράχη ν' αγναντέψω για φίλους, ποιοι στέκουν ακόμα, πόσοι έχουν κουράγιο να στήσουμε ένα ιδιόρρυθμο κοινόβιο. Ο οδοντογιατρός, κουρασμένος από τις γυναίκες, γεροντοπαλίκαρο που δεν εκδηλώνει καμιά διάθεση για παντρειά. Αυτός είναι κι ο πιο σίγουρος. Μπορεί να πάρει μαζί του τα σύνεργα κι όποιος θέλει ας κουβαλιέται μέχρι τον Κουταλά να σιάχνει τα δόντια του δωρεάν, ένα είδος κοινωνικής αντιπροσφοράς για την παραχώρηση του χώρου. Ο Παγανάκης, κατ' εξαίρεση ο μόνος παντρεμένος. Παλιότερα, πριν απ' το γάμο του, έκανε σκέψεις για κοινοβιακή ζωή, ταξίδεψε και στο Άγιον Όρος, όμως δε νομίζω πως έσβησε μέσα του αυτή την τάση για την αναχώρηση. Πάντα νοσταλγεί την καραβάνα, μια μερίδα καλοκομμένη ψωμί και μια τριμμένη κουβέρτα. Ο Δημήτρης , που τον έχουνε κάνει ρετάλι γυναίκες κι αλκοόλ. Τρέμουν τα χέρια του και δεν μπορεί να ζωγραφίσει. Ίσως ηρεμήσει ξανά και ξαναπιάσει πινέλο, αν και κάπως δύσκολο με τις μέτζες που του κόλλησαν τώρα τελευταία: Έχει τη μανία των διπλών, παίρνει τα χάπια δυό-δυό, ζητάει από το γκαρσόνι να του κόψει το ντόνατς σε έξι, οχτώ ή δέκα κομμάτια. Πάντα στα διπλά. Ξέρω πού μπορεί να καταλήξει αυτή μανία: Όπως ο Σταθούρος στη φυλακή, κατά τα άλλα καλό γεροντάκι, μόνο που ήτανε με τα διπλά κι είχε γίνει βασανιστική η ζωή του. [...] Ο Τίμος πήρε τα μάτια του κι έφυγε στην ξενιτιά. Στην αρχή σα φοιτητής, τώρα ποιος ξέρει τι κόλπα κάνει και την βολεύει. Πάντως να δουλεύει, αδύνατον. Η μόνιμη απορία του ήταν γιατί δουλεύουν οι άνθρωποι και γιατί δένουν οι φαντάροι τα κορδόνια από τις αρβύλες τους, γι' αυτό τον φωνάζουν "χαμούρη", όμως αυτός δε νοιαζότανε, άραζε στο αντίσκηνο και τραβούσε τους ύπνους του. Να μην ξεχάσω τον Τσαούση. Δεν ήταν λοχίας ο έρμος. Μόνο που νοιαζόταν για το αντίσκηνο μην πέσει απ' τον πολύ αέρα και τη βροχή. Αυτός το μπάλωνε, αυτός στέριωνε τους πασσάλους τριγύρω και του 'μεινε το παρατσούκλι. Ο Τσαούσης είναι απαραίτητος για ην τάξη. Όταν θα μυρίζουν πολύ τα κελιά, στο εξάμηνο πάνω περίπου, θα βάζει μια φωνή, θα τραβάει και κανέναν απ' το πόδι για γενική καθαριότητα. Όμως δε θα έχουμε υπεύθυνο, αρχηγό ή αντιπρόσωπο. Τόσα χρόνια μπουχτήσαμε από θαλαμάρχες, παρεάρχες, ακτινάρχες, όλων των ειδών τους άρχες, όρχεις που μας επέβαλλαν να κατουράμε στη βούτα κατά ομοιόμορφο τρόπο. (Έπρεπε το κάτουρο να χτυπάει στον τενεκέ αριστερά και πάνω· έτσι και σου ξέφευγε, γινόσουν ύποπτος). Ου να χαθούνε. Εμ κι εμείς τ' ανθρωπάκια που δεχτήκαμε χρόνια να τρώμε στη μάπα τη "ράγια"; Και να σκέφτομαι πως υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που αποδέχονται τους κανόνες μιας τέτοιας ζωής. Τι τους συμβαίνει και χώνονται μέσα στη μάντρα; Πάντως εγώ, απ' όσο ξέρω κι οι φίλοι μου, σε μάντρα δεν ξαναμπαίνω, οποιαδήποτε μάντρα...






[Μάριος Χάκκας ΤΟ ΚΟΙΝΟΒΙΟ, Κέδρος]

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου