Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Μα το καντήλι τση ζωής δεν πρόκειται να σβήσει γιατί πολλά μαστόρικα γενοσποριάζει η φύση.



Για σένα.Νομίζω ότι θα σου άρεσε.

Τα παιδιά είναι σαν το νερό. Και για τα δύο λένε ότι είναι ευλογία. Τα παιδιά το μέλλον ενός τόπου, μιας και σε αυτά πέφτει ο κλήρος να τον διαφεντεύσουν την επόμενη μέρα. Το νερό επίσης δίνει μέλλον στον τόπο, μιας και ζωντανεύει και διατηρεί κάθε κομμάτι του. Είναι γνωστές οι ιστορίες όπου τα παιδιά έφυγαν ή χάθηκαν και που έμειναν οι μεγάλοι, γέροι πια να αργοπεθαίνουν μαζί με τον τόπο τους.  Είναι γνωστές επίσης οι ιστορίες όπου, όταν το νερό χάνεται η γη ξεραίνεται και ο τόπος εγκαταλείπεται. Τόση είναι η σημασία του νερού, που παλιά έλεγαν ότι, οι ψυχές, όταν πεθαίνουν, γίνονται νερό και το νερό όταν πεθαίνει, γίνεται γη και από τη γη γεννιέται το νερό κι απ' το νερό  η ψυχή. Και είναι τόσο σημαντικά τα νιάτα,  που γνωστή επίσης έμεινε στην ιστορία η ρήση  ότι, το να επιλέγεις  την ειρήνη ή τον πόλεμο σημαίνει το να επιλέγεις αν τα παιδιά θα θάβουν τους γονείς τους ή αν οι γονείς θα θάβουν τα παιδιά τους αντίστοιχα.


Όλος ο κάμπος μακάριζε το χωριό. Πες από φθόνο, πες από αληθινή εκτίμηση, η αλήθεια πάντως ήταν ότι αυτό ήταν το μοναδικό χωριό στον ξερό κατά τα άλλα αυτό τόπο που ήταν αγκαλιασμένο από νερά, μιας και είχε χτιστεί από τα παλιά χρόνια σχεδόν πάνω στις πηγές και ακριβώς δίπλα στην κοίτη του ποταμού που ξεκινούσε από εκεί. Το γεγονός αυτό, έκανε το έδαφος εύφορο και καλλιεργήσιμο, πότιζε τα ζώα που ήταν δυνατό να συντηρηθούν εκεί και συνολικότερα έδινε ζωή, μιας και , ακόμα και στις στιγμές που το νερό ήταν λίγο έως ανύπαρκτο σε όλο τον κάμπο, το σίγουρο ήταν ότι στο σημείο αυτό υπήρχε έστω και σε μικρές ποσότητες. Σε αυτές τις εποχές, που το νερό δεν ήταν αρκετό για να ποτίσει το ποτάμι και να φτάσει μέχρι τη θάλασσα, έρχονταν από όλο τον κάμπο, ανηφόριζαν την κοίτη μέχρι τις πηγές και έπαιρναν νερό. Έτσι το χωριό ήταν συνεχώς τυλιγμένο στα νερά, στη βλάστηση, μια εικόνα αλλότρια, που  είχε έρθει από άλλο πλανήτη.

Σε αυτό ή σε άλλο πλανήτη βέβαια, όταν η φύση γεννά τους όρους για ζωή, τότε αυτή, όχι μόνο κάνει τα πρώτα της βήματα, αλλά ξεδιπλώνεται σαν το τόπι από το ύφασμα που πέφτει από το ράφι. Έτσι, όταν σε όλο τον κάμπο, τις περισσότερες στιγμές του χρόνου, επικρατούσε ξηρασία, με αποτέλεσμα κάποιοι να πρέπει να μετακινούνται χιλιόμετρα για να εξασφαλίσουν το νερό τους, σε εκείνο το χωριό, το νερό, μαζί με όλα τα άλλα, πότιζε και τους ανθρώπους, οι οποίοι, μόνο εκεί, μπορούσαν να γεννιούνται, να ζουν, να γεννάνε, και να πεθαίνουν, χωρίς να χρειαστεί να το κουνήσουν ρούπι. Δένονταν λοιπόν οι άνθρωποι με τα δέντρα, με το χώμα, με το νερό, άπλωναν τις ζωές τους παντού στο χώρο, τους έβλεπες παντού. Τις γειτονιές με τις γυναίκες στις αυλές, τους ηλικιωμένους στα περβάζια, τους άντρες στα χωράφια και στα κοπάδια, τους νέους να ψαρεύουν στο ποτάμι και να ερωτεύονται κρυφά, τους μουσικάντηδες να παίζουν στις πλατείες. Όλοι όσοι πήγαιναν στο χωριό είχαν να λένε για τα παιδιά που σκαρφάλωναν στα ψηλά δέντρα,χώνονταν στις ψηλότερες κουφάλες και έπαιζαν παριστάνοντας τα δέντρα. Ήταν πολλά τα παιδιά και ήταν και αυτά δεμένα με το χώμα που τα γέννησε.  Γιατί αν το νερό είναι αυτό που έδινε ζωή, τα παιδιά ήταν η ζωή αυτή.

Τίποτα δεν έδειχνε ότι κάτι από όλα αυτά θα αλλάξει. Ώσπου ήρθε ο καιρός που τα καλοκαίρια άρχιζαν να μεγαλώνουν πάνω από τον κάμπο. Μπορεί η ζωή στο χωριό να μην άλλαζε  και πολύ αρχικά, όμως ο καλοκαιρινός ήλιος που δεν έλεγε να πέσει, σιγόκαιγε τον κάμπο, ξέραινε τα πάντα, και έσπερνε την απελπισία και το θάνατο. Ανέβαιναν την κοίτη καραβιές από ανθρώπους, από όσους άντεχαν τις κακουχίες και έφταναν, αλλά και από επιτήδειους που όπως σε τέτοιες περιπτώσεις, μη λογαριάζοντας τίποτα παρά την τσέπη τους, δε θα δίσταζαν να πατήσουν πάνω στην απελπισία τόσων ψυχών. Και είχαν σχέδιο για να ρουφήξουν αίμα και κανείς δεν υποψιαζόταν το κακό που θα ερχόταν.

Έφτασαν νύχτα στις πηγές έξω από το χωριό και κατασκήνωσαν εκεί. Το πρωί έπιασαν δυο τρεις που μάζευαν νερό από το ποτάμι και τους δασκάλεψαν: "Δε θα ψοφάμε εμείς και αυτοί εδώ θα επιβιώνουν. Η φάμπρικα αυτή με το νερό, δε θα μας βγάλει για πολύ. Το βλέπετε ότι τα καλοκαίρια μεγαλώνουν. Πίσω τα παιδιά μας πεθαίνουν. Δε βλέπετε εδώ τα χωράφια και τους ολάνθιστους μπαξέδες; Εμείς θα πάρουμε χώμα  από εδώ και θα το φέρουμε κάτω, σε όλο τον κάμπο, θα το βάλουμε στα χωράφια μας και θα δούμε προκοπή. Πηγαίνετε πείτε το και σε όποιον βρείτε στο δρόμο του γυρισμού."

Όντως έτσι έγινε, έφυγαν και το νέο διαδόθηκε άμεσα.Οι  άνθρωποι στον κάμπο συνέχισαν να πεθαίνουν. Η ζωή στο χωριό συνεχίζονταν. Οι επιτήδειοι, που είχαν από την αρχή το δικό τους σχέδιο, κατάφεραν να σταματήσουν τη φάμπρικα με το νερό, άρχισαν ωστόσο τη δικιά τους φάμπρικα. Άρχισαν να σκάβουν την κοίτη του ποταμού και να βάζουν το χώμα σε τσουβάλια. Έσκαβαν από εδώ, έσκαβαν από εκεί, γέμιζε ο τόπος τσουβάλια. Έφτασαν καραβάνια από κάρα. και φόρτωσαν τα τσουβάλια. Κάθε τσουβάλι από "το θαυματουργό χώμα", όπως έλεγαν, το πουλούσαν μία χρυσή λίρα. Και επειδή φτωχοί ήταν οι άνθρωποι στον κάμπο, ήταν και απελπισμένοι, αναγκάζονταν να πληρώσουν και έφταναν στο σημείο να δώσουν ενέχυρο τα χωράφια, τα σπίτια, τα ζώα, ό,τι είχαν και δεν είχαν. Και επειδή το  χώμα, έχανε την υγρασία του και ξεραίνονταν, αλλά δεν υπήρχε και άλλη επιλογή, αγόραζαν κι άλλο και έδιναν στους λωποδύτες όλο τους το βιος.

Το χώμα από το χωριό είχε φτάσει σε όλο τον κάμπο. Και επειδή  το κέρδος συνεπάγεται την απληστία, οι σκαφτιάδες, είχαν σκάψει  και καταστρέψει τη μία όχθη, έσκαψαν μέσα στο ξερό ποτάμι με το λίγο νερό, και επεκτάθηκαν και στην άλλη όχθη. Ήταν τόσο πολύ το χώμα που είχαν αφαιρέσει, που  ο τόπος δε θύμιζε τίποτα πια από το ποτάμι, μόνο έμοιαζε με μια μεγάλη πληγή χωρίς αρχή και τέλος. Τέλειωσε το καλοκαίρι επιτέλους, γέμισαν οι τσέπες τους και ανανέωσαν το ραντεβού τους για το επόμενο καλοκαίρι. Όμως όπως είναι γνωστό, τα μεγάλα καλοκαιρία συνοδεύονται από μεγάλους χειμώνες. Ήταν σφοδρός ο χειμώνας στον κάμπο. Οι βροχές ήταν ασταμάτητες. Πότισαν αρχικά το ξερό χώμα, οι αγρότες, που τώρα είχαν γίνει δουλοπάροικοι κατάφεραν να καλλιεργήσουν και ένιωθαν τυχεροί που μπορούσαν έστω κι έτσι, ξένοι στην ίδια τους τη γη, να μπορούν να εξασφαλίζουν ένα πιάτο φαγητό στα παιδιά τους.


Όμως το νερό έπεφτε και δε σταματούσε. Μπορεί η γη να είχε ξεραθεί  τόσο πολύ που ρουφούσε όλο αυτό το νερό, όμως κανένας δεν αναρωτιόταν τι είχε απογίνει εκείνη η πληγή που είχαν αφήσει πίσω, τι γινόταν με εκείνους τους ανθρώπους. Η πηγή αρχικά είχε αρχίσει να κατεβάζει από τα βουνά περισσότερο νερό από ό,τι συνήθως, γεμίζοντας με ικανοποίηση τους κατοίκους. Όταν το νερό έγινε πολύ, και θέριευε το ποτάμι που θα το κατέβαζε με τη σειρά του μέχρι τη θάλασσα, αντί να ακολουθεί την κοίτη, έφτανε στην πληγή που είχαν αφήσει οι σκαφτιάδες και ξεχείλιζε από εδώ και από εκεί.

Μετά από κάποιες μέρες ασταμάτητης βροχής, το ποτάμι φούσκωσε τόσο πολύ, που έπεσε να καταπιεί το χωριό. Έφαγε αρχικά τα εύφορα χωράφια στις όχθες του ποταμού.Έφαγε και κανα δυο αγρότες που προσπαθούσαν να σώσουν ό,τι μπορούσαν από το βιος τους. Έφαγε έπειτα τα δίχτυα  που ήταν παρατημένα στην όχθη και χρησίμευαν στους νέους για το ψάρεμα.. Έφαγε μετά τη χαμηλή βλάστηση. Έφαγε τα κοπάδια και όσα ζωντανά δε μπορούσαν να ανέβουν σε κάποιο ύψωμα. Έτρωγε, έτρωγε, ώσπου έφτασε στην πλατεία. Εκεί έφαγε τις καρέκλες που κάθονταν οι μουσικάντηδες. Έφαγε τις αυλές, έφαγε και τους ανθρώπους που δεν πρόλαβαν να φυλαχτούν. Δεν έφαγε τους ηλικιωμένους και όσους είχαν προλάβει να κλείσουν τα παραθυρόφυλλα και να μη στέκονται άσκοπα στα περβάζια. Όμως ο χειμώνας ήταν ασταμάτητος, το ποτάμι τώρα ήταν αυτό που ξετυλίγονταν παντού εκεί όπου μέχρι τότε ξετυλίγονταν η ζωή, και όπως θέριευε, κατάπιε όλα τα ανθρώπινα δημιουργήματα που υπήρχαν σε εκείνο τον ευλογημένο τόπο. Το χωριό βούλιαξε κανονικά και κανείς δεν ξαναπλησίασε για καιρό,μιας και όλοι λυπόντουσαν και ένιωθαν ενοχές για το άσχημο τέλος του.

Κανείς δεν αναρωτήθηκε τι απέγιναν τόσες ψυχές. Είχαν δει τα νερά του ποταμού να κατεβάζουν προς τη θάλασσα όλα τα κομμάτια εκείνου του τόπου για πολύ καιρό, γεγονός που έκανε σίγουρο ότι δεν είχε απομείνει τίποτα. Το τι είχε συμβεί βέβαια στην πραγματικότητα, ήταν πολύ πιο διδακτικό για όποιον το μάθαινε. Όπως είπαμε, όσοι είχαν σωθεί ανέβηκαν στις στέγες, και απελπισμένοι όπως ήταν άρχισαν να το συζητάνε με φωνές.Κάποιοι από αυτούς, φώναζαν να κατέβουν από τις στέγες και να διώξουν τα νερά μόνοι τους, χωρίς να λογαριάζουν την πραγματικότητα, μόνο την τρικυμία που είχαν στο κεφάλι τους. Αυτούς τους πήρε πρώτους το ποτάμι. Κάποιοι άλλοι έπειτα από τους νέους , από αυτούς που ψάρευαν στο ποτάμι και ερωτεύονταν κρυφά, είπαν να πιαστούν από  τα επιπλέοντα κομμάτια, να τα χρησιμοποιήσουν σα σχεδίες, και να ακολουθήσουν το ποτάμι όπου τους έβγαζε.Έφυγαν πρώτοι αυτοί, όμως στις καρδιές τους ήξεραν βαθιά ότι ακόμα και να κατάφερναν να επιβιώσουν και να μην τους ξεβράσει η θάλασσα σε άγνωστα νερά,  όπου και να κατέληγαν στον κάμπο θα υπέφεραν αργά ή γρήγορα από την  ξηρασία του επερχόμενου καλοκαιριού.Κι έτσι κι έγινε. Από όσους έμειναν, υπήρχαν κάποιοι που είτε επειδή δε μπορούσαν, είτε επειδή τους κατάπιε η απελπισία πριν τους καταπιεί το ποτάμι, έκατσαν ακίνητοι, και περίμεναν καρτερικά το τέλος. Λίγοι μόνο από αυτούς, μέσα στον πανικό και το θρήνο για όσους και όσα χάνονταν πληρώνοντας το κρίμα άλλων,  σκέφτηκαν αυτή την εικόνα των παιδιών που παρίσταναν τα δέντρα. Έτσι κολύμπησαν μέχρι τα ψηλά δέντρα κρατώντας σφιχτά όσους μπορούσαν να κρατήσουν, και κρύφτηκαν στις ψηλές κουφάλες των δέντρων, που προεξείχαν από το νερό, όπως ακριβώς έκαναν τα παιδιά. Και περίμεναν καρτερικά τη στιγμή που  το ποτάμι θα υποχωρήσει.

2 σχόλια: