Σάββατο 16 Μαρτίου 2013

Όλοι οι άνθρωποι έχουν δύναμη μέσα τους. Εμείς οφείλουμε να τους τη βγάζουμε στην επιφάνεια. Και αν τους τελειώσει, ας μοιραστούμε μαζί τους όση μας έχει απομείνει.

Πρώτες πρωινές ώρες. Τέτοιες ώρες το μυαλό του, σταματημένο από τα υπόλοιπα, σκεφτόταν. Είχε αρχίσει ξανά να κοιμάται λίγο. Άλλες φορές κοιμόταν μέχρι μετά τη μεσημβρία και έχανε όλο το πρωί. Άλλες φορές κατάφερνε να κοιμηθεί αρκετά πριν το ξημέρωμα και ξυπνούσε σχετικά κανονικά. Κάποιες άλλες φορές δεν κοιμόταν καθόλου και ήταν αυτή η στιγμή, λίγο πριν το ξημέρωμα, που τον έβρισκε να περιμένει καρτερικά μέχρι να ψάξει το φλιτζάνι με το ξεραμένο κατακάθι του καφέ της προηγούμενης και να κατέβει στην κουζίνα να φτιάξει καινούργιο, τη στιγμή που ξυπνούσαν όλοι, χωρίς να χρειάζεται να ξυπνήσει κανέναν. Την ίδια στιγμή βέβαια, επεδίωκε  να γλιστρήσει αθόρυβα στη διαδρομή, αποφεύγοντας κουβέντες πέρα από ένα ξερό "καλημέρα".
Το φως έμενε σχεδόν συνέχεια αναμμένο. Ήταν παράξενο αυτό το φως, μπορεί να μη φάνταζε τίποτα ιδιαίτερο στην πραγματικότητα, όμως κυριαρχούσε μέσα στο χώρο. Ήταν πτυσσόμενο, που με τους βραχίονές του έφτανε σχεδόν παντού, έστεκε στο πιο ψηλό μέρος του γραφείου και έδινε ύπαρξη με την αγκαλιά του στα αντικείμενα γύρω του. Το γεγονός ότι μόνο ένα μέρος του χώρου ήταν ορατό, αυτό που φωτίζονταν, έδινε μια αίσθηση θεατρικότητας, όπου μόνο το σκηνικό είναι ορατό και τα μάτια των θεατών παρακολουθούν στο σκοτάδι.
Κανένα χειροκρότημα δεν ακουγόταν βέβαια σε αυτό το θέατρο και κανένα ζευγάρι μάτια δεν έβρισκες όσο κι αν έψαχνες στο σκοτάδι.Ωστόσο, πάνω που σχεδόν έπαιρνες απόφαση ότι κανένα θέατρο δεν υπήρχε στημένο εκεί, άρχιζες να αναρωτιέσαι αν αυτός εκεί μπροστά θα μπορούσε να είναι ο πρωταγωνιστής του. Ένας μόνο ηθοποιός, που πάντα υπήρχε εκεί, δηλαδή πάντα φωτιζόταν κάπως, ο οποίος αποτελούσε αναπόσπαστο κομμάτι του έργου, και έπαιζε, όχι με τη φωνή, αλλά με το σώμα και πιο συγκεκριμένα με τη θέση του.
 Αν όντως λοιπόν πρόκειται για ένα μονόπρακτο με φτηνό ομολογουμένως σκηνικό, θα μπορούσε επίσης να σχολιαστεί, ότι ακόμα και αν "κατάπινε" κανείς αυτή την τεχνοτροπία υποκριτικής, τότε αυτό είναι φτωχό και όσο αφορά στην πλοκή. Και αυτό συνέβαινε, γιατί οι θέσεις άλλαζαν μεν μαζί με τη γωνία που το πτυσσόμενο φως αγκάλιαζε το σώμα του ηθοποιού και του έδινε ύπαρξη, όμως η εναλλαγή τους ήταν σταθερή, επαναλαμβανόμενη και γενικά προβλέψιμη. Κάτι τέτοιο μετέτρεπε το μονόπρακτο έργο σε μια αδιάφορη εναλλαγή από σταθερές σχεδόν φωτογραφίες. Την ίδια στιγμή βέβαια, επιβεβαιωνόταν το μεγαλείο του πρωταγωνιστικού ρόλου, μιας  και μόνο αυτός, ούτε καν το πτυσσόμενο φως, μπορούσε και άλλαζε το σενάριο, όταν βρισκόταν κάποιες φορές σε θέσεις μη προβλεπόμενες και πολύ λίγο φωτισμένες, όπως στο πάτωμα είτε οκλαδόν είτε ανάσκελα. Αυτό αναμφισβήτητα προκαλούσε μια προσμονή για τη συνέχεια όποτε συνέβαινε.
 Εκείνη λοιπόν ήταν από εκείνες τις ημέρες που δε θα κοιμόταν καθόλου. Περίμενε τη στιγμή λοιπόν που θα κατέβαινε να φτιάξει καφέ και είχε μάλιστα κάνει όλες τις προετοιμασίες από νωρίς.  Είχε βάλει κάτι πάνω του, είχε διαλέξει εκείνη τη θέση που του έκανε πιο εύκολο το να σηκωθεί, είχε εντοπίσει ακόμα και την ακριβή θέση του φλιτζανιού και, αφού βεβαιώθηκε ότι μπορεί να το πιάσει ακόμα και στα τυφλά, τέντωσε το χέρι του και έσβησε και το φως.  Μετά από κάποιες στιγμές σκοταδιού, που είχε μάθει να συνηθίζει γρήγορα, κατάλαβε το πρώτο φως που αχνόμπαινε από τα παντζούρια. Την ίδια στιγμή συνειδητοποιούσε ότι είναι ακόμα νωρίς για να βγει έξω από την πόρτα, οπότε έκανε υπομονή. 
Αυτό το λιγοστό φως που έμπαινε, ήταν που του τράβηξε την προσοχή. Κοίταζε τα παντζούρια και τις φωτεινές γραμμές στους τοίχους. Είχε μια παράξενη σχέση με το παράθυρό του. Του άρεσε να έχει σχεδόν μόνιμα ανοιχτό το τζάμι. Πολλές φορές μάλιστα, ακόμα και μετά το φθινόπωρο, άνοιγε και τα παντζούρια μέσα στη νύχτα και παρατηρούσε τα φώτα που υπήρχαν έξω.  Αν κάποιος υπολόγιζε δε και το ότι σχεδόν όλες οι θέσεις που έπαιρνε είχαν το παράθυρο στην πλάτη του, θα επιβεβαίωνε το συμπέρασμα ότι του αρκούσε η μυρωδιά για να καταλάβει τι γινόταν έξω. Και αυτό ήταν αρκετά αληθινό. Πολλά πράγματα καταλάβαινε από τη μυρωδιά. Το ψωμί που έψηνε ο γείτονας, την άνοιξη με τα λουλούδια της, τα αμάξια που περνούσαν, τις εργασίες στο απέναντι γιαπί, τη βροχή  όταν ερχόταν και όταν έφευγε, γενικά τον καιρό, τους ανθρώπους που περπατούσαν ή στέκονταν εκεί έξω.
Αυτό που ερχόταν στη μύτη του όσο κοιτούσε τα παντζούρια, ήταν αυτό που άκουγε όλο το βράδυ να πέφτει, δηλαδή η βροχή που είχε ποτίσει το χώμα για τα καλά. Μάλιστα κατάλαβε από τον αέρα που έφερνε τη μυρωδιά, που δεν ήταν παγωμένος, ούτε καν δροσερός, ότι κάπου κοντά εκεί μετά τη βροχή θα ερχόταν και η άνοιξη. Ήταν λογική αυτή του η διαίσθηση, μιας και όντως το τριώδιο είχε ανοίξει εδώ και καιρό και κόντευε να κλείσει και ήταν παραμονές του τριημέρου της αποκριάς.
Ποτέ δεν τον ενθουσίαζαν τα καρναβάλια. Ωστόσο η ιδέα της μάσκας και γενικότερα της μεταμόρφωσης ήταν κάτι που τον εξίταρε. Πίστευε ότι το να μασκαρεύεσαι ή όχι, ή αλλιώς το να υποδύεσαι κάποιον άλλο ή όχι, ή αλλιώς το να παραμένεις ο εαυτός σου ή όχι, δεν ήταν υπόθεση  μίας, ή δύο συγκεκριμένων ημερών, ή κάποιων συγκεκριμένων ανθρώπων, αλλά η βάση πάνω στην οποία  χτίζεται οποιαδήποτε συνύπαρξη. Μπορεί να φαινόταν ότι ζούσε κλεισμένος στο άδειο από θεατές σκηνικό του, όμως στην πραγματικότητα είχε φιλοσοφήσει αρκετά τέτοια θέματα. Λίγο οι προηγούμενες εμπειρίες του, λίγο ο απεριόριστος χρόνος που επέλεγε να σκέφτεται, λίγο η μανία του να παρατηρεί τα πάντα γύρω του, όλα είχαν βάλει το χεράκι τους. Αυτός ήταν και ο πραγματικός λόγος που δε συμπαθούσε την αποκριά. Άκουγε συνέχεια και συνέχεια την παραδοχή, ότι την περιμένουμε πώς και πώς για να ξεχαστούμε, να ξεδώσουμε, και να διασκεδάσουμε όσο μπορούμε, ώστε με αυτόν τον τρόπο να μαζέψουμε δύναμη για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε. Δε συμφωνούσε καθόλου με αυτή την οπτική. 
Όλοι οι άνθρωποι έχουν δύναμη μέσα τους. Το θέμα είναι να ψάξουν να τη βρουν. Εμείς οφείλουμε να τους τη βγάζουμε στην επιφάνεια. Και το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι άλλοι με εμάς. Και αν ποτέ τους τελειώσει, ας μοιραστούμε μαζί τους όση μας έχει απομείνει. Τα περισσότερα που προετοίμαζε εκεί μέσα άλλωστε, για αυτούς τα έκανε, κι ας μη το παραδεχόταν πολύ τελευταία.
Η ώρα στο μεταξύ είχε περάσει αρκετά και αυτός είχε μείνει στο σκοτάδι με ένα φλιτζάνι στα χέρια. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα, και μπήκε φως. Μέσα στο φως είδε δυο κούπες με καφέ. Είχαν ξυπνήσει οι υπόλοιποι στο μεταξύ, είχαν φτιάξει και σε αυτόν και έρχονταν μέσα να τον πιουν  παρέα. 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου