Δευτέρα 5 Μαΐου 2014

Ώρα να σκεφτώ τα μελλούμενα σωριασμένα αιφνίδια στο χθες.

Ένας άντρας περπατάει σε επαρχιακό δρόμο.
 Κανείς, πέρα από τα περαστικά αυτοκίνητα δεν είναι εκεί για να τον παρατηρήσει. Περπατάει μόνος του, έχει τσάντα στην πλάτη του. Τα ρούχα του δεν μας επιτρέπουν να καταλάβουμε την εποχή στην οποία βρισκόμαστε, ωστόσο ο καιρός είναι σχετικά αίθριος. Για την ακρίβεια ο ήλιος εμφανίζεται και εξαφανίζεται πίσω από σύννεφα που μετακινούνται στον ουρανό προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Το γεγονός αυτό, σε συνδιασμό με το είδος του δρόμου, που έχει πολλές στροφές, ανηφόρες, κατηφόρες και βρίσκεται ανάμεσα σε μικρούς λόφους, κρατά το ενδιαφέρον ενός πιθανού ανύπαρκτου θεατή αμείωτο. Ωστόσο θεατές δεν υπάρχουν και  ο άντρας περπατάει μόνος.
Τα αυτοκίνητα που περνούν, δεν είναι ούτε πολλά ούτε λίγα, είναι ωστόσο αρκετά. Εδώ πρέπει να διευκρινιστεί, ότι ο δρόμος για τον οποίον μιλάμε είναι ο βασικός δρόμος κυκλοφορίας. Ως εκ τούτου, είναι αυξημένη η πιθανότητα κάποιος οδηγός να αναγνωρίσει τον άντρα καθώς αυτός περπατάει.
Ο άντρας κοιτάζει κυρίως μπροστά.  Το βήμα του φαντάζει ελαφρύ και γρήγορο, ειδικά στην αρχή. Η διαδρομή, αν και τεράστια, φαντάζει να του είναι οικεία. Και αυτός φαίνεται συγκεντρωμένος σε αυτή ακριβώς την οικειότητα και όχι στη μεγάλη απόσταση που διένυσε ή έχει να διανύσει. Δείχνει επίσης να μην προσέχει ιδιαίτερα τους οδηγούς και τα μάτια τους που πέφτουν πάνω του. Ωστόσο υπάρχουν στιγμές που το βλέμμα του εγκλωβίζεται σε εικόνες αριστερά και δεξιά, τόσο στα αξιοπρόσεκτα ροζ χαρακτηριστικά λουλούδια που έχουν γεμίσει τις γύρω πλαγιές, όσο και στο τοπίο, όπου οι κορυφές των λόφων πολλές φορές αγγίζουν τα σύννεφα. Άλλες πάλι φορές, κάτι που δεν παρατηρείς με μια πρώτη ματιά, δείχνει να στρέφεται σε πιο ειδικά πράγματα όπως κάποια δέντρα ή και τον ουρανό, όπου κάποια πετούμενα φαίνεται να κατεβαίνουν μαζί του στο δρόμο. Τις περισσότερες των στιγμών, κοιτάζει κάτω. Θα έλεγε κανείς ότι παρακολουθεί τη γραμμή στην άκρη του δρόμου, όπως κάνουν τα αμάξια όταν έχει σκοτάδι και βρέχει. 
Πρωτού ωστόσο αναζητήσουμε τις καιρικές συνθήκες στο κεφάλι του άντρα, ας μιλήσουμε για κάτι άλλο. Μία ενδιαφέρουσα διάσταση της ιστορίας μας είναι η εικόνα των οδηγών γι αυτόν που περπατάει. Οι περισσότεροι τον βλέπουν μόνο τις στιγμές που περνούν δίπλα του. Άλλοι από αυτούς απλά τον προσπερνούν, άλλοι δεν τον προσέχουν καν. Άλλοι τον βρίζουν, φανερά ή κρυφά, αναλογιζόμενοι πόσο επικίνδυνο είναι  να περπατά κανείς σε ένα τέτοιο δρόμο χωρίς πεζοδρόμιο, επι της ουσίας στην άκρη του δρόμου. Άλλοι τον κοιτάζουν για κάποιες στιγμές για να δουν ποιος είναι και τον προσπερνούν διαπιστώνοντας ότι τους είναι άγνωστος. Άλλοι δεν κάνουν καν τον κόπο να τον αναγνωρίσουν, ωστόσο υποθέτουν πράγματα γι αυτόν, προσπαθώντας να εξηγήσουν αυτό που κάνει. Άλλοι λοιπόν λένε ότι θα περπατάει μόνο μέχρι το επόμενο χωριό, ή μέχρι λίγο πιο κάτω. Άλλοι λένε ότι έχασε το λεωφορείο της γραμμής και  γι αυτό περπατάει μέχρι πιο κάτω για να κερδίσει χρόνο. Άλλοι δε μπορούν να τον δικαιολογήσουν και δεν ασχολούνται με το θέμα.
Ένας από αυτούς, τον αναγνωρίζει.ενώ κινείται στο απέναντι ρεύμα. Σταματά λίγο πιο κάτω και του φωνάζει. Τον ρωτάει αν είναι καλά και αν θέλει να τον πάει παρακάτω. Αυτός σφίγγει τα μάτια και προσπαθεί να τον αναγνωρίσει αλλά δεν τα καταφέρνει. Απαντάει μαζεμένα και αρνείται να δεχτεί βοήθεια. Συνεχίζει να περπατά. Μετά από λίγο, το αυτοκίνητο επιστρέφει, αυτή τη φορά στο δικό του ρεύμα. Αναγνωρίζονται. Η συζήτηση επαναλαμβάνεται αυτή τη φορά με περισσότερη ευγένεια. Συνεχίζει να περπατά πιο αργά. Έπειτα ξανασυγκεντρώνεται και επιταχύνει.
Συναντά μια σημαδούρα στη μέση του δρόμου. Δεν παραξενεύεται. Πρόκειται για έργα. Περπατά πιο ανοιχτά στο δρόμο οριακά σχεδόν δίπλα στα έργα. Είναι οικεία η εικόνα των έργων. Ίσως να τα έχει ξαναδει. Στην άκρη τους ένας άνδρας που κρατά μια κόκκινη σημαία, προειδοποιώντας τα ερχόμενα αμάξια. Κάποιες στιγμές αμηχανίας όταν περνάει από μπροστά του. Ευτυχώς η σημαία δεν κουνιέται στην περίπτωσή του.
Συνεχίζει να περπατά. Τον έχει παρασύρει η κατηφόρα. Δεν έχει ιδέα που βρίσκεται. Μια σκιά τον καλύπτει περνώντας από πάνω του προς την αντίθετη κατεύθυνση. Την ξέρει καλά.  Στην επόμενη ταμπέλα που συναντά καταλαβαίνει που ακριβώς βρίσκεται. Δεν το σκέφτεται καν. Βυθίζεται στις στροφές του δρόμου.
Συνεχίζει να παρατηρεί τις ομορφιές αριστερά και δεξιά. Στην πραγματικότητα έχει άλλα στο μυαλό του. Λίγο πιο κάτω βλέπει ένα αυτοκίνητο σταματημένο στην άκρη του δρόμου και έναν ηλικιωμένο άντρα χωμένο μέσα στο καπό. Πλησιάζει και η σκιά του πέφτει πάνω του. Ο άντρας τον κοιτάζει και αυτός τον χαιρετάει ευγενικά. Συνεχίζει το περπάτημα ακόμα πιο γρήγορα.
Κάποια στιγμή σκέφτεται αυτό που κάνει. Σκέφτεται τον εαυτό του. Εξετάζει με το μυαλό του όλα τα κομμάτια του και τα ελέγχει. Συνειδητοποιεί ότι πέρα από το κεφάλι του που έχει αρχίσει να ζεσταίνεται επικίνδυνα από τον ήλιο,το σώμα του που έχει ιδρώσει από τα πολλά ρούχα που φοράει αλλά στεγνώνει από τον αέρα, το βασικό του πρόβλημα είναι τα πόδια του. Ίσως μόνο αυτά ξέρουν το πόσα χιλιόμετρα έχουν περπατήσει. Πονάνε. Όσο σκέφτεται τα πόδια του πονά περισσότερο. Αποφασίζει να συγκεντρωθεί στη  γραμμή και την κοιτάζει πεισματικά. Συνεχίζει.
Κάποιες στιγμές απλώνει το χέρι του και μαδά τα φυτά στην άκρη του δρόμου. Κοιτάζει ό,τι μαζεύει το χέρι του και το αφήνει ελεύθερο στον άνεμο. Κάποια στιγμή το βλέμμα του σηκώνεται και φτάνει μέχρι το τέλος του δρόμου στη θάλασσα. Συνειδητοποιεί ότι βρίσκεται ακόμα μακριά. Δε σταματά.
Αναγνωρίζει το κομμάτι του δρόμου στο οποίο βρίσκεται. 
Εδώ έχει στροφές απότομες. Διαπιστώνει ότι βρίσκεται στο λάθος ρεύμα, εκεί ακριβώς που κλείνουν οι στροφές και τα αυτοκίνητα έρχονται προς τα πάνω του. Περπατάει όσο πιο κοντά γίνεται στην άκρη του δρόμου. Τα αυτοκίνητα έρχονται ίσα κατά πάνω του και τελευταία στιγμή τον αποφεύγουν κορνάροντας. Αυτός περπατάει ασταμάτητα. Οι στροφές τελειώνουν μετά από πολλά πολλά κορναρίσματα. 
 Συνειδητοποιεί αυτό ακριβώς που μόλις ξεπέρασε, τις στροφές και τα αυτοκίνητα, το πόσο πιθανό ήταν κάποιο να πέσει πάνω του. Συνεχίζει να περπατάει φιλοσοφώντας.  Ξέρει ότι σε λίγο θα φτάσει στο κομμάτι του δρόμου όπου μπαίνει στην πόλη. ξέρει ότι θα βρει ένα περίπτερο ή κάποιο μίνι μάρκετ για να πάρει κάτι να πιει, ένα παγκάκι να κάτσει λίγο, ένα πεζοδρόμιο να περπατήσει εκ του ασφαλούς. Ταυτόχρονα κι άλλες σκέψεις μπαίνουν στο μυαλό του. Ότι με το που θα πατήσει το πόδι του στο πεζοδρόμιο θα μειωθεί το ενδιαφέρον και η προσοχή του. Ότι δε θέλει να σταματήσει να περπατάει μέχρι να φτάσει, γιατί αν το κάνει δεν ξέρει αν θα σηκωθεί. Ότι τελικά δε θα πάρει νερό, και ότι θα ζαλιστεί κάπου εκεί να πέσει κάτω, ξένος μεταξύ ξένων. Χαμογελάει όταν σκέφτεται αυτή τη σκηνή. Δεν είναι ότι χαίρεται, είναι ότι μια πικρή ικανοποίηση τον γεμίζει με αυτό το ενδεχόμενο.
 Τότε αρχίζει όντως να ζαλίζεται. Ξαναεξετάζει το σώμα του. Τα πόδια του, ζεστά από το περπάτημα, επι της ουσίας δεν τα νοιώθει, ωστόσο δουλεύουν ασταμάτητα. Το στόμα του έχει κολλήσει. Ο ιδρώτας του έχει γίνει κρύος και όντως ζαλίζεται. Ψάχνει να βρει κάπου να πιαστεί. Πανικοβάλλεται. Τα αμάξια περνούν όλο και πιο συχνά, καθώς φτάνει στη πόλη. Ο κίνδυνος μεγαλώνει. Ο πανικός του μεγαλώνει. Σφίγγει τα χείλη. Δε σταματά. Περπατάει. Συνεχίζει να περπατά. 
Κανείς δεν έμαθε ποτέ το τέλος αυτής της ιστορίας. Ίσως μάλιστα ακόμα να μην έχει τελειώσει. Ωστόσο μπορούμε να βγάλουμε κάποια συμπεράσματα.
Σημασία γι αυτόν έχει το περπάτημα. Κανείς δεν ξέρει αν έφτασε ποτέ στον προορισμό του, αν ζαλίστηκε ή αν τον χτύπησε κάποιο αμάξι σε κάποια στροφή. Αν τα κατάφερε να φτάσει κάπου, ίσως αυτό να το έμαθαν και όσοι τον περίμεναν να έρθει. Αν πάλι όχι, ίσως κάποιοι από αυτούς που τον συνάντησαν, να μετάνιωσαν που δεν τον σταμάτησαν για να τον ρωτήσουν, για να μπουν στον κόπο του, για να τον προλάβουν. 
Κανείς δεν έμαθε ποτέ το λόγο για τον οποίο ξεκίνησε να περπατά αυτός ο άνθρωπος. Κάποιοι θα πείτε ότι ήταν η ανάγκη του να φύγει από κάπου. Κάποιοι άλλοι θα πείτε ότι ήταν η ανάγκη του να φτάσει κάπου. Κάποιοι άλλοι θα πείτε ότι απλά ήταν τρελός και κακώς διαβάσατε αυτή την ιστορία. Κάποιοι άλλοι θα πείτε ότι απλά ήθελε να μείνει μόνος και να τραβήξει την προσοχή σας. Εγώ θα σας πω ότι τίποτα από αυτά δε μπορεί να αποδειχτεί. Ίσως αυτοί που τον ήξεραν, αυτοί που τον περίμεναν, ή αυτοί που τον άφησαν, να ξέρουν κάτι περισσότερο. Ίσως να μην το έμαθαν ποτέ.
Το σίγουρο είναι ότι αυτός ο άνθρωπος ήθελε να περπατήσει. Αν ήθελε να φύγει ή να φτάσει κάπου, θα έβρισκε ευκολότερο τρόπο. Θα μπορούσε να πάρει το λεωφορείο της γραμμής ή να δεχτεί κάποια βοήθεια. Αν ήθελε απλά να τραβήξει την προσοχή, θα έλεγε την ιστορία του σε κάποιον από όσους συνάντησε, ή έστω θα έπεφτε από μόνος του σε κάποιο αμάξι ή θα έπεφτε να ζαλιστεί. Δεν είχε κάτι τέτοιο στο μυαλό του. Συνέχισε να περπατά.
Όταν βλέπετε λοιπόν κάποιον να περπατά, οι επιλογές είναι ανοιχτές μπροστά σας. Μπορείτε να τον σταματήσετε, θεωρώντας ότι είναι λάθος αυτό που κάνει. Μπορείτε να τον προσπεράσετε, αδιαφορώντας. Μπορείτε να βρείτε μια δικαιολογία για την πράξη του. Μπορείτε να τον χαιρετήσετε απλά. Μπορείτε να υποθέσετε ότι έχει πάρει το λάθος δρόμο. Ποτέ δε μπορείτε ωστόσο να είστε βέβαιοι για το τι ακριβώς συμβαίνει.

1 σχόλιο: