Σάββατο 22 Ιουνίου 2019

Όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω:μια σπουδή σε ένα ποίημα




Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα,

Το φως, το σκοτάδι. Η διαχρονική επίκληση του φωτός παραμένει. Η κατάσταση παραμένει σκοτεινή, γιατί είναι τέτοια, γιατί έτσι θα έπρεπε να είναι, γιατί δε μπορεί παρά να είναι έτσι,  γιατί αν δεν είναι δε θα έχουμε αντίπαλο, έτσι θα πλεύσουμε σε νερά άγνωστα που δε μπορούμε να περιγράψουμε, γιατί ξέρουμε ότι το φως θα έρθει μόνο υπό συγκεκριμένους όρους, γιατί ξέρουμε ότι το φως δε θα έρθει όσο ζούμε. Το φως δεν έχει έρθει ακόμα, ούτε πρόκειται να έρθει γιατί δεν είμαστε εμείς που θα το φέρουμε ή που θα το ζήσουμε, παρά κάποιοι άλλοι. Το σκοτάδι παραμένει γιατί χωρίς αυτό, δε μπορούν αυτοί οι άλλοι να υπόσχονται και να επικαλούνται το φως, κυρίως δε μπορούν να δικαιολογούν γιατί δεν κατάφεραν να το φέρουν. 

έβλεπα τώρα πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω,
πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες.

Έτσι με το φως και το σκοτάδι να περιγράφει αυτόν τον κόσμο, κυρίως το σκοτάδι όπως περιγράφηκε παραπάνω, δεν υπάρχει τίποτα ενδιάμεσο, τίποτα ανάμεσά τους, κανένα μεταβατικό στάδιο από το ένα στο άλλο και πίσω. Κυριαρχεί μια αίσθηση ματαιοδοξίας. Όλα θυσιάζονται στο βωμό αυτής της ανάγνωσης, χωρίς να υπάρχει τίποτα χρήσιμο να κερδηθεί ή να διασωθεί. Υπάρχουν μόνο προσωρινές νίκες, αυτών που υπόσχονται το φως, που κρατάνε μέχρι να μην το φέρουν, και ήττες, αυτών που δε μπορούν να εξηγήσουν τι συμβαίνει, αυτών που περιμένουν από άλλους, αυτών που δε μπορούν ή δε θέλουν να σκεφτούν έξω από αυτόν τον τρόπο, τον τρόπο της ανάθεσης ως μόνου δρόμου προσωπικής απελευθέρωσης.
 
Μιλάτε, δείχνετε πληγές, αλλόφρονες στους δρόμους
.
Τόσο οι νίκες αυτές, όσο και οι ήττες, δεν αποτελούν προσωπική υπόθεση των παραπάνω, παρά έχουν ένα χαρακτήρα συνολικότητας, λες και όλοι σκεφτόμαστε με τον ίδιο τρόπο, λες και δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι να περπατήσει κανείς, λες και όντως δεν υπάρχει τίποτα πέρα από αυτές. Η ιστορία επαναλαμβάνεται γιατί αυτός είναι ο ρόλος μας, να βοηθάμε ώστε να επαναληφθεί ή αντίστοιχα τελειώνει, όταν εμείς δεν έχουμε τρόπο να την εξηγήσουμε. Και στις δύο περιπτώσεις πρέπει όλοι να πειστούν γι αυτό, ή δεν υπάρχει τίποτα να μας πείσει για το αντίθετο. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε ξανά και ξανά, ή οφείλουμε να καταλήξουμε, είναι ένα: το σκοτάδι είναι εδώ για να μείνει.
Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σαν σημαία
καρφώσατε σ' εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα
Η πρόγνωσή σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις.
 
Η αλήθεια είναι ότι η ιστορία ούτε επαναλαμβάνεται, ούτε τελειώνει ποτέ. Όσο και αν φαντάζει βολικό, ηθικό και νόμιμο ή  και παράνομο, όσο και αν όλοι πασχίζουν να μπουν στο κάδρο αυτής της ανάγνωσης, της επανάληψης ή του τέλους, του σκοταδιού και του φωτός αλλά κυρίως του σκοταδιού, της νίκης και της ήττας, κυρίως δε της ανάθεσης, κάτι έρχεται για να διαψεύσει τα παραπάνω, για να φέρει αδιέξοδο. Όση φροντίδα, προσπάθεια, επιβολή, καταστολή, φιλοσοφική και επιστημονική μεθοδικότητα, εξαγορά, απάθεια, αδιαφορία και ματαιοδοξία και αν επιστρατεύεται, όσος πανικός και αν φυτεύεται στις καρδιές των ανθρώπων, πάντα υπάρχει κάτι νέο, κάτι που δε μπορεί να απαντηθεί, να ξεχαστεί ή να εξηγηθεί. Κάπου εκεί, όταν τα αδιέξοδα πληθαίνουν, όταν η ιστορία γεννά νέες στιγμές, υπάρχει η επίπλαστη συλλογική χρέωση, η επίπλαστη συλλογική ευθύνη, η  επίπλαστη συλλογική ενοχή. Μαζί (τα) τρώμε, μαζί ανεχόμαστε, μαζί σιωπούμε. Μαζί κάνουμε κριτική (πόσο πολύ αγαπάμε την ανέξοδη κριτική). Μαζί κρυβόμαστε. Μαζί φοβόμαστε. Μαζί κοροϊδεύουμε. Μαζί αναζητούμε αφεντικά. Μαζί αναζητούμε σωτήρες. Μαζί σκεφτόμαστε  Μαζί υποτιμάμε τη φύση μας. Μαζί νιώθουμε ανώτεροι. Μαζί νιώθουμε κατώτεροι και κάνουμε ό,τι μπορούμε για να νιώσουμε ανώτεροι (όχι πάντα μαζί). Μαζί εξουσιάζουμε τους άλλους ή νομίζουμε ότι το κάνουμε. Μαζί συναινούμε. Μαζί θυμόμαστε, όσα επιτρέπεται να θυμόμαστε. Μαζί ξεχνάμε. Μαζί χάνουμε.

Εκεί, προσεκτικά σε μια γωνιά μαζεύω με τάξη,
φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο.

Η προσωπική απελευθέρωση περπατά χέρι με χέρι με την ιστορία, χέρι με χέρι και με τον ίδιο τον άνθρωπο. Όσο και αν τα μαθηματικά χρησιμοποιούνται για την ανάγνωση της πραγματικότητας και στην επιβολή της διαμόρφωσής της, όσο και αν υπάρχουν λίγοι και πολλοί,  όσο και αν κάποιος επιλέγει ή νιώθει εκάστοτε άνετα στους μεν ή στους δε, προκειμένου να μπει στο κάδρο, έρχεται η στιγμή που η εξαίρεση γίνεται κανόνας. Έρχεται η στιγμή που αντί οι άνθρωποι να προσαρμόζονται στην πραγματικότητα που τους πλασάρεται και να νιώθουν άβολα με όσα δε μπορούν να εξηγήσουν, περπατάνε μαζί της σε δρόμους νέους, και αυτό αποτέλεσε, αποτελεί και θα αποτελεί επίσης μέρος της ιστορίας. Έρχεται η στιγμή που οι άνθρωποι, τακτοποιούν, συναντιούνται και αναμετριούνται με τον εαυτό τους και επιλέγουν ή όχι αυτούς τους δρόμους. Έρχεται η στιγμή που είναι σαφές ποιος επιλέγει να τους περπατήσει και ποιος όχι. Και γίνεται ξεκάθαρο πως το σκοτάδι, υπάρχει για να δώσει το φως, το φως υπάρχει για να δώσει σκοτάδι και πως ανάμεσά τους, ανάμεσα σε ήττες, νίκες και ενοχές, υπάρχουν δρόμοι, υπάρχουν βήματα μικρά και μεγάλα, μισά και ολόκληρα, υπάρχουν λάθη, διδακτικά και μη, υπάρχει η αναζήτηση της απελευθέρωσης και η αποτροπή της.

Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω
με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω
με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω
όρθιος και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.

Οι δρόμοι αυτοί, ολοκληρωμένοι ή ανολοκλήρωτοι,μισοί, πλατιοί ή στενοί, εύκολοι ή δύσκολοι, δεν ανοίγονται από οδοστρωτήρες, δεν φτιάχνονται με τσιμέντο και παχιά λόγια. Είναι γεμάτοι από τα βιώματά όσων τους επιλέγουν. Είναι γεμάτοι από τα χέρια και τα πόδια, τα κεφάλια και τις σκέψεις τους. Είναι ποτισμένοι από το νερό της βροχής, όσο αυτό ακόμα υπάρχει για να τους ποτίζει. Είναι ανοιγμένοι και γεμάτοι πατημασιές, πολλές πατημασιές, από βήματα  λίγων ή πολλών, που δεν ακολούθησαν απλά ο ένας τον άλλον, βήματα μικρά και μεγάλα και γεμίζουν διαρκώς από νέες διαδρομές. Είναι δρόμοι που  πολλές φορές δεν ανοίγονται από έναν άνθρωπο, παρά χρειάζονται περισσότεροι από ένας για να τους ανοίξουν.  Κυρίως είναι δρόμοι που κανένας δε μπορεί να ανοίξει για εμάς, χωρίς εμάς, όσο και αν εμείς περιμένουμε να το κάνει, όσο και αν αυτός το υπόσχεται.


(Οι στίχοι είναι από το ποίημα "Κι ήθελε ακόμη", του Μανώλη Αναγνωστάκη)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου