Κυριακή 15 Μαρτίου 2020

Πειρασμός

Έστησ’ ο Έρωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
Κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκιά της ώρα,
Και μες στη σκιά που φούντωσε και κλει δροσιές και μόσχους
Ανάκουστος κιλαϊδισμός και λιποθυμισμένος.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα,
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μόσχοβολισμένη,
Και παίρνουνε το μόσχο της, κι αφήνουν τη δροσιά τους,
Κι ούλα στον ήλιο δείχνοντας τα πλούτια της πηγής τους,
Τρέχουν εδώ, τρέχουν εκεί, και κάνουν σαν αηδόνια.
Έξ’ αναβρύζει κι η ζωή σ’ γη, σ’ ουρανό, σε κύμα. 
Αλλά στης λίμνης το νερό, π’ ακίνητο ‘ναι κι άσπρο,
Aκίνητ’ όπου κι αν ιδείς, και κάτασπρ’ ως τον πάτο,
Mε μικρόν ίσκιον άγνωρον έπαιξ’ η πεταλούδα,
Που ‘χ’ ευωδίσει τς ύπνους της μέσα στον άγριο κρίνο.
Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι ‘δες·    
Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια!
Χωρίς ποσώς γης, ουρανός και θάλασσα να πνένε,
Ουδ’ όσο κάν’ η μέλισσα κοντά στο λουλουδάκι,
Γύρου σε κάτι ατάραχο π’ ασπρίζει μες στη λίμνη,
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι,
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά2 ντυμένη με το φως του.
Στην ενότητα αυτή, που αντίστοιχή της, με αρκετές ομοιότητες, υπάρχει και στο Β΄ Σχεδίασμα, ο ποιητής παρουσιάζει ό,τι εύλογα αποδίδει κι ο τίτλος του αποσπάσματος, τον πειρασμό δηλαδή που συνιστά η φύση μ’ όλες τις ομορφιές της για τους πολιορκημένους, οι οποίοι έχουν πάρει την απόφαση να θυσιάσουν τη ζωή τους.
Οι Μεσολογγίτες αποφάσισαν να τελέσουν την ηρωική τους έξοδο και ουσιαστικά την ύστατη αυτοθυσία στις 10 Απρίλη, κάτι που σήμαινε πως τη στιγμή που η άνοιξη χάριζε στη φύση όλες τις ομορφιές της, οι πολιορκημένοι Έλληνες θα έπρεπε να βρουν τη δύναμη να απαρνηθούν τη ζωή τους. Ο πειρασμός, επομένως, που προέκυπτε γι’ αυτούς απ’ την αναγεννημένη φύση, ήταν μια εξαιρετικά μεγάλη δοκιμασία που όφειλαν να υπερνικήσουν προκειμένου να φτάσουν στην επίτευξη του στόχου τους. Έτσι, πέρα από την πείνα, την εξαθλίωση και το φόβο του θανάτου, οι Μεσολογγίτες είχαν τώρα να παλέψουν και με το ανυπέρβλητο κάλλος της φύσης που ήταν το δίχως άλλο ένα ισχυρό κάλεσμα της ίδιας της ζωής.
 Η άνοιξη έχει κοσμήσει τη φυσικό περιβάλλον με κάθε δυνατή ομορφιά, δημιουργώντας μια εικόνα άφατης μαγείας, ένα κάλεσμα για την απόλαυση της ζωής και μια σαφή υπενθύμιση για την υπέρτατη αξία που έχει το δώρο της ζωής που οι Έλληνες του Μεσολογγίου είναι τώρα έτοιμοι να το θυσιάσουν.
Ο Απρίλης, ο μήνας της άνοιξης που φέρνει μαζί του την ανθοφορία, την ηλιοφάνεια και το στόλισμα της φύσης, στήνει χορό με τον έρωτα, με τη φυσική αυτή δύναμη που ενορχηστρώνει την αναγέννηση της φύσης. Παντού κυριαρχεί η ομορφιά κι η ευδαιμονία του ανοιξιάτικου τοπίου, όπου καθετί αποπνέει θελκτικά αρώματα κι αποτελεί μια κατάφαση της ζωής.
Μέσα από τη σκιά που δημιουργούν τα φυτά που έχουν πια φουντώσει κρύβονται δροσιές κι αρώματα, ακούγεται ένα πρωτάκουστο κελάιδισμα, ένα λιποθυμισμένο κελάιδισμα, ενός νέου πουλιού που μ’ όλη τη γλύκα της πρωτόφαντης ζωής απευθύνει το ερωτικό του κάλεσμα.
Νερά καθαρά, γλυκά και χαριτωμένα περνούν μέσα από τα σκιώδη μέρη και παίρνουν μαζί τους μέρος απ’ τα αρώματα των λουλουδιών, αφήνοντάς τους ως αντάλλαγμα μέρος απ’ τη δροσιά τους. Κι έτσι όπως ξεχύνονται στο φως, δείχνοντας την καθαρότητα, αλλά και τον πλούτο της πηγής τους, κελαρύζουν όπως θα έκαναν χαρούμενα αηδόνια που πετούν εδώ κι εκεί.
Η κίνηση των τρεχούμενων νερών που αλληλεπιδρούν με το τοπίο γύρω τους, βρίσκεται σε πλήρη συσχέτιση με το γενικότερο ανάβρυσμα της ζωής στη γη, στον ουρανό αλλά και στο κύμα.   
Στον αντίποδα των τρεχούμενων νερών βρίσκεται το νερό της λίμνης που είναι ακίνητο και άσπρο, διαυγές, σε όλη την έκταση κι όλο το βάθος της λίμνης, το οποίο δίνει την ευκαιρία σε μια πεταλούδα να παίξει με τον ίσκιο της πετώντας πάνω απ’ τα ατάραχα νερά. Η πεταλούδα που είχε κοιμηθεί μέσα σ’ έναν άγριο κρίνο, γεμίζοντας μ’ ευωδιές τον ύπνο της και τώρα χαίρεται το ανέμελο παιχνίδι με τα ήσυχα νερά της λίμνης.
Ο ποιητής έξαφνα με μια αποστροφή προς τον αλαφροΐσκιωτο, τον ρωτά τι είδε απόψε, τι είδε εκείνος που δεν μπόρεσαν να δουν οι άλλοι άνθρωποι, προετοιμάζοντας έτσι τη μαγική εμφάνιση της θεϊκής μορφής μες απ’ το φως του φεγγαριού.
Η απάντηση του αλαφροΐσκιωτου -που δε διακρίνεται εμφανώς απ’ τα λόγια του ποιητή- έρχεται να διευρύνει την εξαίσια εικόνα ομορφιάς που έχει ήδη παρουσιάσει ο ποιητής, τονίζοντας πως η νύχτα που πέρασε ήταν γεμάτη θαύματα και μάγια, μια νύχτα δηλαδή που συνοδεύτηκε από κάτι που ξεπερνά τ’ ανθρώπινα μέτρα.
Έτσι, την ώρα που δεν έπνεε ούτε το ελάχιστο αεράκι, ούτε τόσο όσο δημιουργούν τα μικρά φτερά μιας μέλισσας, όταν πετά πλάι σ’ ένα λουλουδάκι, το καθρέφτισμα του φεγγαριού, γύρω από κάτι που παρέμενε ατάραχο μες στη λίμνη, ανακατώθηκε αίφνης και ξεπρόβαλε από εκεί μια όμορφη κοπέλα, ντυμένη με το φως του φεγγαριού.
Η θαυμαστή εμφάνιση της «φεγγαροντυμένης», μιας θεϊκής μορφής που αποτελεί για τον ποιητή μια ακόμη έκφανση του κάλλους της φύσης, παρ’ όλο που δε θα παρουσιαστεί εκτενέστερα στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, θα αξιοποιηθεί από τον ποιητή σε μια άλλη ποιητική του σύνθεση, στον Κρητικό.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου