Κυριακή 1 Απριλίου 2012

Ο ψαράς που μιλούσε με την καρδιά του.

Τα δίχτυα είχαν μαγκώσει σε κάποια πέτρα. Αυτός τα τράβαγε επίμονα με όση δύναμη του είχε απομείνει, αλλά αυτό που τον έβγαζε στη δουλειά και του έδινε δύναμη ήταν η ανάγκη. Καλά τα είχε καταφέρει,έφερνε κάθε μέρα ψάρια, ούτε λίγα , ούτε πολλά, όσα χρειάζονταν για να μην πεινάνε η μάνα και τα αδέρφια του.
    Θάλασσα όσο έφτανε το μάτι του από τη μία, το χωριό από την άλλη στην πλαγιά, και η αμμουδιά με τις παράγκες για τις βάρκες. Μπορεί το χωριό να μην ήταν παραθαλάσσιο  όμως η θάλασσα  έδινε απλόχερα τα καλά της, μαζί με το δάσος που άρχιζε από το βουνό και έφτανε μέχρι κάτω για να τη συναντήσει. Και γύρω του, πάνω του, παντού έβλεπε ήλιο. Ο ήλιος εκείνη τη μέρα αγκάλιαζε τα πάντα, θάλασσα, δάσος, χωριό, σπίτια, παράγκες, αμμουδιά, βάρκες, ανθρώπους. Έκατσε λίγο και χάζευε την αγκαλιά του ήλιου,  κι ας μην έβγαιναν τα  δίχτυα, κι ας είχε τόσα προβλήματα, τα άφησε στην άκρη, και παραδόθηκε  χωρίς να σκέφτεται. 
   Και ξαφνικά ένιωσε μια σκιά να ταράζει την αγκαλιά αυτή, μια σκιά πετούμενη και μετακινούμενη που όλο μεγάλωνε. Ανοίγει τα μάτια του και τι να δει; Μια πέρδικα, μια πετροπέρδικα όπως τη λέγανε στο χωριό οι κυνηγοί, είχε κάτσει στην άκρη της βάρκας, και τον κοίταγε.
  Ήταν και αυτή μέσα στην αγκαλιά του ήλιου, τα γκρίζα χρώματα είχαν γίνει χρυσά, λες και δεν ήταν από αυτόν τον κόσμο, και την έκαναν πανέμορφη στην όψη. Θαμπώθηκε για λίγο, και την κοίταζε ακίνητος.
  Και η πέρδικα άρχισε να του μιλάει. Την κοίταζε αμίλητος.
"Γεια σου Πετρή. Είδα ότι δε σου βγαίνανε τα δίχτυα, ότι ήσουν μόνος και πέταξα από το δάσος και ήρθα να σου κάνω παρέα."
"Βγαίνουν τα δίχτυα. Έκατσα λίγο να ξαποστάσω μόνο" είπε χωρίς να πολυπιστεύει ότι μιλάει σε μια πετροπέρδικα. Και συνέχισε:
"Εσύ πετροπέρδικά και μιλάς; Οι πετροπέρδικες δε μιλάνε. Και πώς ξέρεις το όνομά μου;"
Η πετροπέρδικα πλησίασε πιο κοντά του και του είπε:
"Όλα τα πλάσματα μιλάνε Πετρή, δεν την δώσανε τη μιλιά μόνο στον άνθρωπο. Αυτό που ξέχασε ο άνθρωπος είναι να μιλάει με την καρδιά του. Έτσι μιλάμε εμείς. Κι έτσι μ' ακούς εσύ τώρα."
"Είσαι πολύ όμορφη πετροπέρδικα μου." είπε. "Κάτσε να μου κάνεις παρέα"
Η πετροπέρδικα χαμογέλασε ντροπαλά, λες και ήταν κοπέλα, και έκατσε κοντά στον Πετρή.

   Από εκείνη τη μέρα έγιναν αχώριστοι. Κάθε μέρα που έβγαινε για ψαριά, την περίμενε από το δάσος να έρθει στη βάρκα και την πήγαινε βαρκάδα κανονική.
Και καλοκαιριά όπως είχε τότε, τα δύο πλάσματα αγκαλιάζονταν κάθε μέρα από τον ήλιο, μιλούσαν ώρες ατέλειωτες, έλεγαν τραγούδια, τα τραγούδια έγιναν ερωτικά, από αυτά που έλεγαν στις καντάδες οι μεγάλοι, ώσπου μια μέρα αγκαλιάστηκαν και μεταξύ τους.
Μια μέρα, εκεί που κάθονταν, γυρίζει και της λέει:
"Πάρε με μαζί σου πετροπέρδικα." είπε. "Σ' αγαπώ, ξέρεις και θέλω να ζήσουμε μαζί, να γίνω άντρας σου. Πάρε με μαζί σου εκεί που πας."
Η πετροπέρδικα του χάιδεψε τα μαλλιά με τη φτερούγα της."Κι εγώ σ' αγαπώ Πετρή. Σ' άγαπούσα τόσο καιρό που σε έβλεπα από το δάσος να ψαρεύεις, μα ντρεπόμουν να σου το πω." είπε.
"Αλλά δε μπορώ να σε πάρω μαζί μου. Πού ακούστηκε άνθρωπος με πετροπέρδικα;" και τραβήχτηκε στην άλλη άκρη της βάρκας.
"Το μόνο που είναι σημαντικό είναι να μιλάμε με την καρδιά μας. Εσύ δε μου το είπες αυτό; Έτσι μιλάμε εδώ, έτσι αγαπηθήκαμε και τίποτα άλλο δε χρειάζεται.".
Η πετροπέρδικα, έτσι χρυσή όπως την έκανε ο ήλιος, ήρθε κοντά στον Πετρή. Χρυσά δάκρυα έβγαιναν από τα μάτια της.
"Η καρδιά είναι μεγάλο πράγμα, είναι αλήθεια. Να θυμάσαι αυτό. Αν μια μέρα χαθώ, αν μια μέρα δεν έρθω στη βάρκα, δε θα έχω χαθεί, δε θα σε έχω ξεχάσει. Μόνο θα είμαι ψηλά και θα σε βλέπω από εκεί. Εκεί να ψάξεις να με βρεις."
Δεν κατάλαβε ο Πετρής τι ήθελε να πει η αγαπημένη του. Συνέχισε να της τραγουδάει χαμογελαστός. Δεν πειράζει που δεν τον έπαιρνε μαζί του στο δάσος. Θα μπορούσαν να χαίρονται την αγάπη τους έστω και έτσι. Δε θα την άφηνε να φύγει. Δε μπορούσε να σκεφτεί ότι θα την χάσει.
Και οι μέρες περνούσαν , το καλοκαίρι τέλειωνε. Ώσπου μια μέρα, η πέρδικα δεν ήρθε. Άρχισε να ψάχνει, πήγε με τη βάρκα κοντά στο δάσος. Τραγουδούσε τα τραγούδια τους, τη φώναζε, η ώρα περνούσε. Ο ήλιος, που στην αγκαλιά του είχαν βρεθεί, είχαν αγαπηθεί, έπεφτε σιγά σιγά και έκανε τα δάκρυα του χρυσά. Περίμενε ο Πετρής.
"Πάει την έχασα" σκέφτηκε.
Και όπως έκλαιγε και σκεφτόταν, ο ήλιος τον κοίμισε, εκεί καταμεσής της θάλασσας, μέσα στη βάρκα.
Και είδε όνειρο ο Πετρής την πέρδικά του, να στέκεται  στη βάρκα και να του χαμογελάει. Αυτός την κοιτούσε όπως την πρώτη φορά, και πριν μιλήσει του είπε:
"Μην κλαις Πετρή μου και μη στενοχωριέσαι. Δε σε ξέχασα και δε χάθηκα όπως νόμιζες. Μόνο είμαι ψηλά τώρα, αστέρι στον ουρανό, και από κει θα σε βλέπω όπου κι αν πας. Και κάθε φορά που θα βγαίνεις για ψαριά, να τραγουδάς τα τραγούδια μας και εγώ θα τα ακούω από εκεί."
Πριν προλάβει ο Πετρής να μιλήσει, το όνειρο τέλειωσε. Και ήταν μόνος τώρα στη βάρκα, η θάλασσα τον είχε φέρει πιο κοντά στην αμμουδιά, και ήταν νύχτα. Τα δάκρυα του είχαν στεγνώσει και  τα δίχτυα ήταν ακόμα απλωμένα.
Κοιτάει ψηλά ο Πετρής, είχε γεμίσει ο ουρανός με αστέρια, τα κοιτούσε με πικρό χαμόγελο. Τράβηξε τα δίχτυα. Κάτι είχε πιάσει, γύρισε σιγά σιγά προς τα πίσω.

Από τότε όλοι έβλεπαν τον Πετρή να βγαίνει για ψαριά μόνο το  βράδυ. Πολλοί τον είχαν δει να μιλάει μόνος του μέσα στο σκοτάδι ή και να τραγουδάει τραγούδια πάντα κοιτώντας ψηλά. Ποτέ δε βγήκε πάλι στην αγκαλιά του ήλιου. Έψαχνε την πετροπέρδικά του στα αστέρια του ουρανού, τα είχε μάθει απ' έξω κι ανακατωτά, έβλεπε όνειρα ότι ανεβαίνει στον ουρανό  και βρίσκει την αγαπημένη του.
Κι όποιος τον ρωτούσε τι κάνει μόνος στη βάρκα τα βράδια αυτός απαντούσε με ένα πικρό χαμόγελο: "Εγώ μιλάω με την καρδιά μου, μιλήστε κι εσείς έτσι και θα με καταλάβετε."

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου