Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

Βαδίζουμε μαζί στον ίδιο δρόμο μα τα κελιά μας είναι χωριστά.

Στον Δ.Μητροπάνο


Σηκώθηκε από το γραφείο. Άνοιξε το παράθυρο. Ήταν  ξημερώματα. Στο δωμάτιο έμπαινε  μια ψύχρα. Και μια μυρωδιά, τόσο λόγω της βροχής που τα είχε ποτίσει όλα, Απρίλη μήνα, όσο και  του καιρού, που όχι μόνο άνοιξη δε θύμιζε, ούτε καν φθινόπωρο. Και πότιζαν η ψύχρα και η βροχή τα τσιμέντα τριγύρω και αυτό μάλλον ήταν η εξήγηση για τη μυρωδιά .
 Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Απέναντί του οι ρόδες ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου. Το δωμάτιο ήταν υπόγειο. Έξω ο δρόμος ήταν άδειος, η βροχή έπεφτε κατά κύματα, το περίπτερο που διανυκτέρευε είχε λιγοστά φώτα, και μόνο τα οχήματα που περνούσαν φώτιζαν το δρόμο και έκαναν τα τζάμια να τρίζουν.
Του είχαν τελειώσει τα τσιγάρα. Ένας ήχος ακούστηκε από τον υπολογιστή. Είχε αφήσει ανοιχτό το προφίλ του και κάποιος του είχε μιλήσει. Ήταν από αυτούς που είχε άποψη για το φακέλωμα του ίντερνετ και για την επικοινωνία εκεί, παρ’ όλα αυτά, οι πολλές ώρες που περνούσε στο σπίτι τον είχαν ρίξει εκεί. Είχε κάποιους συνομιλητές στο ίντερνετ, είχε ξεκινήσει πριν χρόνια αυτόν τον τρόπο επικοινωνίας, τον βόλευε, έλεγε τότε, για να μη χρεώνεται με τηλέφωνα και τέτοια. Όμως αυξήθηκαν οι δουλειές μέσα στο σπίτι, δούλευε πια μέσω του υπολογιστή, αυτό το υπόγειο τον κατάπινε και, από τη στιγμή που είχε καταλήξει εκεί, οι συνομιλητές και οι συνομιλίες γίνονταν όλο και περισσότερα.
Και τώρα του είχε μιλήσει μια κοπέλα, η Ρόζα, με τον κλασικό τρόπο που αρχίζουν τέτοιες συνομιλίες:
"Γεια, τι κάνεις;".
Έκατσε λίγο ακόμα στην ψύχρα του παραθύρου, λες και απολάμβανε τη θέα, και μετά γύρισε αργά στον υπολογιστή και άρχισε να γράφει.
"Καλά. Εδώ σπίτι, δεν έχω ύπνο. εσύ;"
"Κι εγώ τώρα γύρισα, είχα βγει για ποτό"
Μιλούσαν καιρό με τη Ρόζα, είχαν πει αρκετά πράγματα, είχαν κοινά ενδιαφέροντα. Κάτι του κινούσε το ενδιαφέρον πάνω της, όσο μπορεί να το πει αυτό κανείς μέσω ίντερνετ.  Για τα ιντερνετικά δεδομένα είχαν μια πολύ καλή σχέση. Πάντα η συζήτηση ξεκινούσε με τον ίδιο τρόπο, πάντα έφτανε μέχρι κάπου. Το ενδιαφέρον ήταν αμοιβαίο, αυτή ήταν σε ίδια κατάσταση με αυτόν, και του είχε δείξει το ενδιαφέρον της. Βέβαια, δεν είχε ιδέα αν πραγματικά τη λένε Ρόζα, πόσο χρονών ήταν, πού έμενε, πώς έμοιαζε. Συνήθως μιλούσαν λες και τα βασικά τα ήξεραν, ένα ηλεκτρονικό  τετ- α – τετ χωρίς πρόσωπα βέβαια.
"Πώς και δεν κοιμάσαι τέτοια ώρα, αφού δε βγήκες;"
"Εμένα τέτοια είναι τα ωράριά μου. Έκανα δουλειές στο σπίτι μέχρι αργά και έβρεχε κι όλας. Και τώρα δεν έχω ύπνο."
"Και εδώ βρέχει πολύ και τώρα δυναμώνει απ' ό,τι ακούω"
Έκατσε κανονικά στην καρέκλα και έψαξε με το χέρι του τα τσιγάρα. Θυμήθηκε ότι είχαν τελειώσει. Στο μεταξύ, είχε ξεχάσει το παράθυρο ανοιχτό και η βροχή ,που δυνάμωνε, έμπαινε μέσα. Σκέφτηκε το περίπτερο που είδε πριν. Και η Ρόζα συνέχισε να γράφει:
"Μου αρέσει η βροχή ,όταν πέφτει και είμαι σπίτι. Έχεις κάτι φωτογραφίες με βροχή, σωστά; Πολύ μου αρέσουν. Από πού είναι;"
"Είναι από μια λίμνη που είχα πάει πέρσι. Και  βγήκαν καλές, νομίζω. Είναι κοντά η λίμνη στο σπίτι μου και πάω συχνά."
Δεν είπε περισσότερες λεπτομέρειες για τη λίμνη, γιατί περίμενε να τον ρωτήσει. Είχε μπει πλήρως στους κανόνες συζήτησης του δικτύου και σκεφτόταν τη συζήτηση με αυτόν τον τρόπο. Του να προκαλείς ηλεκτρονικό ενδιαφέρον στον άλλον.
Μόνο που το ενδιαφέρον δεν ήταν ανάλογο. Η συζήτηση δε συνεχίστηκε και σιωπή υπήρξε για λίγο. Περίμενε.
"Είσαι εκεί;", έγραψε.
Τίποτα η Ρόζα.
Και σε μια συζήτηση που δε βλέπεις τα μάτια και τις εκφράσεις του άλλου πολλά μπορείς να υποθέτεις. Αυτός, μιας και ήταν απαισιόδοξος,  θεώρησε ότι κάτι καλύτερο είχε να κάνει, και ότι η συζήτηση θα τέλειωνε κάπου εκεί. Άλλωστε ,όταν κρύβεσαι πίσω από την ανωνυμία σου, είναι  εύκολο να απορρίπτεις τον άλλο. Είναι και αυτός άλλος ένας κανόνας.
Η βροχή που στο μεταξύ είχε δυναμώσει είχε βρέξει για τα καλά τις κουρτίνες. Το συνειδητοποίησε κι αυτός, σηκώθηκε και έγειρε το παράθυρο. Θυμήθηκε μετά ότι δεν είχε τσιγάρα. Κοντά ήταν το περίπτερο, σκέφτηκε, θα πεταγόταν για λίγο. Βρήκε γρήγορα τα κλειδιά, άφησε τον υπολογιστή ανοιχτό και βγήκε στην είσοδο της πολυκατοικίας. Έτρεξε προς το περίπτερο. Η βροχή μείωνε την ορατότητα και αυτός γινόταν μούσκεμα. Όταν έφτασε στο περίπτερο, μια κοπέλα μόλις έφευγε. Όπως έτρεχε, κόντεψε να πέσει πάνω της. Έτσι ,όπως έβρεχε και φορούσαν και οι δύο κουκούλα, το μόνο που πρόσεξε ήταν το χαμόγελο και το άρωμά της που απλωνόταν στο χώρο.
Έπειτα γύρισε προς τον περιπτερά, ζήτησε τα τσιγάρα και κοίταξε για λίγο πίσω. Μέσα στο σκοτάδι τα φώτα ενός αμαξιού τον τύφλωσαν. Ερχόταν με μεγάλη ταχύτητα. Χωρίς πολύ να σκεφτεί, γύρισε επιτόπου έπιασε το χέρι της κοπέλας που μόλις έφευγε και την τράβηξε απότομα προς το μέρος του. Το αμάξι πέρασε γρήγορα χωρίς να σταματήσει.
Η κοπέλα έδειχνε να μην έχει συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί.
"Ευχαριστώ πολύ"
"Δεν κάνει τίποτα"
Υπήρξαν κάποιες στιγμές αμηχανίας. Η κοπέλα έφυγε τρέχοντας για το απέναντι σπίτι από το δικό του. Καθόταν και την κοίταζε να φεύγει στη βροχή. Έπειτα πήρε τα τσιγάρα του και γύρισε στο υπόγειο. Μπήκε στο σπίτι και δε βιαζότανε. Έβγαλε τα βρεγμένα ρούχα. Άνοιξε πάλι το παράθυρο. Μπήκε μέσα, όπως πριν η ψύχρα, η βροχή και η μυρωδιά από τα τσιμέντα. Και πάλι το παρκαρισμένο αμάξι ήταν στα 2 μέτρα από αυτόν .Μόνο που αυτός είχε πια τσιγάρα και κυρίως είχε κάτι να σκέφτεται, όλα αυτά που έγιναν, το πόσο τυχαίο ήταν ότι είδε το αμάξι και τράβηξε την κοπέλα. Και φυσικά είχε και το άρωμά της ακόμα πάνω του να του το θυμίζει.
Ακούστηκε πάλι ένας ήχος από τον υπολογιστή. Δεν έδωσε σημασία. Απολάμβανε τη θέα από το παράθυρο και τις σκέψεις του. Ο υπολογιστής επέμενε.Δεν αντιδρούσε.  Μετά από κάποια ώρα και με  την πολλή επιμονή του υπολογιστή, πήγε αργά προς τα εκεί. Έκατσε. 
Ήταν πάλι η Ρόζα. Του είχε γράψει κάμποσα. Τον έψαχνε. Προς στιγμή χάρηκε που δεν τον είχε ξεχάσει, λες και ήταν απ' έξω από την πόρτα και τον περίμενε. Είδε αμέσως ότι στο μεταξύ είχε αποσυνδεθεί από τον υπολογιστή της. Διάβασε γρήγορα τις 10 γραμμές.

"Γεια, εγώ είμαι πάλι. Είσαι εκεί;
Δεν ξέρω τι με έπιασε, έχω υπογλυκαιμίες τελευταία, σου το 'χω πει;
Την ώρα που μιλάγαμε ζαλίστηκα ξαφνικά, ήμουν μόνη. Δε βρήκα κάτι γλυκό στο σπίτι.
Είσαι εκεί;
Ευτυχώς πήγα στο περίπτερο που έχω εδώ κοντά, αλλά εκεί πήγα να πάθω μεγάλο κακό.
Μόλις πήγα να φύγω με τη σοκολάτα, ζαλιζόμουν κι όλας, παραλίγο να με πατήσει ένα αμάξι.
Ευτυχώς με κράτησε κάποιος που μόλις είχε έρθει. Από τύχη σου γράφω...
Πες κάτι!
Και δεν είπα τίποτα του ανθρώπου, έτσι όπως ζαλιζόμουν ,μόνο ευχαριστώ είπα και αυτός με έσωσε.
Τεσπα, σε αφήνω να κοιμηθείς. Θα τα ξαναπούμε αύριο. Πάω να κοιμηθώ. Καληνύχτα."

Χαμογέλασε .Έκλεισε αργά τον υπολογιστή .

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου