Δευτέρα 18 Ιουνίου 2012

Ειπάρχουν και άλλα πιθανόν πιο οδυνειρά αλά νομίζω δε χρειάζεται να αναφερθούν, η εντύποση σχηματίσθηκε.

Σκέψεις και γεγωνότα από τα παλιά.
(προσωπική αφήγηση)

"Όταν λέμε παλιά ενοούμε πριν από 82 χρόνια μέχρι σήμερα. Να λάβης υπόψιν ότι είναι γραμμένα από έναν τελειώφοιτο - ούτε καν απόφοιτο- δημοτικού του έτους 1943 σε ένα χωριό του νομού Ευρυτανείας. Εκεί που ένας το πολύ δύο δάσκαλοι αγωνίζονταν να μάθουν τα 60 περίπου παιδιά τα οποία μπέρδευαν το νομό ευρυτανείας με τη μεγάλη βρετανία, και που, αντί για τις σημερινές τσάντες, είχαν ένα πανί διπλομένο στα δύο με μια τσέπι στο έξω μέρος για να βάζουν ένα κομάτι ψωμί για το δειάλιμα. Μέσα στην τσάντα είχαν ένα αναγνωστικό και μια πλάκα - κυκλοφορούν στα βιβλιωπολεία για σουβενίρ ακόμη και σήμερα, στην οποία έγραφαν το δεύτερο μάθημα σβίνωντας το πρώτο, διότι δεν είχαν, όπως σήμερα ένα σωρό τετράδεια τα παιδιά.
Παράκληση. Να μή διωρθώσης τα ορθογραφικά, τα συντακτικά, και το μονοτονικό, γιατί αυτός που τα γράφη το θεωρεί καύχημά το ότι μετά από 70 χρόνια που άφησε τις σχολικές αίθουσες, θημάτε έστω και αυτά τα λίγα.
Είμαι το δεύτερο στη σειρά παιδί μιας πολυμελούς οικογένειας. Το πρώτο καθώς και τα υπόλοιπα 7 δεν άντεξαν ούτε μια δεκαετεία στις ασθένειες της εποχής. Έμειναν - άντεξαν μόνο 4 τα οποία σήμερα είναι περίπου στην ηλικία μου. Στο πατρικό μου σπίτι έμεινα τα πέντε πρώτα χρόνια. Μετά, αφού στο μεταξύ γύναμε πολοί, και, η μία γίδα που είχαμε, δε μπορούσε να μας θρέψει, με έδιωξαν -προσοχή με την καλή ένοια του όρου  "με έδιωξαν"- εκτός προυσού σε κάποιον αδελφό του πατέρα μας-. Καταλαβαίνεις πώς με έβλεπαν αλλα γώ σε αυτή την ηλικία δεν τα αντιλαμβανόμουν. (Την ίδια τύχη είχε και η μεγάλη μας αδελφή- σαν υπηρέτρεια αυτή- κάπου στο Αγρίνιο.) Δε θυμάμε πόσα χρόνια ήμουν εξώριστος, που- που όπως καταλαβαίνεις κάθε άλο  παρά καλές επιδράσεις είχε.
Δεν με βάστηξαν πάλι στο σπίτι όταν γύρισα. Στη γιαγιά μου αυτή τη φορά  βρήκα στέγη. Εκεί τουλάχιστον είχα ένα μπουκάλι - είχε  μικρή κτηνοτροφία- γάλα. Εκεί χρημάτησα τσέλιγκας μέχρι τα 15 μου. Εκεί πέρναγα κάπως καλύτερα, τόσο καλύτερα ώστε θυμάμε κάποια στιγμή τή ρώτησα. Ρε γιαγιά, πώς είναι-για το πώς νιώθει ο άνθρωπος- όταν χωρταίνεις;
Πάνω λοιπόν στα 15 μου... άνοιξε η τύχη μου.
Στο χωριό κάθε καλοκαίρι έρχονταν από την πάτρα η αδελφή της γιαγιάς μου τα παιδιά της οποίας είχαν εδώ στην Πάτρα μια μικρή βιομηχανεία. Είπε η γιαγιά μου στην αδελφή της  (Πάρτο μορή Γιωργούλα από δώ αυτό το παιδί έχουν τρυπίσει τα πόδια του από τις πέτρες (ξυπόλυτος γαρ). Η Γεωργού επικοινώνησε με τα παιδιά της τα οποία είχαν αντηρίσεις -είναι μικρό-  ήταν η απάντηση από την Πάτρα. Ακούγωντάς το η μάνα μου αυτό και διαβλέποντας ότι πάει να χαλάση η δουλειά είπε το αμίμιτο. (απάν πάι  δε μπάει κάτ). Δηλαδή ερμινέβω, μεγαλώνει δε μικραίνει. Και έτσι βρέθηκα εργάτης 15χρονος στη μικρή βιομηχανία. Εδώ άρχισε ο δεύτερος γολγοθάς. Στη μικρή ηλικία των 15 ήμουν εβάλοτος σε κάθε καλό η κακό. Ευτυχώς νίκησε το πρώτο. Οι τυρανείες και οι στερίσεις συναιχείστηκαν και εδώ.  Να ένα αντιπρωσοπευτικό περιστατικό. Το έτος εκείνο -1945- ήταν η χρονιά που απελευθερωτηθήκαμε. Το ψωμί το παίρναμε με δελτίο ανάλογα με τα άτομα. Επιδή την πρώτη χρονιά είμουνα -κάτοικος- στο σπίτι του αφεντικού με έστελνε στο φούρνο να πάρω ψωμί. Το ψωμί ήταν με δελτίο ανάλογα με τα άτομα και η παρασκευή του υποχρεωτικά σε καρβέλια. Έλεγα στο φούρναρη: θέλω εκείνο το ψωμί, και του το έδειχνα. Μεία , δύο, τρεις ο φούρναρης δεν άντεξε και με ρώτησε: Γιατί θέλεις εκείνο τι το διαφορετικό έχει από τα άλα; Για απάντηση δε βρήκα τίποτα άλο, του είπα την αλήθεια (διότη εκείνο έχει πέτσες γύρω γύρω, τις κόβω και τις τρώω διότι, αν κόψω από το καρβέλι θα με μαλώσει το αφεντικό. Έδειξε ήκτο και κατανόηση και από τότε μαζί με το καρβέλι μου έδεινε και ένα κοματάκι για να φάω. Ήταν καλό παιδί ο φούρναρης και πατριώτης (Ναυπάκτιος). Ακόμα ο φούρνος αυτός υπάρχει, όχι βαίβεα ο φούρναρης, οι απώγωνοί του.
Τέτοια... ανθολογήματα συνέβαιναν πολλά αυτό στο αναφέρω για δείγμα.
Πέρασαν τα χρόνια με σκαμπανεβάσματα στην πωρεία , γνώρισα τη γιαγιά, από την οποία δε γλύτωσα την κουλούρα, (στεφάνι). Στη συναίχεια μπήκαμε στη διαδικασία των παιδιών: Μωρά, νηπιαγωγείο, δημοτικό,γυμνάσιο, και, τέλος ήρθε και η υπόθεση "θεσαλονίκη", η οποία ήταν επόδηνη αλά έφερε ικανοποίηση. Στη συναίχεια γείναμε πεθεροί, συμπέθεροι, παππούδες και τώρρα περιμένουμε την αποκατάσταση των απογώνων σε κάθε και, αν ζήσουμε, να γνωρίσουμε και την τρίτη γενιά. Όλα αυτά είναι  αντιπρωσοπευτικά σταχυολογήματα. Ειπάρχουν και άλλα πιθανόν πιο οδυνειρά αλά νομίζω δε χρειάζεται να αναφερθούν, η εντύποση σχηματίσθηκε."

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου