Τρίτη 12 Ιουνίου 2012

Απ’ τα ακριβά μου στα πιο φθηνά κι απ’ τη φωλιά μου στο πουθενά συναντηθήκαμε στη μέση του καιρού


Είχαν περάσει μήνες από τότε που είχε ξαναγυρίσει. Δε θυμόταν το πόσο γρήγορα πέρασε ο καιρός.
Τόσο πολύ που όταν θυμόταν τις πρώτες ιστορίες του εδώ δεν τις πίστευε. Είχε καλοκαιριάσει για τα καλά, το κόκκινο κουτί με το άσπρο καπάκι είχε αλλάξει. Το χαλί είχε φύγει και η θερμοκρασία είχε ανέβει. Δεν έμενε πια τόσες ώρες εκεί μέσα και το κουτί φάνταζε άδειο.


Όταν έμπαινε στο κουτί τα βράδια συμπεριφερόταν λες και δεν ήθελε να το χαλάσει. Ξάπλωνε ελαφρά στο κρεβάτι και δε χαλούσε τα σκεπάσματα. Έβγαζε προσεκτικά τα ρούχα του και τα κρέμαγε στη ντουλάπα. Και μετά φεύγοντας φρόντιζε να μαζέψει τα καλώδια, τα πράγματα, τα βιβλία και τα πράγματα που άφηνε. Έβγαινε πια έξω. Τίποτα δεν του θύμιζε τις εποχές που κλείνονταν μέσα και διάβαζε για την πληροφορία και το θόρυβο και φιλοσοφούσε. Είχε ολοφάνερα ξεπεράσει την κατάθλιψή του. Του το έλεγαν όλοι γύρω του. Όσοι δηλαδή είχαν μείνει για να του το λένε. Ακόμα και όσοι τον είχαν γνωρίσει από τη στιγμή που είχε αρχίσει να ξαναβγαίνει έξω,του έλεγαν ότι του πήγαινε να χαμογελάει.

Όμως αυτός ζούσε τη δικιά του άβυσσο. Το δικό του σκοτάδι. Μπορεί να είχε λύσει βασικά προβλήματα. Είχε ξαναβρεί τους ανθρώπους. Προσπάθησε αρχικά να κάνει αυτό που ήξερε πολύ καλά. Να τους ακούει. Να τους μαθαίνει. Και να τους αγαπά γι αυτό που είναι. Όχι γι αυτό που ήθελε αυτός να είναι. Όμως οι άνθρωποι όσο έλειπε είχαν αλλάξει. Άλλοι από αυτούς είχαν φύγει. Άλλοι  είχαν κάνει το επόμενο βήμα. Δε μπορούσε αυτός να τους ακολουθήσει. Έτσι αποφάσισε να σταματήσει να ζητάει από τους ανθρώπους. Να κρατάει συγκρατημένη στάση. Έπρεπε κατά κάποιον τρόπο να μάθει αυτά που έχασε. Ήταν λες και τόσο καιρό να έπλενε τα ρούχα του στο χέρι. ¨Ηταν πολύ καλός στο να πλένει έτσι τα ρούχα του. Και του χάρισαν ένα πλυντήριο. Και αυτός αντί να μαθαίνει τι κάνουν τα κουμπιά του, το ξάπλωσε και άρχισε να πλένει τα ρούχα στο χέρι, μέσα στον κάδο του πλυντηρίου. Ε, αυτό είχε αποφασίσει τώρα. Να διαβάσει το βιβλιαράκι με τις οδηγίες.

Το θέμα είναι ότι τα πλυντήρια, όπως και όλες οι συσκευές, είναι προϊόντα τεχνολογίας. Και ότι η τεχνολογία, όπως και οι άνθρωποι, είναι κάτι που μπορεί να σε εκπλήξει από τη μία στιγμή στην άλλη. Και νέοι άνθρωποι προέκυψαν. Άγνωστα πεδία. Γεμάτα εκπλήξεις. Όσο και αν είχε καθορίσει σαφώς τη σχέση και την απόσταση, πάντα υπάρχει ένα κουμπί που δε μπορείς να προβλέψεις. Μια δυνατότητα που ανοίγεται μπροστά σου και δε μπορείς να αντισταθείς στη γοητεία της.

Και αυτό, όχι τόσο για τα πλυντήρια, αλλά κυρίως για τους ανθρώπους, είναι αυτό που σε κάνει να θες να ζήσεις μαζί τους. Έτσι έκανε και αυτός. Τα είχε κανονίσει όλα. Ήταν σε θέση να εκτιμήσει το άμεσο μέλλον, να κρατάει τους ανθρώπους σε απόσταση, ώστε να καταφέρνει να προστατεύεται, να κρύβεται και να καθορίσει τις κινήσεις του. Και ήταν σχετικά ήρεμος. Οι ώρες στο κόκκινο κουτί άρχισαν να λιγοστεύουν. Έφτιαξε μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στο μέσα και στο έξω.

Και τότε ήρθαν και άλλοι άνθρωποι.Αυτοί που δεν ήξεραν όλη την ιστορία του. Αυτοί που του έλεγαν να χαμογελάει. Αυτοί που θέλησαν να τον μάθουν. Που έσπασαν την απόσταση. Και που είχαν πολλά νέα κουμπιά πάνω τους. Δε μπορούσε και αυτός να αντισταθεί στη γοητεία των νέων κουμπιών. Ο καιρός άλλωστε που είχε να νιώσει έτσι ήταν πολύς. Άρχισε να ακολουθεί άνευ όρων τα γεγονότα, λες και ήταν διψασμένος και τον πότιζαν με νερό. Γκρεμίστηκαν όλες οι  άμυνές του, οι αναστολές του.

Κυρίως του άρεσε ότι είχε βρει ξανά τον εαυτό του. Είχε θυμηθεί αρκετά μέρη αυτής της πόλης. Και τον είχαν θυμηθεί και αυτά. Περπατούσε αρκετά μέσα στην πόλη. Έπαιρνε τον εαυτό του χέρι χέρι και πήγαιναν από εδώ και από εκεί, πολλές φορές ως το πρωί. Έβγαζε φωτογραφίες. Πολλές φωτογραφίες. Όλα τα ενδεχόμενα ήταν πάλι ανοιχτά. Και ότι είχε να περιμένει και κάτι από το αύριο.Ότι και λάθη να έκανε, θα είχε τη δυνατότητα και τους ανθρώπους να τα εξηγήσει. Και ότι όλα έμοιαζαν ότι μπορούν να αρχίσουν από την αρχή. Μπορούσε ξανά να κάνει όνειρα. Ο κόσμος δεν είναι ιδανικός.Είναι δανεικός για το ταξίδι έτσι ώστε να μπορούμε να κάνουμε όνειρα.

Κι όμως κάτι μέσα του ακόμα ήταν σκοτεινό.
Φοβόταν μήπως παρεξηγηθεί. Οι ενοχές και οι αντοχές του ήταν ακόμα σε κρίσιμο σημείο. Μήπως ο εαυτός του, που είχε χάσει όλο αυτόν τον καιρό τρόμαζε τους γύρω του. Αλλά κυρίως φοβόταν μήπως όλο αυτό, όλο αυτό το γοητευτικό μέλλον χανόταν ξαφνικά, όπως ξαφνικά προέκυψε. Και δεν ήταν σίγουρος τι έπρεπε να κάνει. Αν έπρεπε να συνεχίσει να διαβάζει τις οδηγίες του πλυντηρίου. Να μάθει πώς δουλεύουν τα κουμπιά του. Να μάθει επιτέλους να πλένει τα ρούχα του στο πλυντήριο και όχι στο χέρι μέσα στον κάδο. Ή αν έπρεπε να αφήσει  το πλύσιμο σε άλλους. Να αφήσει το πλυντήριο. Και να γυρίσει στο κουτί του. Αυτό με το άσπρο καπάκι.





0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου