Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Κι αν θέλει κι άλλο κόπο εγώ θα προσπαθώ:το ρολόι που ήθελε να δει τι γίνεται μετά.

Ένα μεγάλο παράθυρο  πάνω από το κρεβάτι. Δεν είχε πατζούρια και περίμενε κανείς ότι θα είναι εκεί για να γεμίζει το υπνοδωμάτιο  με φως. Όμως το δωμάτιο  δεν άνοιγε συχνά, και μια βαριά κουρτίνα είχε μπει μπροστά του και περιόριζε πολύ το φως.
Μπροστά από το παράθυρο, ήταν το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι. Εκεί ένα ποτήρι με νερό, ξεχασμένο καιρό και δίπλα ένα σταματημένο ρολόι. Το κούρδιζαν μόνο κάθε απόγευμα. Ήταν ένα κουρδιστό ρολόι, από αυτά με τα γρανάζια, τα οποία, αν και είχαν περάσει χρόνια, συγχρονίζονταν τέλεια. Έτσι αυτό έστεκε καμαρωτό μιας και η ώρα που έδειχνε ήταν πάντα σωστή.
Όμως, όπως όλα τα κουρδιστά πράγματα, είχε ένα βασικό μειονέκτημα, όταν το κούρδισμα τέλειωνε, σταματούσαν τα γρανάζια και η ώρα έμενε στάσιμη. Τότε το ρολόι, από το καμάρι και την υπερηφάνεια έπεφτε σε βαθύ ύπνο.
Το επόμενο απόγευμα, όταν το ξανακούρδιζαν, το ρολόι ξυπνούσε, τα γρανάζια του γυρνούσαν, κοιτούσε από εδώ, κοιτούσε από εκεί, αλλά πάλι σκοτάδι έβλεπε. Και δε θυμόταν ούτε πότε ακριβώς έπεφτε σε ύπνο, ούτε τι γινόταν εκείνη τη στιγμή. Και μπορεί να καμάρωνε το ρολόι για την ακρίβειά του, αλλά μέσα του είχε ένα κενό. Γιατί δεν ήταν δυνατό, όλα τα πράγματα στο δωμάτιο  να συνεχίζουν να δουλεύουν, έξω από το παράθυρο να γίνεται χαμός , όλα να ζουν, αλλά μόνο εκείνες τις ώρες που οι άνθρωποι έλεγαν μέρα. Και αναρωτιόταν πώς να γίνεται, ενώ ήταν καμαρωτό για ώρες ολόκληρες, μιας και το κούρδιζαν πάντα την ίδια στιγμή κάθε μέρα, να ξεμένει τη στιγμή που σταματάει ο χρόνος και να μη θυμάται τίποτα. 
Καθόταν και σκεφτόταν πώς θα τα κατάφερνε, να το αλλάξει αυτό. Προσπαθούσε να κρατηθεί, να κάνει τα γρανάζια να δουλεύουν αργά, ή να μη δουλεύουν και καθόλου για λίγο, ώστε να κερδίσει λίγο χρόνο. Τίποτα. Προσπάθησε την ώρα που κοιμόταν, να κρατήσει με το ζόρι τα γρανάζια του σε λειτουργία και τα μάτια του ανοιχτά, αλλά άδικος κόπος. Πάντα έπεφτε σε βαθύ ύπνο την ίδια ώρα. Κάποια μέρα, σκέφτηκε να τους κάνει να το κουρδίσουν κάποια άλλη ώρα. Άρχισε λοιπόν να κουνιέται, να πλησιάζει την άκρη του κομοδίνου, μήπως και πέσει κάτω και προκαλέσει την προσοχή. Όπως πλησίαζε την άκρη του κομοδίνου και ήταν έτοιμο να πέσει, ένα χέρι το κράτησε και το επανέφερε στη θέση του. Περίμενε το ρολόι κούρδισμα, αλλά αυτό δεν έγινε ποτέ. Το σήκωσε και το έβαλε πάλι στη θέση του.
Το ρολόι δεν απογοητεύθηκε και συνέχισε να σκέφτεται. Οπότε αποφάσισε να παρατηρήσει τι γινόταν γύρω του όσο δούλευε.
Και κατάφερε να δει πράγματα στο σκοτάδι. Δεν είχε αναρωτηθεί ποτέ γιατί η κουρτίνα ήταν πάντα κλειστή ας πούμε. Πρόσεξε ότι κάποιος υπήρχε στο δωμάτιο όλες αυτές τις ώρες. Μια κοπέλα κρυβόταν επιμελώς στο σκοτάδι. Τα χέρια της το είχαν κρατήσει μην πέσει. Ήταν τα ίδια χέρια  που το κούρδιζαν κάθε απόγευμα. Και παρατήρησε και κάτι άλλο. Αυτή η κοπέλα είχε μια περίεργη σχέση με τον ύπνο, όπως αυτό. Έβλεπε το βράδυ το σώμα της που άλλαζε θέσεις στο κρεβάτι επίμονα. Που και πάλι δεν κατάφερνε να κοιμηθεί παρά τη σιωπή. Που σηκώνονταν τότε νευρική στο παράθυρο και δειλά κοίταζε απέξω. Και που μετά επέστρεφε στο κρεβάτι κλωτσώντας ότι είχε μπροστά της. Καθόταν στην άκρη του και κρατούσε το κεφάλι της. Ίσως και να έκλαιγε κάποιες φορές. Μετά ξαναπροσπαθούσε. Και πάλι σηκωνόταν. Ώσπου ξημέρωνε και τότε άνοιγε η πόρτα απότομα και έφευγε. Παρατήρησε μέρες και μέρες και ήταν σίγουρο ότι επαναλαμβανόταν η ίδια ιστορία.
Σκέφτηκε λοιπόν ότι δεν ήταν μόνο του στο δωμάτιο. Σκέφτηκε επίσης ότι οι δύο τους έμοιαζαν. Έμεναν άγρυπνοι μαζί όλο το βράδυ. Και χάρηκε το ρολόι. Επίσης και οι δύο βασανίζονταν, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Η κοπέλα γιατί δε μπορούσε να κοιμηθεί όλο το βράδυ, ενώ το ρολόι γιατί δεν ήθελε να κοιμάται ποτέ. Η κοπέλα λοιπόν ήταν η μόνη του ελπίδα.
Καθόταν νύχτες και νύχτες το ρολόι και σκεφτόταν. Παρατηρούσε την κοπέλα που ξαγρυπνούσε, έκανε τα γρανάζια του να μην κάνουν θόρυβο για να τη βοηθήσουν να κοιμηθεί, αλλά αυτή τίποτα.
Πάντα η ίδια ιστορία. Και ξαφνικά του ήρθε μια ιδέα. Βεβαιώθηκε ότι το πρόγραμμα της κοπέλας δεν είχε αλλάξει. Περίμενε καρτερικά να περάσουν οι ώρες. Τόσες μέρες, είχε υπολογίσει περίπου την ώρα που τα γρανάζια σταματούσαν. 
Περίμενε να έρθει αυτή η ώρα. Η κοπέλα ήταν καθιστή στο κρεβάτι και κρατούσε το κεφάλι της. Λίγο πριν λοιπόν πέσει σε ύπνο, το ρολόι αποφάσισε να αρχίσει να κουνάει το κουδούνι που είχε στη ράχη του, με όλη του τη δύναμη. Η σιωπή στο δωμάτιο έσπασε, η κοπέλα κοίταξε τρομαγμένη προς το κομοδίνο, έπιασε το ρολόι στα χέρια της και προσπαθούσε να το σταματήσει. Όμως το ρολόι επέμενε, κι ας ένιωθε τις δυνάμεις του να το εγκαταλείπουν. Μέσα σε λίγες στιγμές τα γρανάζια σταματούσαν σιγά σιγά και το κουδούνισμα εξασθενούσε. Η κοπέλα κοιτούσε σαστισμένη. Όλα έδειχναν ότι θα το ακουμπούσε πάλι στο κομοδίνο ή θα το πετούσε στο πάτωμα από τη νευρικότητά της. Όμως αυτή άρχισε να το κουρδίζει. Και μάλιστα το κούρδισε παραπάνω από ότι συνήθως, λες και ήξερε την επιθυμία του. Το άφησε στο κομοδίνο. Σηκώθηκε και έφυγε. 
Μετά από λίγες στιγμές το ρολόι άρχισε να ξαναδουλεύει. Δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί. Νόμιζε ότι απλά είχε έρθει η ώρα του για κούρδισμα. Έψαξε από εδώ, έψαξε από εκεί, πουθενά η κοπέλα. Δεν του είχε ξανασυμβεί αυτό. Και μέσα σε λίγες στιγμές, μία λάμψη το τύφλωσε. Ο ήλιος είχε σηκωθεί και χτυπούσε τη βαριά κουρτίνα. Από τις άκρες της, κάποιες ακτίνες περνούσαν μέσα στο δωμάτιο  και μία από αυτές, χτυπούσε το ποτήρι, και από τη διάθλαση έπεφτε  πάνω στο τζάμι του ρολογιού. 
Τότε το ρολόι κατάλαβε ότι τα είχε καταφέρει. Οι στιγμές που ζούσε ήταν αυτές που έχανε τόσο καιρό. Αυτό το φώς, μπορεί να το τύφλωνε, όμως ήταν αυτό που έχανε όλη μέρα, ήταν αυτό που  έβλεπαν όλοι οι υπόλοιποι, ήταν αυτό που έκανε την κοπέλα να βγαίνει έξω. Και ήταν τόσο καμαρωτό τώρα το ρολόι όχι μόνο για αυτό το φως, αλλά γιατί κατάλαβε ότι αν επιμένεις να προσπαθείς, ή μάλλον, μόνο όταν επιμένεις να προσπαθείς τα πράγματα είναι εφικτά.
Από τότε το ρολόι δεν έμενε ξεκούρδιστο ποτέ. Η κοπέλα που εξακολουθούσε να μένει άγρυπνη, το κούρδιζε δύο φορές τη μέρα, και το βράδυ και το πρωί. Και το ρολόι κάθε μέρα περίμενε ευχαριστημένο εκείνη τη στιγμή, εκείνη που μέχρι τότε κοιμόταν, να το ξανακουρδίσουν και να τυφλωθεί από την αχτίδα του ήλιου. 
Πόσο πολύ ήθελε να της πει αυτό που είχε καταλάβει εκείνο το βράδυ.Να της δείξει τον τρόπο του. Ότι  προσπάθησε. Ότι κατάφερε να κάνει το χρόνο να μη σταματάει και ότι το είχαν καταφέρει μαζί.

2 σχόλια:

  1. Κι αν θέλει και άλλο τρόπο...Εγώ θα προσπαθώ... το όνειρο που έχει το θάρρος να γίνει πραγματικότητα... και πράξη ζωής...

    Όμορφο :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Όλα είναι τρόπος. Και ο κόπος ασήμαντος όταν επιτυγχάνεται ο στόχος.

    ΑπάντησηΔιαγραφή