Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Πάντα να μπορείς πουλί μου να ξαν' αγαπάς: όταν αγαπάς πολύ κάποιον, θες το καλό του ακόμα και αν δε μπορείς να του το δώσεις


Είχαν περάσει χρόνια από τότε που το λιμάνι είχε μεταφερθεί έξω από την πόλη. Το γραφικό λιμάνι, με το μεγάλο φάρο είχε γίνει πια αξιοθέατο. Υπήρχαν ταμπέλες σε όλη την πόλη που έστελναν τους τουρίστες στο "παλιό λιμάνι". Το παλιό λιμάνι λοιπόν, με εξαίρεση τις πρώτες πρωινές ώρες ήταν γεμάτο κόσμο, όλων των εθνοτήτων, με φωτογραφικές μηχανές κρεμασμένες στο στήθος, που περπατούσαν απ' άκρη σ' άκρη. Όσο αφορά στα μαγαζιά, τα παλιά ψαράδικα και οι καφενέδες είχαν αντικατασταθεί από πολύχρωμα μαγαζιά, με ξένες επιγραφές, λες και μαζί με το λιμάνι είχαν φύγει και τα ελληνικά από εκεί.
Όμως το λιμάνι έκρυβε και κρύβει καλά τα μυστικά του. Τα προστατεύει καλά από τις νέες συνήθειες, τα νέα χρώματα, τις νέες γλώσσες, τα κύματα που λυσσομανούσαν και το έδερναν τους χειμώνες και από το χρόνο που περνούσε αμείλικτος. Και ήταν πολλές οι ιστορίες και τα μυστικά αυτού του λιμανιού  και κρύβονταν παντού, από τη θάλασσα στην είσοδο του λιμανιού με τον κέρκελο,  από το τζαμί και το φρούριο, από τις παλιές αποβάθρες και να νεώρια μέχρι τον φάρο που μέσα στους αιώνες παραμένει φωτεινός τα βράδια.
Ακόμα και στα τραγούδια κρύβονται αυτές οι ιστορίες του λιμανιού. Και τα τραγούδια είναι πάντα δεμένα με τον τόπο τους. Και σε αυτόν τον τόπο έλαχαν πανάρχαια τραγούδια που παίζονται με συγκεκριμένα όργανα, που επιζούν μέχρι σήμερα.
 Μία από αυτές τις ιστορίες είναι αυτή της Σουρμελίμ και του Χαλικούτη. Η Σουρμελίμ, που κανείς δε θυμάται πια το όνομά της,  είχε γίνει ένας μύθος στο λιμάνι. Όταν  τα βαμμένα μάτια της  έμπαιναν  στο λιμάνι και κατέβαιναν από το δουλεμπορικό που την έφερνε, όλοι σάστιζαν. Άλλοι βέβαια λένε ότι η Σουρμελίμ δεν ήταν μία συγκεκριμένη κοπέλα και έτσι λέγανε όσες κοπέλες από τα χαρέμια των καραβιών  έρχονταν στο λιμάνι επειδή είχαν βαμμένα μάτια. Οι Χαλικούτες, ήταν αχθοφόροι του λιμανιού, κουβαλούσαν ολημερίς και ολονυκτίς, τους είχαν φέρει σκλάβους από την Αφρική.
Έτσι λένε ότι ένα βράδυ, ο Χαλικούτης, που είχε δει τη Σουρμελίμ στο καράβι να κοιτάει το λιμάνι το σούρουπο και την αγάπησε, την έκλεψε και χάθηκαν στα στενά της πόλης. Και ότι εκεί και η Σουρμελίμ που ποτέ δεν είχε σκεφτεί να φύγει από το καράβι μόνη της, και που έτρεφε μια περιφρόνηση για τους σκλάβους του λιμανιού, αγάπησε τον Χαλικούτη.
Όταν το φεγγάρι άρχισε να κατευθύνεται προς τη θάλασσα και  να πέφτει πίσω από το φάρο, και ο ήλιος άρχισε να φωτίζει σιγά σιγά τον ουρανό, οι δύο νέοι, που όλο το βράδυ ήταν μαζί, αποκοιμήθηκαν κάπου παράμερα κάπου στις γειτονιές του Κουμ Καπί. Όλη μέρα έμειναν μαζί, και δεν άκουσαν τις φωνές των εμπόρων και των παρατρεχάμενων, ούτε τις φωνές των φρουρών που έψαχναν τη Σουρμελίμ...  Κάποια στιγμή όταν κόντευε να νυχτώσει, τα μάτια του Χαλικούτη άνοιξαν. Κοιτάει από εδώ, κοιτάει από εκεί, αλλά πουθενά η Σουρμελίμ. Μόνο ένα λευκό δαντελωτό μαντήλι ήταν πάνω του αφημένο. Άρχισε να περπατάει στα στενά, την είχε χάσει. Ο κόσμος στα παράθυρα τον έβλεπε να τρέχει σαν τον τρελό και τα δάκρυα του τους έκανε εντύπωση. Ποτέ δεν είχαν δει Χαλικούτη να κλαίει σαν μικρό παιδί.
Όταν έφτασε στο λιμάνι, είδε το καράβι της Σουρμελίμ να φεύγει. Περπάτησε γρήγορα προς τα εκεί, διακριτικά, χωρίς να τον πάρουν είδηση τα αφεντικά του λιμανιού. Σκούπισε και τα δάκρυά του με το μαντήλι. Η Σουρμελίμ στεκόταν στο καράβι και τον κοιτούσε. Τα βαμμένα μάτια ήταν μισόκλειστα, και ένα πικρό χαμόγελο κοιτούσε τον Χαλικούτη, λες και ήξερε ότι θα την προλάβει ακριβώς εκείνη τη στιγμή, πάνω στο δείλι. Ο Χαλικούτης , που δε μπορούσε  να κρατήσει τα δάκρυά του, ήξερε ότι την είχε χάσει. Παρ' όλα αυτά σήκωσε το χέρι με το μαντήλι και της το κούνησε διστακτικά. Δεν την ξαναείδε ποτέ.
Έτσι από τότε, όλα του τα βράδια καθόταν εκεί που είχαν μείνει με την Σουρμελίμ. Και θύμωνε ο Χαλικούτης, που είχε κάνει τόσα γι αυτήν, που τα είχε βάλει με τη φωτιά και την είχε κλέψει, και αυτή τον άφησε και έφυγε. Και κοιτούσε μια τη θάλασσα, μία τον ουρανό, μια τα αστέρια να πέφτουν βροχή. Και ο καιρός περνούσε. Και σιγά σιγά άρχισε να παρατηρεί τον κόσμο γύρω του. Και σκεφτόταν ότι όπως τα αστέρια πέφτουν και τα χάνεις από τα μάτια σου αφήνοντας μόνο τη θύμηση τους, εκεί που τα έχεις μπροστά σου, έτσι και η Σουρμελίμ έφυγε από τα μάτια του, και του άφησε μόνο το μαντήλι της για να τη χαιρετήσει. Και όπως γι αυτά κανείς δε λυπάται που χάνονται, έτσι για τη Σουρμελίμ, σταμάτησε αυτός να λυπάται και να θυμώνει. Γιατί όταν αγαπάς πολύ κάποιον, όπως ο Χαλικούτης τη Σουρμελίμ, θες το καλό του ακόμα και αν εσύ δε μπορείς να του το δώσεις. Έτσι και έκανε ευχή, να 'ναι καλή η μοίρα της όπου και αν αυτή πάει.


(Πιθανότατα το Σουρμελίμ έχει να κάνει με τον σουρμέ, τη σκόνη αντιμόνιο που έβαφαν τα μάτια (τις βλεφαρίδες πιο σωστά). Άλλωστε, τα μάτια τα βαμμένα με σουρμέ λέγονται σουρμελίδικα, όπως είναι ο στίχος στον Αγαπησιάρη του Τούντα και σουρμελής αυτός που έχει τέτοια μάτια.
 Το συγκεκριμένο τραγούδι, ενώ ανήκει στην κατηγορία των τραγουδιών που περιγράφεται, έχει στη συγκεκριμένη εκτέλεση μεταγενέστερους στίχους, γραμμένους από τον Δ.Αποστολάκη.
Οι Χαλικούτες ήταν βορειοαφρικανοί, φτωχοί νομάδες, που κατοικούσαν επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στη Βόρεια Αφρική μεταξύ Βεγγάζης και Καΐρου και ιδιαίτερα στην περιοχή τής Κυρηναϊκής, τής σημερινής Λιβύης. Οι μουσουλμάνοι πολιτικοί τους έφεραν για πολιτικούς σκοπούς ως εποίκους στην Κρήτη σταδιακά μετά το 1868 (τέλος τής Επανάστασης τού 1866), προς ενίσχυση τού μουσουλμανικού στοιχείου)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου