Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Όταν το φεγγάρι πέφτει να κοιτάς την ανατολή:Το θέμα είναι να κοιτάς εκεί που θες να πας.

Σήμερα συμπληρώνονται 30 χρόνια χωρίς το Μάνο Λοΐζο.το "πρωινό τσιγάρο" παρουσιάστηκε σε συναυλία αφιέρωμα στον Λοΐζο το 1983 και είναι αφιερωμένο σε αυτόν όπως και όλη η ανάρτηση.



Ένα τσιγάρο κάπνιζε μόνο του στο τασάκι. Δίπλα η κούπα με τον απογευματινό καφέ, είχε αδειάσει τώρα, μόνο το κατακάθι έμεινε και άφηνε το χαρακτηριστικό άρωμα, που μαζί με τον καπνό ανακατεύονταν στον αέρα. Και αυτό το ανακάτεμα, σαν τα πετούμενα που μπαίνουν κατά λάθος στο δωμάτιο και παγιδεύονται, χτυπιόταν θα έλεγε κανείς στους τοίχους, ψηλαφούσε τα κάδρα, τα βιβλία στα ράφια, τις κουρτίνες, τα φωτιστικά και έψαχνε μια έξοδο, το παράθυρο. Και τζάμι, που δεν έκλεινε εντελώς τα βράδια, παρά το Σεπτέμβρη που είχε φτάσει στη μέση του και παρά τα πρωτοβρόχια που είχαν κρύψει τον ατέλειωτο ήλιο του καλοκαιριού για κανένα πενταήμερο, είχε παρασυρθεί εκείνες τις πρώτες πρωινές ώρες από  τη δροσιά και τον αέρα, και έδινε σε αυτό το πετούμενο χαρμάνι των αρωμάτων τη διέξοδο που ζητούσε.
Και την ώρα που η έξοδος αυτή μεθοδευόταν αργά αργά, στο σκοτεινό δωμάτιο, ο αέρας που έμπαινε με φόρα στο δωμάτιο, που άνοιγε παράθυρα και έδινε διεξόδους, που κούνησε την κουνιστή καρέκλα  μπροστά στο παράθυρο, ήταν αυτός που έφερνε μέσα και κάτι άλλο, το φως.
Το φως ακολουθούσε αντίθετη πορεία από τα αρώματα. Ερχόταν διάχυτο στην ατμόσφαιρα ψηλαφούσε τα πάντα, τις κεραίες στα αντικρινά σπίτια, τους τοίχους, τα κλειστά παράθυρα, τους δρόμους, τα παρκαρισμένα αμάξια, το φουγάρο του εργοστάσιου που κάπνιζε ακόμα από τη χθεσινή μέρα στο διπλανό τετράγωνο ,μιας και σήμερα ήταν αργία, και έψαχνε μια είσοδο, για να μπει, σε σκοτεινά δωμάτια και στις καρδιές των ανθρώπων. Και το τζάμι του συγκεκριμένου δωματίου, αυτό που δεν έκλεινε εντελώς τα βράδια, παρά το Σεπτέμβρη που είχε φτάσει στη μέση του και παρά τα πρωτοβρόχια που είχαν κρύψει τον ατέλειωτο ήλιο του καλοκαιριού για κανένα πενταήμερο, είχε παρασυρθεί εκείνες τις πρώτες πρωινές ώρες από τη δροσιά και τον αέρα, και έδινε σε αυτό το πετούμενο θαύμα των αποχρώσεων την είσοδο που ζητούσε.
Μέσα στην αλλαγή αυτή που συνέβαινε, διαπίστωσε ότι  κάτι του έλειπε. Τώρα που τα πράγματα και ο χώρος φανερώνονταν σιγά σιγά, κοίταξε γύρω του να δει αυτό που του έλειπε. Σηκώθηκε και έκανε μια βόλτα στο δωμάτιο, ήξερε ότι δε θα το βρει, έκανε να βρει τα τσιγάρα του, βρήκε το πακέτο άδειο. Κοίταξε λίγο το παράθυρο. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα. Έβαλε τα παπούτσια του, πήρε τα κλειδιά του και κατέβηκε στο δρόμο.
Άρχισε να περπατάει σκυφτός. Θα έλεγε κανείς ότι συνέχισε και εκεί να ψάχνει αυτό που δεν είχε, λες και είχε παραπέσει κάπου στο πάτωμα. Οι δρόμοι ήταν άδειοι, και δεν ήταν η Κυριακή ούτε η πρωινή ώρα που το δικαιολογούσε αυτό. Είχε παρατηρήσει από το παράθυρο, ότι καιρό τώρα, ψυχή δε φαινόταν στη γειτονιά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας. Ίσως γιατί τα περισσότερα μαγαζιά είχαν κλείσει. Ίσως γιατί όλοι κλείνονταν στα σπίτια τους από φόβο ή από θλίψη. Ίσως πάλι γιατί  άρχισαν να ξενοικιάζουν και να φεύγουν από τη γειτονιά. Έφτασε στην πλατεία με τα περίπτερα. Κοίταξε λίγο δυτικά, προς τη σκοτεινή μεριά του ουρανού, όπου το φεγγάρι ίσα που φαινόταν πια. Έφτασε στο περίπτερο, πήρε τσιγάρα, έκανε να γυρίσει προς τα πίσω.
Στο δρόμο  για το σπίτι, τη στιγμή που έφτασε στο σπίτι του είδε στον κάδο απέναντι κάποιον να στέκεται μπροστά του και να κοιτάει γύρω του λες και κρατούσε τσίλιες. Δεν του έκανε εντύπωση και ανέβηκε γρήγορα πάνω.
 Όταν μπήκε, άνοιξε το ραδιόφωνο, στάθηκε κατευθείαν στο παράθυρο και κοίταξε κάτω.  Ένας άντρας, καλοντυμένος σχετικά, από αυτούς που σε άλλες εποχές θα έλεγες ότι Κυριακή πρωί πηγαίνουν εκκλησία, είχε μόλις ανοίξει τον κάδο και κοιτούσε μέσα, ελέγχοντας πάντα αν θα τον έβλεπε κάποιος. Ο ήλιος δεν είχε βγει ακόμα αλλά το φως είχε αυξηθεί. Εκεί που ο άντρας πήγε να ανασηκώσει το πρώτο κουτί που του εμπόδιζε τη θέα, ξαφνικά τινάχθηκε.  Ένας άλλος άντρας, από άλλο τόπο ήταν μάλλον, είχε βρει κατάλυμα στον κάδο και όπως έκανε να σηκωθεί, τον τρόμαξε. Κοιτάχθηκαν κάποιες στιγμές και οι δύο, ο καλοντυμένος κύριος και  ο κάτοικος του κάδου. Έπειτα άρχισαν να ψάχνουν μαζί σε αυτόν και στους διπλανούς κάδους.
Άναψε τσιγάρο, σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό,. Σκέφτηκε ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα όπως τα θέλουμε. Ότι κανένας σε αυτή την πόλη δεν είναι πραγματικά εκεί που  ήθελε να είναι. Και ότι ο καθένας το κρατάει για τον εαυτό του. Καθένας νομίζει ότι οι άλλοι γύρω του δεν βλέπουν , ότι δεν καταλαβαίνουν, διστάζει να μιλήσει, να πει και να κάνει αυτό που θέλει.
Το χαρμάνι από τα αρώματα βρίσκεται μέσα στο δωμάτιο και προσπαθεί να βγει έξω. Όμως δεν  προκαλεί την έξοδό του αλλά περιμένει κάποιον  να ανοίξει το παράθυρο.
Το φως. Που απλώνεται παντού και δε μπαίνει μέσα στα κλειστά δωμάτια παρά μόνο αν  κάποιος ανοίξει τα πατζούρια για να μπει μέσα.
Ο καλοντυμένος κύριος θα ήθελε να είναι στην εκκλησία και μετά να γυρίσει σπίτι όπου θα τον περιμένουν τα εγγόνια του και ένα πιάτο φαγητό σε ένα οικογενειακό τραπέζι. Όμως βρέθηκε αξημέρωτα στον κάδο να ψάχνει και φρόντιζε να  μην τον δει κανένας.
Ο κάτοικος του κάδου, ίσως να άφησε το σπίτι του και τον πόλεμο στην περιοχή του για να βρει ένα καλύτερο κόσμο. Όμως στο δρόμο προς τα εκεί κατέληξε στον κάδο και έκλεισε το καπάκι για να μην το πάρουν είδηση.
Και αυτός. Αυτός έβλεπε το αδιέξοδο της πόλης αυτής. Τους άδειους δρόμους. Την  τηλεόραση και τις εφημερίδες που του έλεγαν να μεταναστεύσει. Τη θλίψη που υπήρχε σε αυτόν τον τόπο. Το κλειστό του δωμάτιο και την εναλλαγή των αρωμάτων και του φωτός. Που έρχονταν στιγμές που έψαχνε αυτό που ζητούσε και όταν δεν το έβρισκε ξεγελιόταν και πήγαινε να πάρει τσιγάρα..
Έδωσε προσοχή στο ραδιόφωνο που έπαιζε και μάλιστα σε μεγάλη ένταση. Άκουσε αυτό:
«Ήλιε μια βόλτα έκανες, και ξέρω πως δε βρήκες ούτε τους δυο που χάθηκαν και μένα που πονάς ούτε τους δυο που χάθηκαν και μένα που πονάς»
Εκείνη την ώρα οι πρώτες αχτίδες του ήλιο τον τύφλωσαν. «Όταν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς», σκέφτηκε. «Το θέμα είναι να κοιτάς εκεί που θες να πας».

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου