Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2012

καρδιά (η) λογ. γεν. και καρδίας


α. το κέντρο ενός ευρύτερου χώρου: «Η καρδιά τρομάζει τον καιρό»

Τον παλιό καιρό, υπήρχε πολιτεία μακρινή και ευτυχισμένη. Ήταν τόσο μεγάλη που τους χώραγε όλους και είχαν έρθει να μείνουν εκεί από όλη τη χώρα. Κι ήταν χιλιάδες τα χρόνια που αυτή η πόλη είχε μακροημερεύσει και όλοι είχαν να το λένε για την ιστορία της. Όμως οι καιροί άλλαζαν και αρρώστια έπεσε απ’ άκρη σ’ άκρη. Και είπαν πρώτα οι άνθρωποι να φυλαχτούν, έκλειναν τα παιδιά στα σπίτια, δε μιλούσαν μεταξύ τους, οι δρόμοι ήταν άδειοι. Όμως η αρρώστια επέμενε. Και πέθαιναν οι άνθρωποι ο ένας μετά τον άλλον. Κάποιοι άρχισαν να φωνάζουν ότι η αρρώστια είχε έρθει από μακριά, και  έκλειναν τις πύλες και έδιωχναν αυτούς που είχαν έρθει πρόσφατα. Όμως το κακό δεν έκανε διακρίσεις, σκότωνε και τους ξενομερίτες και τους ντόπιους, τους αποδεκάτιζε έναν έναν. Είδαν και απόειδαν οι άνθρωποι, μάζεψαν ό,τι είχαν, άδεια κατσαρόλια και τα παιδιά τους και μαζεύτηκαν στην κεντρική πλατεία, μπροστά στο παλάτι. Ήταν τόσοι πολλοί και ήταν τόσο το δίκιο που τους έπνιγε που ακούγονταν σαν βροντή σε όλη την πολιτεία εκείνη τη μέρα. Τότε ο καιρός, που είχε αποκοιμηθεί και δεν άλλαζε, φοβήθηκε από το βουητό από την καρδιά της πολιτείας και άρχισε να βρέχει. Και ξέπλυνε την αρρώστια η βροχή και γλίτωσε ο τόπος. 

 β. το κέντρο των επιθυμιών, της καλής ή της κακής ψυχικής διάθεσης: «γλεντούσαν με την καρδιά τους»

Μετά την αρρώστια ο καιρός άλλαζε συνεχώς. Και όλοι νόμιζαν ότι αφού η αρρώστια είχε φύγει, κανένα κακό δε θα τους ξανάβρισκε. Βγήκαν πάλι τα παιδιά στο δρόμο, οι άνθρωποι μιλούσαν ξανά και οι πύλες άνοιξαν. Κανένας δε θυμόταν πια την αρρώστια. Και κάθε φορά που ερχόταν η μέρα που είχαν διώξει την αρρώστια, όργανα έβγαιναν στις γειτονιές, που είχαν ξαναγεμίσει και  οι άνθρωποι γλεντούσαν με την καρδιά τους όλη μέρα και όλη νύχτα.

γ. μυώδες κοίλο όργανο που λειτουργεί ως αντλία για την κυκλοφορία του αίματος και που στο ανθρώπινο σώμα βρίσκεται στο πρόσθιο και μεσαίο τμήμα της θωρακικής κοιλότητας, ανάμεσα στους πνεύμονες, κατά τα δύο τρίτα στην αριστερή και κατά το ένα τρίτο στη δεξιά πλευρά: «οι καρδιές τους χτυπούσαν τόσο δυνατά που κόντευαν να σπάσουν»

Κάθε που τέλειωνε το γλέντι γύριζαν στο σπίτι τους χαμογελαστοί. Η καρδιά τους χτυπούσε τόσο δυνατά και αυτοί έβαζαν το χέρι αριστερά στο στήθος, λες και προσπαθούσαν να την ηρεμήσουν και να την κρατήσουν ήρεμη. Όλο το χρόνο μάζευε τις στιγμές που έζησαν, τα μεράκια και τα όνειρα, τους καημούς και τις ελπίδες τους και περίμενε αυτή τη στιγμή για να χτυπήσει δυνατά να σκάσει  και να απλωθούν αυτά που μάζευε.

δ. η έδρα, το κέντρο των συναισθημάτων, σε αντιδιαστολή προς την έδρα των νοητικών λειτουργιών, το μυαλό· ψυχή: «α τους τρελούς, το λέει η καρδιά τους, αφήστε τους»

Εκτός από εκείνη τη μέρα, οι άνθρωποι έδειχναν να έχουν ξεχάσει την καρδιά τους. Δούλευαν καθημερινά, μεγάλωναν τα παιδιά τους,  μέτραγαν τις μέρες και περίμεναν καλύτερες. Μέσα στη δικιά τους ρουτίνα, είχαν βάλει τη λογική στη ζωή τους, το ρεαλισμό, το «δε βαριέσαι», το «μέχρι εκεί μπορούμε και όχι παραπάνω, και έχει ο Θεός». Μπορεί η αρρώστια να μην ήρθε ξανά, όμως η φτώχεια είχε μπει στα σπίτια τους. Και δεν την υπολόγιζαν για κακό αυτή, ίσα ίσα τα έριχναν στην κακή τους τη μοίρα. Υπήρχαν μόνο κάποιοι από αυτούς που, δεν αποδέχονταν την κατάσταση. Που δεν ήταν ότι η φτώχεια  τους είχε χτυπήσει πιο νωρίς, αλλά έλεγαν την αλήθεια, ότι τα δεινά δεν έχουν τελειώσει, ότι η φτώχεια δεν είναι της μοίρας γραφτό και ότι πρέπει να θυμηθούν την καρδιά τους. Και τα έλεγαν αυτά γυρνώντας στις γειτονιές, όμως κανένας δεν τους έπαιρνε στα σοβαρά, μόνο τους κορόιδευαν, τους έπαιρναν για τρελούς και έλεγαν γελώντας: « α τους τρελούς, το λέει η καρδιά τους, αφήστε τους στην τρέλα τους»

 ε. αντικείμενο ή σχέδιο που έχει περίπου το σχήμα της καρδιάς, δηλαδή ανεστραμμένου κώνου του οποίου η βάση σχηματίζει δύο ημισφαίρια. «είχαν ξεχάσει, αυτό που έλεγαν καρδιά, λίγο της έμοιαζε»


Η μοίρα λοιπόν τους έκανε να ξεχάσουν την καρδιά τους. Ακόμα και όταν ερωτεύονταν και ήθελαν να δώσουν την καρδιά τους και τη ζωγράφιζαν, δεν την έκαναν σωστά, παρά έκαναν ένα σκίτσο που πολύ λίγο της έμοιαζε στην πραγματικότητα. Άσε που νόμιζαν ότι δίνουν την καρδιά τους δίνοντας ένα χαρτί.

στ. το κέντρο, το μέσο: « η καρδιά όπου τα πάντα πουλιούνται και αγοράζονται»

Κανείς δεν καταλάβαινε το τι γινόταν λοιπόν, όμως το κακό χειροτέρευε. Και η καρδιά της πολιτείας, εκεί που άλλοτε είχαν μαζευτεί και έδιωξαν την αρρώστια, είχε γίνει παζάρι. Όσοι δε μπορούσαν να αντέξουν τη φτώχεια και δε μπορούσαν να ζήσουν τα παιδιά τους, έπεφταν στα νύχια αρπακτικών και δουλεμπόρων που τους εκβίαζαν, αναγκάζονταν να ξεπουλήσουν τα πάντα και τους πούλαγαν όσο όσο στο παζάρι, σωστό δουλεμπόριο. Όμως κανείς από τους υπόλοιπους δεν έδινε σημασία, «υπάρχουν και χειρότερα, δε βλέπεις αυτούς στο παζάρι;»

ζ. το κέντρο των θετικών ή αρνητικών συναισθημάτων απέναντι στο συνάνθρωπο: «τους έβλεπαν και τους έπιανε η καρδιά τους»

Όσο και να θες  να βάζεις τη λογική στο τιμόνι, ειδικά όταν νομίζεις ότι η λογική καθορίζεται από τη μοιρολατρία, έρχεται κάποια στιγμή που η καρδιά ξεφυτρώνει  αργά ή γρήγορα. Έτσι λοιπόν, όσο η φτώχεια απλωνόταν, και αυτοί που κατέληγαν στο παζάρι γίνονταν περισσότεροι, αυξάνονταν και αυτοί που ένιωθαν ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν καλά πια. Έβλεπαν αυτούς που πήγαιναν κατά το παζάρι και τους έπιανε η καρδιά τους, την κρατούσαν με το χέρι τους, και έπεφταν σε μεγάλη θλίψη.

η. για συναίσθηση ευθύνης:  «κάποιος θα μας λυπηθεί, δε θα του πάει καρδιά να μας αφήσει έτσι»

Όσο συνειδητοποιούσαν αυτά που γίνονταν, τόσο η θλίψη μεγάλωνε. Κάποιοι από αυτούς, τα έβαζαν με την ίδια τους τη μοίρα. Περίμεναν ότι κάποια άλλη ανώτερη δύναμη, ότι ο καιρός  θα έβλεπε αυτό που γινόταν και θα άλλαζε από μόνος του το κακό. Κοιτούσαν στον ουρανό,  κοιτάζονταν στον καθρέφτη και περίμεναν. Δεν πήγαινε το μυαλό τους πέρα από αυτό. Όμως οι καραβιές για το δουλοπάζαρο μεγάλωναν. 

θ. το κέντρο του θάρρους, της ψυχικής αντοχής: «Υπάρχει ακόμα καρδιά»
Άλλοι πάλι, δεν άντεχαν να βλέπουν τις καραβιές, και αντί να κλείνουν τα παράθυρα και να περιμένουν λύση από τον ουρανό,  έβγαιναν στα παράθυρα και έδιναν σε αυτούς που πέρναγαν ό,τι τους περίσσευε, μισό καρβέλι ψωμί και ένα περισσευόμενο ρούχο, ακόμα και αν αυτό δυσκόλευε και τους ίδιους. «Υπάρχει ακόμα καρδιά», έλεγαν αυτοί που τα έπαιρναν και τις επόμενες μέρες έβλεπαν στο παζάρι και αυτούς που τους τα είχαν δώσει.

 ι. ειλικρίνεια στη σκέψη και στα συναισθήματα: «Η καρδιά μεταξύ μας»

Έτσι στην πολιτεία που είχαν διώξει την αρρώστια, κατάλαβαν ότι τα κακά δεν έρχονται πάντα από εκεί που τα περιμένουν. Και ότι εκτός από αυτό που ονόμαζαν μοίρα, εκτός από καλή είναι και κακή και δε μπορεί να τους σώσει. Άρχισαν να θυμούνται σιγά σιγά την καρδιά τους. Είδαν ότι παραμένει εκεί ακόμα και όταν την ξεχνούν.
Αυτό που ακόμα και σήμερα δεν έχουν καταλάβει όταν δακρύζουν, είναι ότι οι καρδιές τους μπορούν να κάνουν μεγαλύτερη βροντή από αυτή που έκαναν η κατσαρόλες τους και έδιωξαν την αρρώστια.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου