Παρασκευή 4 Ιανουαρίου 2013

μια ιστορία όσο προλαβαίνουμε εδώ τους καλικάντζαρους: "παράδεισος είναι εκεί που, και πλούσιος να λογιέσαι, δίνεις τα πάντα για μια σπιθαμή ίσκιου"

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας τόπος ούτε παραμυθένιος ούτε μακρινός. Τα χριστούγεννα, όπως είναι γνωστό, έρχονται στους τόπους που ο χειμώνας είναι παγωμένος, η άνοιξη έχει λουλούδια, το φθινόπωρο ξερά φύλλα και το καλοκαίρι καρπούζι και θάλασσα.

 Έτσι λοιπόν και σε αυτόν τον τόπο, όταν ο καιρός πάγωσε για τα καλά και το καλοκαίρι έγινε μια μακρινή ανάμνηση έφτανε η νύχτα που ο ήλιος κρυβόταν για τα καλά και δεν έλεγε να βγει. Αυτή τη νύχτα, την πιο μεγάλη από όλες τις νύχτες, περίμεναν οι άνθρωποι για να ετοιμαστούν για τα χριστούγεννα και αυτά με τη σειρά τους, τους ετοίμαζαν για το νέο χρόνο που ερχόταν. Τα σημάδια μπορεί να είναι εκείνα που κάνουν τους ανθρώπους να σπρώχνουν το χρόνο, να αλλάζουν τραπεζομάντηλα , να φτιάχνουν γλυκά ειδικά για την περίσταση, να στολίζουν τα δέντρα και τα παράθυρα. Είναι όμως τα ίδια σημάδια που τους υπενθυμίζουν αυτό που συμβαίνει όλο τον υπόλοιπο καιρό. Έτσι, δίπλα στα μελομακάρονα και τις βασιλόπιτες, δίπλα στα δώρα τα παιχνίδια και τα παραμύθια στο τζάκι, έρχονταν και τα κοριτσάκια με τα σπίρτα, οι μοναχικές γιαγιάδες και οι σταχτοπούτες που περίμεναν κάποιο γυάλινο γοβάκι να τις κάνει πριγκίπισσες. Κάτι τέτοιες μέρες αναρωτιόταν κανείς ποιά είναι τα περισσότερα, αυτά που ενώνουν ή αυτά που χωρίζουν τους ανθρώπους. 
 Ένα από αυτά που αδιαμφισβήτητα τους ένωναν, ειδικά σε αυτόν τον τόπο, ήταν αυτή η συνήθεια των παιδιών με τα μεταλλικά τρίγωνα, που χτυπούσαν με μανία και πήγαιναν από πόρτα σε πόρτα τραγουδώντας. Μπορεί να έπαιζαν όλα μαζί και να έφτιαχναν παρέες, όμως τα κάλαντα ήταν υπόθεση οικογενειακή. Γιατί σε αυτή την πολιτεία από τα παλιά τα χρόνια τα παιδιά ήταν πολλά σε κάθε σπίτι. Και το είχαν κάνει σωστό τελετουργικό. Τα έκαναν πρόβα από πριν στο σπίτι, ετοίμαζαν τις φορεσιές τους -απαραιτήτως ομοιόμορφες-, τα τρίγωνά τους τα καράβια τους, και έβγαιναν στη γύρα οικογενειακώς. Όταν περνούσαν από όλα τα σπίτια, επέστρεφαν αποκαμωμένα στο σπίτι, ζεσταίνονταν στη φωτιά, και, μοιράζοντας τα φιλέματά τους, καλωσόριζαν τα χριστούγεννα. Και ήταν εκείνη η ερώτηση, η ίδια πάντα, που ακουγόταν μπροστά σε κάθε πόρτα πριν αρχίσει ο σαματάς: "Να τα πούμε;"
 Όλα αυτά τα κομμάτια του εθίμου, που επαναλαμβάνονταν από χρονιά σε χρονιά, θα μπορούσε να πει κανείς ότι έκαναν την ερώτηση αυτή σχεδόν ρητορική και άνευ σημασίας. Το ενδιαφέρον όμως, τόσο αυτών που ρωτούσαν, όσο και αυτών που περίμεναν να ερωτηθούν, παρέμενε πάντα μεγάλο, παρά τα χρόνια που περνούσαν. Την ίδια στιγμή, κανείς ακόμα και αυτοί που είχαν ζήσει τα περισσότερα χριστούγεννα από όλους, δεν ήταν σε θέση να εξηγήσουν από πού πήγαζε αυτή η ανυπομονησία.
Όπως ισχύει σε αυτές τις περιπτώσεις, οι ιστορίες που λέγονται από στόμα σε στόμα που κάπου ξεχνιούνται στο δρόμο, είναι αυτές που λένε την αλήθεια ή ένα μέρος της και δίνουν εξήγηση σε τέτοιου τύπου αναπάντητα ερωτήματα. Η δικιά μας είναι αυτή: 

 Όταν ο καιρός ήταν στα πρώτα του βήματα, στα πρώτα του ήταν και αυτός ο τόπος. 
Τα σπίτια του ήταν τόσο λίγα, που ίσα που έφτιαχναν ένα μαχαλά όλο κι όλο. Τα παιδιά ωστόσο, όπως συνέβαινε πάντα άλλωστε, ήταν πολλά, τόσα που αναρωτιόσουν πώς γίνεται να χωράνε σε τόσα λίγα σπίτια.
 Είχαν περάσει τρία χρόνια που ήταν και αυτό έτοιμο να πει τα κάλαντα. Και τις τρεις χρονιές, στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη και τα έκανε πρόβα. Από αυτές, τις δύο πρώτες είχε κλειστεί σπίτι και έκλαιγε μοναχό του. Την τρίτη όμως μάζεψε όλο του το θάρρος και ξεμύτισε να τα πει, όμως δεν πήγε και πολύ μακριά. Οι πρώτοι που το πέτυχαν στο δρόμο, το αποπήραν πριν καν φτάσει στην πρώτη πόρτα: "Τι να πεις κι εσύ μικρό; εσύ καλύτερα να γυρίσεις σπίτι, δε θα σου ανοίξει κανείς έτσι μόνο σου που είσαι". 
Ήταν το παιδί του ψαρά, που άλλοι το έλεγαν "το αγρίμι", άλλοι το έλεγαν "το ορφανό", λίγοι θυμούνταν το όνομά του και ζούσε με τον πατέρα του, ένα φτωχό ψαρά, στην άκρη του μαχαλά κοντά στη θάλασσα. Όλοι το ήξεραν γιατί ήταν το μόνο μοναχοπαίδι σε όλο το μαχαλά, μιας και η μητέρα του είχε χαθεί στη γέννα. Και δεν ήταν ότι δεν το αγαπούσαν, ίσα ίσα το έστελναν σε θελήματα όπως ακριβώς έκαναν και με τα παιδιά τους και το τάιζαν όταν ο πατέρας του έλειπε, όμως τις παλιές εποχές τα έθιμα ήταν αυτά που καθόριζαν τη ζωή: για να πει κάλαντα έπρεπε να έχει αδέρφια.
 Έτσι λοιπόν, αφού είδε και απόειδε, την τέταρτη χρονιά, όχι μόνο δεν τα παράτησε, θα έβαζε σε εφαρμογή το σχέδιο που κατέστρωνε όλη τη χρονιά. Ο πατέρας του έλειπε, είχε βγει στα ανοιχτά και θα γύριζε για τα χριστούγεννα. Έφτασε η νύχτα, η πιο μεγάλη από όλες, άρχισαν οι ετοιμασίες στο μαχαλά, το αγρίμι είχε να φανεί μέρες. Έστειλαν κάποιοι να το ψάξουν δεν ήταν πουθενά. Ούτε στην καλύβα, ούτε στις αλάνες, ούτε στο δασάκι. "Πάει το αγρίμι, χάθηκε" , είπαν. "Κι άλλες φορές είχε εξαφανιστεί αλλά όχι για τόσες μέρες, πάει τώρα, τι θα πούμε στον πατέρα του;" 
Πέρασαν τρεις μέρες, άφαντο το αγρίμι. Ήρθε η μέρα με τα κάλαντα. Αξημέρωτα ακόμα, άρχισαν να χτυπούν καμπάνες. Έλεγε πολλά στα αυτιά το χτύπημα της καμπάνας εκείνους τους καιρούς, μόνο που αυτό ήταν εντελώς αλλοπρόσαλλο. Βγήκαν όλοι έξω, έτρεξαν στην εκκλησία, τι να δουν; Το αγρίμι κατέβαινε από τη σκάλα του μεγάλου καμπαναριού υπό τους ήχους της καμπάνας. Σάστισαν με το θέαμα, άλλοι έπεσαν πάνω του, το πιαναν με το καλό, με το κακό, άλλοι σταυροκοπιούνταν.
Το αγρίμι, αναμαλλιασμένο από τους αέρηδες που έδερναν την κορυφή του καμπαναριού, φορούσε τα καλά του και κρατούσε στο χέρι το τρίγωνο, λες και δεν είχε χαθεί, αλλά ετοιμαζόταν να βγει στη γύρα για να πει τα κάλαντα. Δεν έβγαινε ήχος από το στόμα του παρά τα παρακάλια και τις ερωτήσεις που του έκαναν. 
Όταν η καμπάνα σχεδόν σταμάτησε, το παιδί, μάζεψε όση φωνή μπορούσε να μαζέψει και απευθυνόμενο στο πλήθος είπε: "να τα πούμε;"
Ήταν όλοι τόσο ταραγμένοι που δεν άκουσαν ή δεν κατάλαβαν τι ήθελε να πει. "ΝΑ ΤΑ ΠΟΥΜΕ;" φώναξε ακόμα πιο δυνατά το αγρίμι. Έμειναν όλοι ακίνητοι και το κοιτούσαν όλο απορία, πού την είχε βρει αυτή τη φωνή. Κάπου μες στο πλήθος μόνο, ακούστηκε ένα μουρμουριστό ναι, σαν απάντηση. 
Το παιδί άρχισε να τραγουδάει. Οι χωριανοί, άκουγαν μαγεμένοι, όχι μόνο γιατί άκουγαν για πρώτη φορά αυτή τη φωνή που ήταν αηδονιού σωστή, αλλά και γιατί ενώ περίμεναν να ακούσουν τα κάλαντα, άκουγαν ένα τραγούδι εντελώς πρωτότυπο και έδιναν βάση να καταλάβουν τί έλεγαν τα λόγια.
Και έλεγαν για κάποιον που ανέβηκε ψηλά στους ουρανούς, για να παρακαλέσει να του δώσουν τα κλειδιά για να ανοίξει και να δει τον παράδεισο. Μάλιστα ήταν τόσο καπάτσος, που κατάφερε να τον ανοίξει, και είδε. Παράδεισος είναι εκεί που δίνεις ό,τι έχεις και δεν έχεις για μία σπιθαμή ίσκιου από τον καυτό ήλιο. Οι φτωχοί εκεί δεν είναι και τόσο φτωχοί και οι πλούσιοι δεν είναι και τόσο πλούσιοι. Όσα πλούτη και να έχεις, πλούσιος εκεί είσαι, όταν μπορείς να σκεπάσεις κάπως την καρδιά σου. 
Αυτό ήταν το τραγούδι που είπε το αγρίμι και σώπασε. Και πολύ συγκινήθηκαν οι χωριανοί, γιατί μπορεί να φτιασιδώνονταν για τις γιορτές και να καμάρωναν, όμως ήταν φτωχοί άνθρωποι κι αυτοί και μίλησε κατευθείαν στην καρδιά τους. Και όλοι σκέφτηκαν ότι πλούτη μπορεί να μην τους περίσσευαν, αλλά ίσκιος πολύς. 
Έτσι έμεινε γνωστό το τραγούδι και η ιστορία του αγριμιού. Από τότε άνοιγαν πάντα σε όποιο παιδί ήθελε να τους πει τα κάλαντα και ας πήγαιναν στην ευχή τα έθιμα. Για να θυμούνται για πάντα το αγρίμι, ρωτούσαν σε κάθε σπίτι, αυτό που τους ρώτησε εκείνη τη μέρα: "Να τα πούμε;"

4 σχόλια:

  1. Κ. ακορβάτη πως έφτιξες αυτό το υπέροχο blog;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. εδώ κύριος ακορβάτης (μου άρεσε). το μπλογκ το έφτιαξα μόνος μου από ό,τι θυμάμαι και σε μερσώ για τη φιλοφρόνηση.γιατί ρωτάς;

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Καλή, γαλήνια δημιουργική, χρονιά!

    ΑπάντησηΔιαγραφή