Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Παραμύθι λιτό και απέριττο, πλην όμως διδακτικό.





Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένας γίγαντας. Ζούσε σε μια πλαγιά κοντά στη θάλασσα και κάθε απόγευμα ανέβαινε στην κορυφή του βουνού, καθόταν φαρδύς-πλατύς εκεί, και έπαιζε μουσική με τον τεράστιο ταμπουρά του. Η φωνή του, που ήταν πολύ δυνατή, έτσι γίγαντας που ήταν και το μαγευτικό τραγούδι ακουγόταν σε όλη την περιοχή γύρω, και έφτανε μέχρι τα βουνά πέρα από τη θάλασσα. Έτσι, την ώρα που ο ήλιος έπεφτε, έβλεπες να κάθονται όλοι οι γίγαντες στα γύρω βουνά μαζί και τα πλάσματα του δάσους και της θάλασσας και να ακούν το τραγούδι του.

Πέρασαν οι εποχές, τα χρόνια και τα τραγούδια και στην πεδιάδα εμφανίστηκαν οι άνθρωποι.
Ο γίγαντας δεν τους είχε ξαναδεί, έτσι μικροί που ήταν, είχε όμως μάθει να ζει αρμονικά με όλα τα πλάσματα του κάμπου, να μην τα ενοχλεί και να μην τον ενοχλούν. Ένα απόγευμα που βγήκε στο ηλιοβασίλεμα και έκατσε να παίξει, μετά τις πρώτες πενιές, ένιωσε πως κάτι είχε αλλάξει στα αυτιά του. Προσπαθούσε να καταλάβει τι είχε συμβεί. Κοίταζε μία τον ήλιο, μία τον ταμπουρά, μία το βουνό, μία τον κάμπο, αλλά δεν έβλεπε τίποτα. Πήγε πάλι να παίξει. Πάλι κάτι δεν του ακουγόταν καλά. Σταμάτησε. Ξεκίνησε ξανά. Έπαιξε πιο δυνατά τώρα. Το τραγούδι του ακούστηκε μέχρι πίσω από τα βουνά και ήταν τόσο δυνατό, που δυνατός άνεμος εκείνο το απόγευμα έκανε τα δέντρα του δάσους να χτυπιούνται μεταξύ τους.
Αυτό γινόταν ξανά και ξανά από εκείνη την ημέρα. Όμως το βουνό του γίγαντα, από πράσινο και ανθισμένο, γεμάτο από πλάσματα που ζούσαν εκεί για να  τον ακούν, έγινε μαύρο και έρημο, από το δυνατό αέρα που έβγαζε με το τραγούδι του. Επιπλέον, από το πολύ χτύπημα, τα δέντρα του δάσους άρχισαν να χάνουν τα φύλλα τους και κανείς δε μπορούσε να κρυφτεί πια εκεί. Οι γίγαντες των άλλων βουνών άρχισαν να μη βγαίνουν στο τραγούδι, μιας και ξαφνικά απέκτησαν δουλειές. Και το χειρότερο από όλα, ο θόρυβος που αρχικά είχε καταφέρει να νικήσει ο γίγαντας, αντί να μικραίνει, μεγάλωνε όσο οι άνθρωποι μεγάλωναν, απλώνονταν, και ξεδίπλωναν τις δουλειές και τα παιδιά τους, Ο γίγαντας όμως από το βουνό, ακόμα δε μπορούσε να εξηγήσει την πηγή του ανταγωνιστή ήχου, και τυφλωμένος έπαιζε όλο και πιο δυνατά.
Μια μέρα, ο γίγαντας περίμενε τον ήλιο να πέσει για να βγει να παίξει. Όταν έφτασε η ώρα, βγαίνει ο γίγαντας, κάθεται, τον βλέπει ο ήλιος και πριν αρχίσει, πέφτει μεμιάς στη θάλασσα. Ο γίγαντας ξαφνιάστηκε. Είχε φτάσει η μέρα που κανένας πια δεν άκουγε το τραγούδι του, το οποίο από την πολλή δύναμη είχε αλλάξει.
Κατάλαβε ότι ο καιρός του σε αυτό το βουνό είχε τελειώσει. Σηκώθηκε λυπημένος, πήρε τον ταμπουρά του, τα πράγματά του και άρχισε να περπατάει για άλλους τόπους. Περπατούσε και περπατούσε, πέρασε από τα γειτονικά βουνά, πέρασε και από τον κάμπο, άρχισε να απομακρύνεται.
Η πρώτη χώρα που βρήκε, ήταν γεμάτη βουνά. Έψαξε να βρει ένα δικό του. Όλα ήταν κατοικημένα. Απογοητεύτηκε. Συνέχισε να περπατάει.
Η δεύτερη χώρα που συνάντησε ήταν παράξενη. Τα βουνά δεν ήταν τόσα πολλά και κανένας γίγαντας δε φαινόταν γύρω. Ανέβηκε σε ένα δυο από αυτά, υπήρχαν σπίτια γιγάντων. Όμως φαινόταν ότι κάποιος είχε μπει εκεί, τα είχε καταστρέψει και τα έκαψε ολοσχερώς. Ούτε που ήθελε να σκεφτεί ποια μοίρα είχε βρει τους κατοίκους τους. Ήταν ολοφάνερο ότι δεν ήταν χώρα για γίγαντες αυτή. Συνέχισε να περπατάει.
Μετά από εκεί ήταν η θάλασσα. Σήκωσε τα μπατζάκια του, μπήκε μέσα, και όπως ήταν ψηλός, άρχισε να περπατάει. Είχε ακούσει για στεριές μέσα και πέρα από τη θάλασσα.
Περπατούσε, περπατούσε, τρίτη χώρα δεν έβρισκε. Νερά παντού. Είδε κάποια στιγμή στεριά από μακριά, άρχισε να τρέχει προς τα εκεί. Κύματα παντού και ψάρια στον αέρα. Ήταν ένα βουνό. Κι άλλο ένα πιο πέρα. Κι άλλο. Κι άλλο. Τι ευτυχία! Βρίσκει το πρώτο. Κοιτάει γύρω γύρω, θάλασσα. Μόνο θάλασσα. Κάνει να ανέβει πάνω, ίσα ίσα που χώραγε. Δε θα μπορούσε να ζήσει εκεί. Πήγε στο επόμενο. Το ίδιο. Όλα τα βουνά αυτά, πολύ όμορφα ήταν, με πολύ ωραία θέα και καλή ακουστική, αλλά ήταν πολύ μικρά γι αυτόν. Έκατσε σε ένα από αυτά και έπαιξε, αλλά ο σκοπός του ήταν πολύ μελαγχολικός. Μόνος αυτός, η θάλασσα και το φεγγάρι. Ξημέρωσε. Ξεκίνησε πάλι να περπατάει.
Τα βουνά είχαν εξαφανιστεί πίσω του στον ορίζοντα, η θάλασσα βάθαινε ακόμα και γι αυτόν και άγρια κύματα τον χτυπούσαν και απειλούσαν να βρέξουν τον ταμπουρά του. Την ίδια στιγμή, ο ήλιος έκαιγε όλο και πιο πολύ. Εξαντλήθηκε. Του φάνηκε ότι είδε στεριά στον ορίζοντα. Μετά από λίγο ένιωσε τη στάθμη του νερού να κατεβαίνει.
Η θάλασσα έφτανε μέχρι τα γόνατά του. Όχι δεν ήταν οφθαλμαπάτη. Παρατηρούσε καλά τη γη που έστεκε μπροστά του. Ήταν πολύ μεγαλύτερη από όσες είχε δει μέχρι τότε. Ήταν σχεδόν ατελείωτη. Είχε δύο μεγάλα βουνά, που άσπρα όπως ήταν, γυάλιζαν στον ήλιο ανάμεσα στα σύννεφα. Του άρεσε το νησί αυτό, έτσι μεγάλο που ήταν και καταπράσινο, όμως δεν τολμούσε να πλησιάσει. Έτριβε τα μάτια του να σιγουρευτεί ότι δεν ήταν κάποιο όνειρο. Ακόμα δεν το πίστευε.
Κοίταξε γύρω. Δυο νησιά πολύ μικρότερα από αυτά που είχε βρει έστεκαν δίπλα του και τα έδερνε πολύ η θάλασσα, ωστόσο ήταν ότι έπρεπε για να σταθεί. Έκατσε λοιπόν εκεί και παρατηρούσε το νησί από άκρη σ' άκρη.
Σκέφτηκε να παίξει λίγο, όμως είχαν δει πολλά τα μάτια του στο ταξίδι. Έβγαλε τον ταμπουρά και έπαιξε ένα σιγανό σκοπό. Ταυτόχρονα σκεφτόταν. Τι θα γινόταν αν και εδώ σε όλα τα βουνά ζούσαν γίγαντες και δεν υπήρχε χώρος γι αυτόν όπως στην πρώτη χώρα; Τι θα γινόταν αν και εδώ φόνευαν τους γίγαντες όπως στη δεύτερη χώρα; Τι θα γινόταν αν και σε αυτή τη χώρα είχε εκείνο τον παράξενο θόρυβο που δεν τον άφηνε να παίξει; Τι θα γινόταν αν όλο αυτό το ταξίδι είχε γίνει χωρίς νόημα; Είχε βυθιστεί στις σκέψεις του, ο σκοπός του είχε γίνει πιο αργός και μελαγχολικός. Ο ήλιος άρχισε σιγά σιγά να πέφτει και να κρύβεται πίσω από τα μεγάλα βουνά.
Μάζεψε όση δύναμη του είχε απομείνει και πήρε τη μεγάλη απόφαση. Έφτασε στην ακτή. Κανένας θόρυβος. Κανένας γίγαντας γύρω. Πήρε τον ανήφορο για το βουνό, γιατί θυμήθηκε το σπίτι του που έστεκε και έπαιζε όταν έπεφτε ο ήλιος. Καλά θα ήταν να βρει ένα μέρος με ανάλογη θέα. Ανέβηκε το βουνό και όλα έμοιαζαν φυσιολογικά. Έφτασε στην κορυφή.
Όλα ήταν όπως τα ονειρεύονταν. Όχι μόνο έβλεπε τον ήλιο να πέφτει, αλλά αν γυρνούσε από την άλλη μεριά, τον έβλεπε και να ανεβαίνει. Έκατσε και πήρε τον ταμπουρά και έπαιζε. Ο σκοπός του δεν ήταν δυνατός, αλλά ήταν καινούργιος, χαρούμενος και ανεπανάληπτος. Είχε βρει αυτό που ήθελε. Έπαιζε μέρες και μέρες μέχρι που κουράστηκε. Έγειρε να αποκοιμηθεί, εκεί στην κορυφή του βουνού, ήσυχος και αποκαμωμένος.
Από τότε λένε ότι τόσο πολύ τον αγάπησε το βουνό, που τον έκανε δικό του κομμάτι από πέτρες και χώμα. Ίσως ακόμα να μπορείτε να τον δείτε αν κοιτάξετε προς τα εκεί. Και ίσως μπορείτε να ακούσετε το τραγούδι του όταν ο άνεμος κατεβαίνει από εκείνη την κορυφή.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου