Τετάρτη 5 Ιουνίου 2013

Ο τεκούντη,η φατία τα μαρά παιδία και το τρένο



Σταθμός Sirkeci. Βράδυ Σαββάτου.

Ανάμεσα στα μεγάλα παράθυρα, που από τη μία βλέπεις το Βόσπορο και από την άλλη το Μαρμαρά, βλέπεις το φεγγάρι, που πέφτει στα διάφορα βιτρό,να χρωματίζει συνήθως τα πατώματα του σταθμού. Ταυτόχρονα, αυτός ο φυσικός φωτισμός, αγκαλιάζει όλο αυτό το κομμάτι γης, που εκτός από το μεγάλο κτίριο του σταθμού, κυριαρχείται από μεγάλους όγκους, όπως το παλιό παλάτι του σουλτάνου, τα τζαμιά και βέβαια η μεγάλη εκκλησία και πλέκεται με τα φώτα των προβολέων, δίνοντας μια διάσταση απόκοσμη.

 Το ομολογουμένως ειδυλλιακό τοπίο ωστόσο, δεν είναι αυτό που κυριαρχεί, ούτε όσα βρίσκει κανείς σε ένα παλιομοδίτικο σταθμό τρένου, όπως ο καπνός και ο θόρυβος από τα τρένα και τις φωνες στα μεγάφωνα. Δεν πρόκειται για ένα τυπικό δείγμα. Εϊναι ποτισμένος από τη μοίρα, τη θέση και την ιστορία της γης στην οποία πατάει. Είναι ο κόμπος που δένει τις δύο στεριές. Είναι ποτισμένος από τους αναστεναγμούς και τα δάκρυα σε αποχωρισμούς σχεδόν πάντα  μόνιμους. Και το κυριότερο, τόσο αυτοί που φεύγουν, όσο και αυτοί που μένουν, είχαν πάντα τον ίδιο φόβο: ότι δε θα ξαναβρεθούν ποτέ ξανά.

Αυτό το βράδυ στο μαγικό αυτό σταθμό, τα πράγματα δεν είναι συνηθισμένα.Το τρένο των μεγάλων αποχωρισμών, αυτό που εχει πάρει τόσους και τόσους ανθρώπους μακριά, είναι σχεδόν έτοιμο να φύγει. Όμως κανένας δεν δίνει σημασία στη ρουτίνα του, ούτε στις ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα. Η ατμόσφαιρα είναι σχεδόν αποπνικτική. Χέρια που αγκαλιάζουν και κρατιούνται σφιχτά. Κανένας θρήνος δεν ακούγεται. Βλέμματα βουρκωμένα και καρφωμένα στα παράθυρα. Όλοι κοιτάζουν στα παράθυρα. Οι εκρήξεις που ακούγονται από έξω, σε συνδυασμό με τις λάμψεις, δεν είναι κάποια καταιγίδα που λαμβάνει χώρο εκεί. Κάτι καραδοκεί. Κάτι γίνεται έξω. Όλοι ξέρουν τι γίνεται έξω.

Κάπου εκεί ανάμεσα μια τετραμελής οικογένεια. Τα χέρια τους δεμένα, σαν σε κυκλωτικό χορό. Είναι οι μόνοι μέσα στο πλήθος που κοιτάζονται κατάματα. Από τις αποσκευες είναι φανερό ότι αυτός που φεύγει είναι ο πατέρας. Το βλέμμα της γυναίκας είναι στεγνό από δάκρυα, λες και έχουν τελειώσει. Κοιτάζει τον άντρα της με βλέμμα απροσδιόριστο, ωστόσο κοιτάζει πάντα εκεί. Μόνο το φόβο της αφήνει να φαίνεται προς τα έξω. Τα παιδιά, που είναι γύρω στα δεκαπέντε, δεκαέξι κοιτάζουν μία τη μάνα, μία τον πατέρα και μία τα παράθυρα. Είναι στραμμένα προς τον κύκλο, όμως φαντάζουν σαν κάτι να τα κάνει να θέλουν να βγουν έξω και γι αυτό κρατιούνται τόσο σφιχτά. Κοιτάζουν τον πατέρα. Εϊναι οι τελευταίες στιγμές μαζί του για τώρα. Ο πατέρας  έχει τα μάτια του ορθάνοιχτα, κοιτάζει συνέχεια και τους τρεις επίμονα από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και προσπαθεί να τεντώσει τα χέρια του ώστε να τους περικυκλώσει όλους στην αγκαλιά του.

Αυτή είναι μία από τις χιλιάδες τετράδες που αποχωρίστηκαν εδώ και δεκαετίες στην αποβάθρα του σταθμού. Ο άντρας φεύγει για να βρει την τύχη του κοντά σε κάποιους συγγενείς σε κάποια χώρα της δύσης, για να μπορέσει στέλνοντας τα χρήματα να ζήσει την οικογένειά του. Αυτό είχε κάνει και ο πατέρας του. Αυτό είχε κάνει και πατέρας του πατέρα του. Κάποιοι από αυτούς, έφευγαν, χάνονταν και δε γύριζαν ποτέ. Κάποιοι άλλοι που έβρισκαν την τύχη τους, κατάφερναν να γυρίσουν πίσω ή να φέρουν μαζί τους και την υπόλοιπη φαμίλια. Όμως, το μυαλό αυτού του άνδρα, όσο και αν προσπαθούσε να τους χορτάσει όσο πιο πολύ μπορούσε, βρίσκεται στις λάμψεις. Το σπρώχνει ωστόσο να μείνει συγκεντρωμένο σε ό,τι πιο πολύτιμο έχει, τους δικούς του ανθρώπους που απόψε αφήνει. Και μπορεί τα παιδιά να είναι μεγαλωμένα, η γυναίκα ψύχραιμη, ωστόσο διαβάζει και στους τρεις ένα πολύ γνώριμο ερώτημα: "που πας;"

 Τη σκηνή αυτή την είχε ξαναζήσει. Ήταν τότε που χαιρετούσε τον δικό του πατέρα, λίγα βήματα πιο κάτω. Αυτός μόνο ήταν πιο μικρός τότε. Είχε κάνει τότε την ίδια ερώτηση: "που πας;". Μόνο που τότε λάμψεις δεν υπήρχαν στα τζάμια του σταθμού. Και ο πατέρας του, τον αγκάλιασε βουρκωμένος, του είπε στο αυτί την τότε μυστηριώδη φράση "αυτή είναι η μοίρα μας" , πριν μπει σκυφτός στο τρένο. Στο γυρισμό η μητέρα του τον είχε αγκαλιά και όταν τη ρώτησε να του εξηγήσει, του είπε αυτή  κλαίγοντας ότι οι φτωχοί, αντίθετα με τους πλούσιους, δουλεύουν σε όλη τους τη ζωή για να ζουν, έστω και με το ζόρι. Πέρασαν χρόνια για να συνειδητοποιήσει τη σημασία αυτού του διαλόγου. Θυμόταν ότι για χρόνια θύμωνε με τον εαυτό του, που δεν είχε κρατήσει τον πατέρα του από το σακάκι, να μείνουν όλοι μαζί εκεί και να ζήσουν κάπως, λες και αυτό θα ήταν αρκετό για να μη φύγει. Τώρα σε αυτόν δεν είχαν κάνει καν αυτή την ερώτηση. Την έβλεπε όμως στα βλέμματα. Τα παιδιά ήταν πιο μεγάλα, καταλάβαιναν. Κάτι ήταν και αυτό. Έπρεπε όμως κάτι να πει. Έβγαινε από μέσα του.

Το τρένο ξεκίνησε να φύγει. Τα χέρια λύθηκαν διστακτικά, ο άντρας άρχισε να τρέχει και μπήκε στο τρένο. Έβγαλε το κεφάλι του στο παράθυρο και τους φώναξε με όλη του τη δύναμη. "Θα τα ξαναπούμε στις λάμψεις!".

Ο κύκλος ξανακλεισε. Τώρα κοίταζαν και οι τρεις τις λάμψεις. Κράτησαν  ό ένας τον άλλον από τα πλευρά και άρχισαν να περπατούν. Στην έξοδο, έστριψαν προς τα εκεί που ήταν οι λάμψεις δεμένοι  έτσι. Δεν έκλαιγαν, δεν γελούσαν , είχαν εκείνο το απροσδιόριστο βλέμμα που είχε η μάνα στην αρχή. Ήταν λες και όντως θα έβρισκαν  τον πατέρα, αν έφταναν εκεί από όπου έρχονταν οι λάμψεις. Πήγαιναν προς τα εκεί. Όσο πλησίαζαν, το φως τους τύφλωνε η εκκρήξεις τους τράνταζαν. Όμως αυτοί περπατούσαν. Έβλεπαν τον κόσμο να τρέχει προς την αντίθετη κατεύθυνση, κι όμως αυτοί περπατούσαν. Ώσπου....

...Το φεγγάρι  φαίνεται θολό ανάμεσα στους καπνούς που λες και φυτρώνουν από το έδαφος. Αδυνατεί να θυμηθεί τι συνέβη. Εϊναι πεσμένη στο έδαφος. Πονάει το κεφάλι της. Στα χέρια της έχει δεμένα ακόμα τα λιπόθυμα παιδιά της. Ανασαίνουν βαριά. Γύρω σκοτάδι και καπνοί. Τουλάχιστον έχει τα παιδιά της. Μόνο αυτή και το φεγγάρι τώρα .  Το βλέμμα της καρφωμένο εκεί. Πρέπει κάτι να κάνει για να φέρει βοήθεια. Άρχιζει να τραγουδάει με όλη της τη φωνή...


(απόδοση των στίχων του τραγουδιού εδώ)






0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου