Πέμπτη 15 Αυγούστου 2013

Φτάνει να ανοίξεις τα πατζούρια το πρωί κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα.



Άφησε με να ρθω μαζί σου. Τι φεγγάρι απόψε. Είναι καλό το φεγγάρι. Δε θα φαίνεται που ασπρίσαν τα μαλλιά μου. Είναι καλό το φεγγάρι.

Μέρα γιορτής.Το φεγγάρι χθες ήταν μισό. Η πιο ζεστή μέρα του χρόνου νομίζεις, μέχρι την επόμενη. Τα παράθυρα κλειστά, ή σχεδόν κλειστά. Η τηλεόραση ανοιχτή. Μαύρη οθόνη. Ψάχνεις ένα από τα πολλά τηλεκοντρόλ. Το βρίσκεις. Αλλάζεις. Πάλι μαύρο. Αλλάζεις. Πάλι μαύρο. Αλλάζεις. Πάλι μαύρο. Αλλάζεις. Έχεις στο τέρμα τη φωνή. Σκουπίδια. Χαμηλώνεις την ένταση. Αναγνωρίζεις σε αυτό που βλέπεις τα παιδικά σου χρόνια. Μόνο που και τότε σου είχαν πει ότι ήταν επανάληψη. Κονσέρβα. Αλλάζεις. Διαφήμιση. Τελειώνει. Είναι σαν κακό ανέκδοτο. Δεν αντέχεις άλλο. Αλλάζεις. Κονσέρβα. Αυτή τη φορά από τα εφηβικά σου χρόνια. Αλλάζεις. Α, να 'μαστε λες. Να δούμε τι γίνεται στον κόσμο. Ειδήσεις. Ψέμματα. Ψέμματα. Ψέμματα. Θυμάσαι τις μαύρες συχνότητες. Τσαντίζεσαι. Κλείνεις την τηλεόραση. Προσπαθείς να ηρεμήσεις.  Δυο μήνες και 4 μέρες πέρασαν. Σκέφτεσαι ότι έχει μείνει όρθιο τουλάχιστο το φεγγάρι. Θυμάσαι που το έβλεπες το βράδυ που οι σειρήνες ούρλιαζαν  στους δρόμους και οι μπάτσοι έσπαγαν κάγκελα και αλυσίδες. Θυμάσαι που εσύ φοβόσουν. Θυμάσαι ότι και τότε το μισό φεγγάρι κοίταζες και σκεφτόσουν πόσο ήθελες κι εσύ να βγεις μαζί με τους άλλους. Αλλά δε βγήκες από τους πρώτους. Είναι καλό το φεγγάρι.Αυτό θα σου κάνει παρέα κι απόψε.
 
Πες τους μην ρίξουν φόλα στο σκυλί, δε θα κερδίσουν. Φτάνει να ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί και θα ακούσεις των πεθαμένων το έγια μόλα. 
 
Εφημερίδα πεταμένη στο πάτωμα. Διαβάζεις ένα μεσότιτλο: "Δε μπορούν τόσοι λίγοι να κρατούν ομήρους τόσους πολλούς". Κουνάς την εφημερίδα με το πόδι.  Κάνεις να σκεφτείς το φεγγάρι. Σκέφτεσαι που το έβλεπες και μέσα στο πλήθος, μπροστά στο μεγάλο κτίριο, τις καλές εποχές. Σκέφτεσαι μετά, πόσος καιρός πέρασε από τότε. Κοιτάζεις γύρω σου και νιώθεις τον ιδρώτα να στάζει στο πηγούνι σου. Σκέφτεσαι πού ήσουν και πού βρέθηκες.  Κάνεις να σηκωθείς από τον καναπέ. Κουνάς την εφημερίδα με το πόδι και την αναποδογυρίζεις. Άλλος μεσότιτλος: "Τι πραγματικά έγινε στο τρόλεϊ". Σκύβεις. Διαβάζεις την ιστορία από κάτω. Λίγο αίμα μέσα στα ψέμματα. Αίμα καταμεσής στο χαρτί και γύρω γύρω ψέμματα. Τα μάτια σου ορθάνοιχτα. Καταπίνεις όλο το άρθρο. Μια σταγόνα στάζει από πάνω σου. Δε δίνεις σημασία στο αν είναι ιδρώτας ή δάκρυ, όπως πέφτει στο υγρό χαρτί. Κλείνεις τα μάτια και πέφτεις ανάσκελα στον καναπέ. Ψέμματα και αίμα. Βλέπεις τη σκηνή να συμβαίνει μπροστά σου. Σκέφτεσαι πόσες φορές έχεις βρεθεί μπροστά σε τέτοιους καυγάδες. Κάθε φορά τσαντιζόσουν όταν τους έβλεπες. Όλοι ήξεραν που πάνε τα λεφτά. Και τώρα;  Θα μπορούσες να ήσουν εσύ. Ή θα μπορούσε να είναι κάποιος από αυτούς που κοιτάζατε το φεγγάρι μαζί, αυτή , την προηγούμενη ή την αμέσως προηγούμενη φορά. Σκέφτεσαι ότι ίσως είχες ακούσει τη φωνή του, ή αυτός τη δικιά του σε κάποια από τα πολλά τραγούδια που τραγουδήθηκαν τους τελευταίους μήνες.  Ή πάλι θα μπορούσε να ήταν και κάποιος από αυτούς που φοβήθηκαν και δε βγήκαν ποτέ. Σφίγγεις τα μάτια. Πονάς. Ψέμματα, αίμα και οργή. Και θάνατος. Όλο και περισσότερος θάνατος.

Τα κελιά ανασαίνουν.  Τα κελιά που βρίσκονται ψηλά. Τα κελιά που βρίσκονται χαμηλά. Η βροχή μας ενώνει. Ο ήλιος ντράπηκε να φανεί Νίκο. Γιώργο κρατιέμαι από ένα λουλούδι. 

Ανοίγεις τα μάτια ξανά. Ξαναγυρίζεις την εφημερίδα ανάποδα, λες και θέλεις να κρύψεις αυτό που διάβασες. Ξαναπέφτει το μάτι σου στο μεσότιτλο. Αυτόν με τους λίγους και τους πολλούς. Κάποια δήλωση υπουργού για το γνωστό θέμα. Αρχίζεις να αμφιβάλλεις. Ίσως να μπορούν τελικά τόσοι λίγοι να κρατούν ομήρους τόσους πολλούς. Απελπίζεσαι. Φοβάσαι ξανά. Κι όμως είχες πει ότι δε θα φοβηθείς ξανά. Σφίγγεις τα δόντια. Από την πολλή πίεση στα χείλη σου φυτρώνει ένα απρόσμενο χαμόγελο. Ίσως και να είναι αλήθεια. Μήπως αυτό δεν είναι που ζεις; Κάποιοι λίγοι κρατούν ομήρους τόσους πολλούς, σε κρατούν όμηρο. Κι εσύ φοβάσαι να μένεις να βλέπεις το φεγγάρι από τα κλειστά παντζούρια. Και είναι πολλά τα κλειστά παντζούρια. Κάποτε ένας ποιητής ζητούσε από τον ήλιο να θυμηθεί τη χώρα αυτή, να φωτίσει και να διώξει το σκοτάδι. Τώρα κάποιοι μπορεί και να χειροκροτούν τους δεσμώτες σου, μετά να τους πιάνουν από το χέρι και  να κοστολογούν ακόμα και τη ζωή σου. Ένα ευρώ και κάτι, δύο ή τρία κέρματα. Και έχει τόσο καιρό να φανεί ο ήλιος, που μετράς τον καιρό σε φεγγάρια. Όμως καλά είναι και τα φεγγάρια. Αυτά κοιτάς και τραγουδάς, ακόμα και αν οι μπάτσοι γυρίζουν έξω από την πόρτα σου, ακόμα και αν η ζωή σου έγινε ξαφνικά πολύ φθηνή,  ακόμα και αν οι ποιητές τραγουδάνε τραγούδια κονσέρβες, ακόμα και αν νομίζεις ότι μένεις μόνος να κολυμπάς στο αίμα στα ψέμματα και στο θάνατο. Είναι ακόμα στιγμές που τα παντζούρια ανασαίνουν, χτυπούν μαζί, συντονίζονται και βγαίνεις έξω κρατώντας κάποιο λουλούδι που έκοψες στο δρόμο. Πάντα υπάρχει ένα λουλούδι για να κόψεις.

Οι νικητές σκουπίσανε τα ματωμένα τους σπαθιά στ' άσπρα δίχως ραφές πουκάμισα των ηττημένων. Κι η γης που όλοι μαζί την είχαν τραγουδήσει, κι η γης που την οργώσανε τα αδερφικά τους χέρια, ποδοπατήθηκε από τα πέταλα των αλόγων που φτάσαν το πρωί μπρος στο παλάτι της Ανδριανούπολης. Νικήθηκαν...

Τραβάς το πόδι από την εφημερίδα, λες και φοβάσαι μη σε λερώσει. Ανοίγεις τον υπολογιστή που έχεις μπροστά σου. Διαβάζεις. Λόγια. Λόγια. Εδώ τα πρέπει είναι περισσότερα ακόμα και από τα ψέμματα. Ακόμα περισσότερα είναι τα έπρεπε που φυτρώνουν από παντού. Λόγια παρελθόντα.  Που και που και λόγια μέλλοντα. Προβλέψεις για το μέλλον. Πολλή σιγουριά μαζεύτηκε εδώ, σκέφτεσαι.  Που και που ψάχνεις κι εσύ τη σιγουριά. Είναι εκείνες τις στιγμές που σε κάνουν και φοβάσαι.  Όμως ξέρεις πως όλα αυτά είναι λόγια και μόνο λόγια. Φόβος κρυμμένος πίσω από τις λέξεις. Και από λόγια και πρέπει, χόρτασες. Και από φόβο. Θυμάσαι; Είπες ότι δε θα φοβάσαι άλλο. Όμως τίποτα από αυτά δε βοηθάει να κολυμπήσεις εκεί έξω και το ξέρεις. Ξέρεις ποιος ακόμα έχει το πάνω χέρι.  Κλείνεις τον υπολογιστή.

Σηκώνεσαι όρθιος. Περπατάς. Περνάς πάνω από την εφημερίδα. Ανοίγεις το παντζούρι και μπαίνει αέρας. Το φως από το φεγγάρι πέφτει πάνω σου. Δεν του δίνεις πια σημασία. Κόβεις ένα λουλούδι από τη γλάστρα και το κρατάς.  Αυτά τα δύο είναι αρκετά, σκέφτεσαι. Ξέρεις τι υπάρχει εκεί έξω, τα ψέμματα, το σκοτάδι, τα λόγια και ο θάνατος, αλλά  κι εσύ έχεις τα δικά σου όπλα.  Εσύ μπορείς και θυμάσαι την αλήθεια. Και τα παντζούρια σου θα μείνουν ανοιχτά. Μην αφήσεις κανέναν να σου κλείσει ξανά το παντζούρι. Τώρα θα μετράς τον καιρό με τους ήλιους και όχι με τα φεγγάρια. Α, και χρόνια πολλά.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου