Τρίτη 6 Αυγούστου 2013

Να ζήσεις μόνο μιαν αυγή, τόση ζωή σε φτάνει:το μεγαλείο της απόγνωσης μέχρι να ξεδιψάς.


Βζζζζζ....παφ!Βζζζζζ.....παφ!
Ανοίγουν τα μάτια. Σκοτάδι. Σμήνος τα κουνούπια από πάνω. Φαγούρα. Ξύσιμο στα μπράτσα. Αδιόρατες κινήσεις των χεριών στο κενό. Πάλι ξύσιμο.
Στόμα ξερό. Πού είναι το νερό; Πιάνει με το χέρι το ποτήρι. Άδειο. Τα δάχτυλα πάνε πιο αριστερά. Μπουκάλι. Λίγο έχει μείνει εκεί. Κίνηση αυτόματη. Το μπουκάλι στο στόμα. Το νερό κυλά, εξαφανίζεται και δε χορταίνει. Το στόμα παραμένει ξερό.

Τα μάτια ανοίγουν. Συναντούν δυο μάτια ακριβώς από πάνω τους. Κοιτάζονται.
Νιάου! Διάφανα μάτια. Κοιτάζονται. Ξεχνούν το νερό.Ανοιγοκλείνουν μαζί. Νιάου! Τι να θέλει και αυτή; Θυμάται ότι την είχε ταΐσει αργά το βράδυ.
Τα μάτια τους πηγαίνουν μαζί. Ανοίγουν μαζί. Κλείνουν μαζί. Τα δικά της φωτίζονται αμυδρά από το φεγγάρι και βγάζουν ένα απόκοσμο φως, λες και φωτοβολούν από μέσα.
Νιάου! Διψάει και αυτή, είναι πια σίγουρο.
Τέσσερα μάτια που τα δένει το νερό. Ωχ! Το νερό. Το θυμάται πάλι που τέλειωσε. Πόσο μακριά του φαίνεται η κουζίνα. Ανασηκώνει το κεφάλι και κοιτάζει προς τα εκεί. Το φως που μπαίνει από το άλλο παράθυρο,  κάνει τη βρύση να λάμπει περίπου σαν τα μάτια της γάτας.
Ρίχνει το κεφάλι στο μαξιλάρι απελπισμένα.
Πλατς! Το σηκώνει πάλι. Πλατς! Η βρύση στάζει και του μιλάει. Πλάτς! Όσο μακριά του φαίνεται, τόσο  δυνατά ακούγεται ο ήχος. Ρίχνει το κεφάλι πάλι κάτω.
Τα μάτια συναντιούνται  ξανά. Επιβεβαιώνουν το δέσιμό τους. Πριν λίγο, είναι σίγουρο ότι κοίταζαν με την ίδια απόγνωση τη βρύση και τις σταγόνες της. Τώρα το φως που έβγαινε από τα μάτια της γάτας άρχισε να σβήνει, καθώς το φεγγάρι  είχε βάλει πλώρη προς προς τη δύση του. Κι όμως του έδιναν την εντύπωση ότι αυτό που έσβηνε την ίδια στιγμή είναι το κουράγιο της να φτάσει στη βρύση.
Πλατς! Αρχίζει να σκοτεινιάζει στο δωμάτιο. Τα βλέφαρά του βαραίνουν. Κάνει να ανοίξει το στόμα. Τα χείλη του είναι κολλημένα και δεν ανοίγουν.
Βζζζζζ...παφ! Το σκοτάδι κρύβει καλά τα κουνούπια, που πρέπει να τον τσιμπάνε εδώ και ώρες. Πάντα ήταν αυτός το καλύτερο δόλωμα για τα κουνούπια. Τον κυνηγούσαν παντού και πάντα.
Τα καλοκαίρια του τα μέτραγε, μετρώντας τα σημάδια από τα τσιμπήματα και τη μανία καταδίωξης που αυτοί οι μικροί διάβολοι του προκαλούσαν. Έτρωγε ώρες και μέρες για να προστατευτεί από τη μανία τους με διάφορα κόλπα.
Βζζζζ....παφ! Απόψε ωστόσο έβλεπε και κάτι άλλο. Αναγνώρισε το μεγαλείο της απόγνωσης τους, τη λαχτάρα τους να πιουν και να σβήσουν τη δίψα τους, συναίσθημα πολύ κοντά στο δικό του αυτή τη νύχτα.
Βζζζζζ....Βζζζζζ....Βζζζζζζ.....Ζζζζζζζ...Ζζζζζζζζ.....
Τα βλέφαρα βάραιναν σιγά σιγά. Ξανάνοιξαν. Ξαναέπεφταν.. Κανένα παφ πουθενά. Καμιά αδιόρατη κίνηση χεριών στον αέρα. Μόνο ζζζζ... Άντε και κανένα πλατς από τη βρύση στο βάθος. Τα μάτια και τα χείλη έκλεισαν. Τα κουνούπια έστησαν χορό γύρω από τον κοιμισμένο.
Η βρύση αποδείχτηκε πολύ μα πολύ μακριά και έστεκε γυαλίζοντας τώρα πιο πολύ στο φεγγαρόφωτο, που έμπαινε με μεγαλύτερη ένταση από το παράθυρο.
Τα μάτια της γάτας είχαν χάσει όλο το φως τους τώρα που το φεγγάρι είχε φύγει από αυτό το δωμάτιο. Ήταν ωστόσο ορθάνοιχτα και μια χαρά έβλεπαν. Τον κοιμισμένο, το φαγοπότι των κουνουπιών και τη βρύση στο βάθος, που μέσα στη λάμψη, της φάνταζε τώρα σαν το απόλυτο λίκνο της ζωής, με τόση δίψα που είχε. Είχε σκεφτεί εδώ και ώρα να πάει να πιει νερό στο κύπελό της που ήταν κοντά, αλλά η ίδια θυμόταν που το είχε αδειάσει κάποιες ώρες πιο πριν. Η βρύση ήταν η μόνη λύση.
Σηκώθηκε στα πόδια της, γλίστρησε από τον καναπέ στο πάτωμα και διέσχισε το χώρο. Μπήκε στην κουζίνα. Στάθηκε μπροστά στον πάγκο. Σκέφτηκε πόσες φορές την είχαν κυνηγήσει και της είχαν απαγορεύσει να ανεβαίνει, όταν προσπαθούσε να κάνει τη βόλτα της εκεί, τη μέρα. Τώρα ωστόσο όλοι κοιμούνταν. Έκανε ένα άλμα και βρέθηκε ακριβώς δίπλα στη βρύση. Τυφλώθηκε από τη λάμψη. Έσκυψε και ήπιε ανενόχλητη, από την κατσαρόλα που είχαν αφήσει γεμάτη νερό μέσα στο νεροχύτη. Ήπιε, μέχρι που ξεδίψασε. Ανέβηκε στο πρεβάζι του παραθύρου, έκατσε. Σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό. Τώρα θα ξεδιψούσε και τα μάτια της..

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου