Κυριακή 9 Φεβρουαρίου 2014

"Εδώ να μην ξαναγυρίσεις": Το να προσπαθείς να εφαρμόσεις ορθογραφία εκεί που είναι τελείως απαραίτητη για να μην πάρει η λέξη άλλο νόημα.



"Αυτά που θα διαβάσεις είναι τόσο αληθινά που μιάζουν ψεύτικα. Αν τα βάλης δίπλα-δίπλα με τα σημερινά δεδομένα είναι σαν τη μέρα με τη νύκτα: Είμασταν πολή πίσω σε πολιτισμό, εκπέδευση, βιοτικό επίπεδο, υγεία κ.λ.

Κάπου, ανάμεσα στα κακοτράχαλα βουνά του νομού Ευρυτανίας, καταπράσινα από έλατα, βρισκόταν το χωριό Προυσός. Ένα χωριό που το πρόσεχαν σαν κόρι οφρθαλμού, θα έλεγα το προστάτευαν, τα γύρω-γύρω βουνά: Αραποκέφαλα, Καλιακούδα, Σταυρός, Πύργος κ.λ. Κυρίος όμως το είχε υπό την προστασία της η Παναγία "Προυσιώτησα". Μια εικόνα που πριν από πολλά χρόνια διάλεξε για κατοικία της ανάμεσα στον κακό από απόψεως βατότητας αυτό βράχο. Εκεί, όχι μόνο οι χωριανοί, όχι μόνο από τις γύρω, αλα και από απομακρισμένες περιοχές έρχωνταν να καταθέσουν τον οβολόν τους και τις παρακλήσεις τους. Ακόμα και σήμερα σοκάρουν οι εικόνες όταν βλέπεις νέους και ηλικιωμένους να έρχωντε μπουσουλώντας για να γείνουν πιό ζεστές οι παρακλήσεις τους. Εκεί λοιπόν  πριν από περίπου 8,5 10ετίες γεννήθηκε από πάμφτωχους γωνείς που το μόνο τους περουσιακό στοιχείο ήταν δυο γίδες, τρεις κότες και τον απαραίτητο νυκτερινό φύλακα, το σκύλο, γεννήθηκε ο παππού σου. Ήταν το δεύτερο παιδί της οικογένειας. Το πρώτο δεν άντεξε στις ασθένειες της εποχής. Άρχισε να μεγαλώνει χωρίς κανένα προγραματισμό, χωρίς καμία φροντίδα για το μέλον, με σύνθημα "ότι βρέξη ας κατεβάσει", άρχισε να βοσκάει πρόβατα και γίδες. Δεν πρόλαβε να τελειώσει το διμοτικό σχωλείο αφού το 1942 η Ελλάδα γέμισε από γερμανικές μπότες. Στη συναίχεια αφού μπίκα στη δεύτερη δεκαετεία της ζωής μου, άρχισα να ψάχνω από το πουθενα και προς τα πουθενά για αναζήτηση τύχης. Τύχη "Καλή" τα χρόνια εκείνα ήταν αρκεί να έφευγες από το χωριό. Η τύχη της μάνας όταν σε κατεβώδονε γεμάτη καλοσήνη και αγάπη ήταν: Εκεί που θα πας από την πόρτα  να σε διώχνουνε από το παράθυρο να μπένεις και τέλειωνε με τις γεμάτες από καλοσήνη τρεις λέξεις: Εδώ να μην ξαναγυρίσεις. Έτσι κάποιο απόγευμα του Αυγούστου 1945 άνοιξε η τύχη του παππού. Κάποια συγκενής της μάνας μου που ερχώταν στο χωριό για παραθέρισμα από την πάτρα έδειξε ενδιαφένον στην αρχή. Στη συναίχεια είχε ενδιασμούς λέγοντας είναι μικρό ακόμη. Και τότε η μάνα μου αντεπιτέθηκε -με την καλή ένοια η λέξη- λέγοντας σε γνήσεια ρουμελιώτηκη προφορά: Απάν πάει δε μπάει κατ, δηλαδή μέρα με η μέρα μεγαλώνει. Και έτσι πριν ακόμη ανατήλει το 1946 ο παππούς με βάρκα την ελπίδα όπως λέει και το άσμα -και με ένα σακάκι με πάνω από δέκα μπαλώματα έπερνε το δρόμο της ξενιτιάς. Με παρέα τον πατέρα μου και με κάποιον άλο χωριανό άρχισε η πεζωπορεία για το Αγρίνιο. Κάποια στιγμή σταμάτισα για κατούριμα. Μέχρι να τελειώσω, η παρέα μας απομακρίνθηκε περίπου τα 200 μέτρα. Αυτό έδωσε αφορμή στον πατέρα μου να μου μιλήσει, για ανταγωνισμό λέγωντάς μου σε καθαρώαιμη ρουμελιώτηκη προφορά "Είδης για ένα κατούρμα μας διάβκη αυτός 150 ουριές. ΣΣ η ουριά είναι όσο το άνοιγμα των χεριών ενός ηλικιωμένου ανθρώπου", κάπου θα το συνάντησες στις σελίδες του Παπαδιαμάντη. Μετά από 10 ώρες ταξίδη -ποδαράτο- φτάσαμε μέχρι εκεί που έφτανε τότε, σημερινή Παντάνασα, το αυτοκίνιτο. Στο Αγρίνιο μπήκαμε στο ΜΟΥΝΤΖΟΥΡΗ -το τρένο της εποχής- μέχρι το Κρυοναίρη. Εκεί μας περίμενε η ΚΑΛΙΔΩΝΑ το καραβάκη που έκανε το δρομολόγιο Κρυονέρι-Πάτρα. Δεν είχε γίνει ακόμα  ο αυτοκινητόδρομος. Η ζωή στο καράβι για το 15ντάχρονο Κώστα ήταν δύσκολη, όσο έβλεπε τη μεγάλη γούρνα -τη θάλασα- κα το καράβι να κάνει τραμπάλα πάνω στο νερό. Ο πατέρας μου δεν ανησιχούσε και πολύ γιατί έβλεπε πώς οι καπεταναίοι ήταν ήρεμοι. Το πρώτο κτίριο που φάνηκε από μακριά ήταν ο τρούλος του Αγίου Αντρέα -δεν ειπήρχαν τότε ψυλά κτίρια στην πόλι-. Πώ! Πώ! Ψιλό καμπαναριό απόρησε ο παππούς. Μετά από ώρα, και αφού σταυροκοπήθηκε πολλές φορές ο παππούς φτάσαμε στην πόλι. Ο ένας κοντά στον άλο και όχι δίπλα-δίπλα -έτσι βαδίζουν στο χωριό- φωρτομένοι τα σακούλια- φτάσαμε σ'αυτούς που θα μας φιλοξενούσαν- ήταν μακρινοί συγκενείς μας- να μας απαλάξουν από τα ζωήφεια-ψήρες- αφού ήρθαμε γεμάτοι από το χωριό. Η...ξενάγηση, και... ενημέρωση στο 15χρονο Κώστα, άρχισε  αμέσος την άλη μέρα στο μικρό υφαντουργείο. Ο μικρός Κώστας προσπαθούσε να "ισοσκελήση" τα πράγματα μεταξύ τσοπάνου στο χωριό, και εργάτη υφαντουργείοου στην Πάτρα. Δικαιωμα επιλογής δεν είχε, διότη, όταν ή μάνα του τον κατεβώδωσε του το πε κοφά "Εδώ να μην ξαναγυρίσης". Και έτσι άρχισε να "κιλάει" η ζωή του 15χρονου Κώστα: Εξαντλιτικό ωράριο, υγρασία βαφείου, απετήσεις προησταμένου, καλοί εργατικοί νόμοι τότε δεν ιπήρχαν, λίγα χρίματα, και πολλά αλα χειρώτερα τα οποία έπρεπε να ειπωστώ αφού η εντολή της μάνας ήταν "εδώ να μην ξααγυρίσης". Κάπως έτσι και χειρώτερα, τα πρώτα 5-6 χρόνια. Μετά άρχισα να... νοικοκοιρεύομε, αφού απέκτησα μια κατσαρόλα πίληνη -δεν ειπήρχαν τότε αλουμίνια- και ένα πιάτο τσίγκινο. Η πολυτέλεια και η καλοπέραση μου ήταν άγνωστα. Αυτό συναιχείστηκε μέχρι το 1957. Δεν άντεξε άλο η μικρή βιομηχανία. Την κατεβρόχθησαν οι μεγάλες βιομηχανίες της εποχής. Οπότε πάλι ΦΤΟΥ κι απτην αρχή στην Πειραϊκή-Πατραϊκή: Άλες συνθήκες εργασίας, άλα αφεντικά, άλα ωράρεια, νυχτερινή εργασία, μεταφορά με ποδήλατο, εργένικη ζωή. Όλα αυτά μέχρι το 1960 οπότε βρέθηκε μπροστά μου η Θάλεια (η γιαγιά). Κάπος έτσι την παθαίνουμε όλοι. Η ζωή εξακολουθούσε να είναι δύσκολη. Εγώ με το μεροδούλη και η γιαγιά με το βελόνι, αρχίσαμε να...στεκόμαστε στα πόδια μας. Ακολούθησαν θάνατοι ηλικηωμένων, ατυχήματα, γενήσεις παιδιών, σχωλεία από νηπιαγωγεία μέχρι πανεπιστήμια, αραβώνες, γάμοι, γεννήσεις. Το 1986 σταμάτησα να εργάζωμε μετά από 41 χρόνια. εργασίας. Ένα χρόνο νωρίτερα είχες έρθη εσύ στον κόσμο και για κάμποσα χρόνια είμασταν τακτικοί επισκέπτες στις παιδικές χαρές του Σκαγιοπουλείου. 
Όσα ακολούθησαν μετά, εσύ μπωρείς να τα γράψεις καλύτερα από μένα. Αυτά που διάβασες ήταν σταχυολογίματα της 84χρονης πορείας του παππού την οποία αν ξεφυλίσης φίλο-φίλο θα ακολουθήση ένα μεγάλο θαυμαστικό για το ότι αυτός ο άνθρωπος ακόμα είναι στη ζωή: Γεννήθηκε από πάμπτωχη οικογένεια, από ηλικίας 5 ετών γεύτηκε την ξενειτιά, άλοι έπεξαν το ρόλο των γωνιών, πόλεμοι, δικτατορίες, ανεργίες, χαμιλοί μισθοί, προβλήματα υγείας κ.λ. Όλα αυτά αντιμετοπίστηκαν κάτω από τη σκέπη της Παναγίας- Προυσιώτησας, η ελπίδα και η πρωστασία εύχωμε να είναι για όλους τους απογόνους. Προσπάθησα να εφαρμώσω ορθογραφία εκεί που ήταν τελείως απαραίτητη, για να μην πάρει η λέξη άλο νόημα, δεν ξέρω αν τα κατάφερα. Είναι γραμμένα από έναν τελειώφιτο -όχι απόφιτο- δημοτικού του έτους 1942. Τότε που η Ελλάδα στέναξε κάτω από το Γερμανικό ζυγό και, η δομή του Προυσιώτικου δημοτικού σχωλείου ήταν τέτοια που η δασκάλα προσπαθούσε στο μάθημα της Γεωγραφείας να εξηγίσει στα παιδιά ότι είναι άλο ο νομός Ευρυτανείας και άλο η Μεγάλη βρετανεία. Με αυτά τα λίγα τα οποία θεωρώ ότι είναι αντιπροσοπευτικά αυτών που δεν ανέφερα, εύχωμε εσείς οι απώγονοι να μην τα αντιμετοπίσετε, τουλάχιστον όχι όλα."

Μήνας 2ος 2014
Παππούς

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου