Σάββατο 25 Ιανουαρίου 2014

Το ποτήρι αν ξεχειλίσει τι θα γίνει τ' αφεντικό;

(αφιερωμένο σε σένα και την πρώτη φορά που σε άκουσα να το τραγουδάς. θυμάσαι;)

Μια φορά και ένα καιρό ήταν ένα ποτήρι. Ήταν από τα αγαπημένα ποτήρια του σπιτιού και λίγο έμενε στο νεροχύτη άπλυτο. Συνήθως το έπλεναν αμέσως και το χρησιμοποιούσαν ή το έπλεναν και το έβαζαν στο ντουλάπι για να το ξαναχρησιμοποιήσουν σύντομα. Και ήταν πολύ περήφανο το ποτήρι αυτό γι αυτή την ειδική του μεταχείριση, μιας και όλα τα υπόλοιπα, πιάτα, ποτήρια, φλυτζάνια, πιρούνια, κουτάλια  τα άφηναν άπλυτα μέχρι να χρησιμοποιηθούν όλα και μετά τα έβαζαν σε εκείνο το περίεργο ντουλάπι, που το έλεγαν πλυντήριο πιάτων. Έτσι αυτό συνήθιζε να στέκεται στο ντουλάπι του, συνήθως άκρη άκρη, ώστε να είναι εύκολο να το πάρουν.

Πρέπει εδώ να πούμε ότι αυτό το ποτήρι ήταν σχετικά μοναδικό. Αν κοίταζε κανείς το ντουλάπι, έβλεπε ποτήρια νερού, ποτού, άλλα ψηλά, άλλα κοντά, άλλα γυάλινα, άλλα πλαστικά, άλλα διάφανα και άλλα χρωματιστά. Έβλεπε επίσης φλυτζάνια, κοντά, ψηλά, σε διάφορα χρώματα  με χερούλι ή χωρίς. Αυτός λοιπόν ήταν ο πρώτος λόγος για τον οποίον ήταν μοναδικό. Ο δεύτερος λόγος ήταν η ίδια η μορφή του. Δεν ήταν ούτε ποτήρι, ούτε φλιτζάνι, ούτε πλαστικό , ούτε γυάλινο, ούτε καν πορσελάνινο. Ήταν πέτρινο και αυτό το έκανε εντελώς βολικό για κάθε χρήση και υλικό,  επαρκές για να κρατάει τη θερμοκρασία του υλικού που περιείχε. Πέρα από αυτό, ήταν και σκαλιστό απ' έξω με διάφορα σχέδια που κανείς μπορούσε ώρες να χαζεύει.
Τα ήξερε λοιπόν όλα αυτά το ποτήρι, ωστόσο ο βασικότερος λόγος για τον οποίο καμάρωνε κρυφά ήταν άλλος: Όλα τα ποτήρια στο ντουλάπι τα έβαζαν ανάποδα. Τα γυάλινα το ένα δίπλα στο άλλο, το ίδιο και τα κοντά του ποτού. Τις κούπες που έπιαναν πολύ χώρο, όχι μόνο τις έβαζαν ανάποδα, αλλά και τη μία πάνω στην άλλη. Τα φλυτζάνια του καφέ, που είχαν και ασορτί πιατάκι τα έβαζαν ανάποδα επιμελώς πάνω στα πιατάκια τους στο από πάνω ράφι. Ε, αυτό ήταν το μόνο ποτήρι που το έβαζαν όρθιο, ακριβώς γιατί λίγες στιγμές μετά θα το κατέβαζαν πάλι.
Έτσι όπως ήταν όρθιο, μπορούσε να βλέπει  τον κόσμο κανονικά. Είχε μάθει κατ' αρχήν απ΄έξω το ράφι του. Του άρεσε επίσης να στέκει στο νεροχύτη πλυμένο και να βλέπει τις σταγόνες της βρύσης που έτρεχε να πέφτουν στα άπλυτα και να τις μετρά. Είχε τέλος περάσει από όλα τα δωμάτια του σπιτιού καθώς το έπαιρναν παντού μαζί τους.
Έβαζαν τα πάντα μέσα σε αυτό το ποτήρι. Νερό παγωμένο και ζεστό. Τσάι. Καφέδες κάθε είδους ανάλογα με τα γούστα του καθένα. Τα παιδιά του έβαζαν γάλα όταν ήταν διαθέσιμο. Η μάνα το χρησιμοποιούσε για μεζούρα και έβαζε μέσα του αλεύρι και ζάχαρη όταν έφτιαχνε γλυκό. Ακόμα είχε τύχει να βάλουν μέσα του αυγά, σάλτσες, διάφορα υγρά και άλλα πολλά. Έτσι το ποτήρι που έβλεπε τον κόσμο κανονικά και είχε δει περισσότερα από όσα είχε δει κάθε άλλο ποτήρι, είχε και βαθειά γνώση των γεύσεων, των υφών, των θερμοκρασιών, ακόμα και των αρωμάτων.
 Από όλες αυτές τις εμπειρίες του, αυτό που του άρεσε πιο πολύ, ήταν όταν το έπαιρνε ο πατέρας τα καλοκαίρια, πράγμα πιο σπάνιο που ωστόσο το θυμόταν καλά. Αυτός το έπαιρνε πολύ προσεκτικά από το ντουλάπι. Το κοίταζε καλά καλά και το γυρνούσε γύρω γύρω χαμογελαστός. Το ακουμπούσε προσεκτικά στον πάγκο της κουζίνας και άνοιγε το μπουκάλι με τη μπύρα. Το έπιανε προσεκτικά με το ζεστό του χέρι, και το έπαιρνε στο τραπέζι στη βιβλιοθήκη. Εκεί, έτσι όπως ήταν καλοκαίρι,με τον ήλιο που ακόμα έπεφτε εκείνη την ώρα, το ποτήρι έβλεπε τη σκιά τη δικιά του και του πατέρα στον απέναντι τοίχο. Του άρεσε πολύ αυτό. Έτσι όπως το ποτήρι δεν ήταν ούτε ψηλό, ούτε κοντό, ήταν συγκεκριμένη η ποσότητα της μπύρας που χωρούσε κάθε φορά. Ο πατέρας ωστόσο ήταν πολύ προσεκτικός και πάντα πρόσεχε να μην ξεχειλίσει το ποτήρι. Ήταν προφανής ο λόγος που διάλεγε πάντα αυτό το ποτήρι ο πατέρας για να πιει τη μπύρα του. Στην πραγματικότητα, αυτό που του άρεσε πιο πολύ, ήταν η σύμπτωση ότι ένα μπουκάλι μπύρα χωρούσε σε ακριβώς τρία τέτοια ποτήρια με την ίδια ποσότητα. Περνούσε πολύ καλά το ποτήρι μαζί του και  όταν ο πατέρας έπιανε και την κιθάρα, πράγμα που είχε χρόνια να κάνει, το ποτήρι ενθουσιαζόταν. Έπιανε και έπαιζε τραγούδια διάφορα, δειλά πάντα στην αρχή,πιο θαρρετά στη συνέχεια. Ό,τι ήξερε το είχε μάθει μόνος του. Σε ένα από αυτά, ο πατέρας έκλεινε τα μάτια του και άρχιζε να τραγουδάει τόσο σιγά, που ίσα που τον άκουγες. Τότε το ποτήρι σταματούσε να κοιτάζει τη σκιά τους και κοιτούσε τον πατέρα. Πάντα στο ίδιο τραγούδι. Και από τα λόγια που έλεγε ο πατέρας, που μιλούσαν για τον ήλιο και για άλλα πολλά, αυτό που θυμόταν πιο πολύ καλά το ποτήρι είναι εκείνη η ερώτηση που έκανε κάποια στιγμή προς το τέλος, που δεν καταλάβαινε πολύ καλά: "Το ποτήρι αν ξεχειλίσει τι θα γίνει το αφεντικό;" 
Σκεφτόταν το ποτήρι ότι ποτέ δε θα μάθαινε την τύχη αυτού του αφεντικού, μιας και ο πατέρας πάντα το γέμιζε ακριβώς όσο χωρούσε. Ωστόσο θα ήταν καλό να ακούσει ξανά αυτό το τραγούδι, τόσο γιατί του άρεσε η παρέα του πατέρα και ο τρόπος που σιγοτραγουδούσε, αλλά και γιατί έτσι ίσως θα καταλάβαινε πιο πολλά γι αυτή την ερώτηση...

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου