Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

Τι γυρεύουμε εμείς μέσα στη νύχτα των άλλων;


Στάση λεωφορείου. Δυο άντρες τσακώνονται. Στέκονται όρθιοι κάνοντας χειρονομίες. Δείχνουν να γνωρίζονται. Ωστόσο δείχνουν να κουβεντιάζουν για κάτι ξένο. Μιλούν ο ένας πάνω στον άλλο. Δείχνουν να μην ακούνε. Δείχνουν επίσης να είναι πλήρως απορροφημένοι από τον καυγά τους., τόσο, που να μη δίνουν καμία σημασία στο τι συμβαίνει γύρω τους, στο αν πέρασε ή φεύγει κάποιο λεωφορείο που ίσως περιμένουν. η συζήτηση όλο και γίνεται πιο έντονη. Ένα λεωφορείο περνά γρήγορα γρήγορα από μπροστά τους. Το κοιτάζουν να φεύγει.

Μια γυναίκα μόνη της στο δρόμο. Τρέχει, λαχανιασμένη, προσπερνώντας περαστικούς, κολώνες, κάδους, παρτέρια. Σε μια διάβαση πεζών, δε σταματάει παρά το κόκκινο και τρέχει. Τη βρίζουν οι οδηγοί που φρενάρουν απότομα για να μην την πατήσουν. Αυτή τρέχει. Δε σταματάει. Κοιτάζει πίσω. Τρέχει πιο γρήγορα. Βγαίνει τώρα στο δρόμο. Σηκώνει τα χέρια της κοιτάζοντας προς τα πίσω. κάνει τα τελευταία της βήματα. Ένα λεωφορείο σταματάει δίπλα της. Ανεβαίνει.

Ένα λεωφορείο φεύγει από μια στάση. Αφήνει πίσω του καπνούς και σκοτάδι. Είναι το τελευταίο δρομολόγιο. Κανείς δε μπορεί να το προλάβει πια. Ένα ζευγάρι φτάνει στη στάση λίγα δευτερόλεπτα μετά. Βλέπουν το λεωφορείο να φεύγει, κι όμως περπατούν προς τη στάση. Δείχνει να μην τους επηρεάζει το ότι το έχασαν. Κάθονται στη στάση λες και δεν τρέχει τίποτα. Ανάβουν τσιγάρο μαζί. Είναι πολύ αργά. Φιλιούνται.

Ένας άνθρωπος κάθεται με το παιδί του στη στάση. Το κρατάει σφιχτά στα χέρια του λες και θα του το πάρει κάποιος. Που και που το κοιτάζει, λες και είναι η τελευταία φορά. Το χαϊδεύει προσεκτικά, και τακτοποιεί τα ρούχα, την τσάντα και τα μαλλιά του. Το φιλά και το σφίγγει ξανά και ξανά. Το παιδί τον κοιτάζει αποσβολωμένο και τυφλώνεται από τα φώτα των αυτοκινήτων. Περιμένουν. Το λεωφορείο έρχεται και σηκώνονται απρόθυμα. Ο άνθρωπος ανεβάζει το παιδί στο λεωφορείο και το φιλά για μία τελευταία φορά. Οι πόρτες κλείνουν πίσω από το παιδί, που μπαίνει χωρίς να καταλαβαίνει στο όχημα. Το λεωφορείο φεύγει. Ο άνθρωπος στέκεται για λίγο μετέωρος. Έπειτα σωριάζεται.

Δύο άνθρωποι κατεβαίνουν από το λεωφορείο. Έρχονται προς τη στάση αλλά το μετανιώνουν. Στέκονται στη μέση του δρόμου. Κοιτάζουν προς τα δυο ρεύματα, αλλά κανείς δεν έρχεται. Ξαφνικά, ένα ταξί σταματά μπροστά τους. Μπαίνουν και φεύγουν. Κατέβηκαν σε λάθος στάση.

Ένα λεωφορείο σταματά σε μια στάση. Οι πόρτες ανοίγουν. Ο οδηγός εκνευρισμένος κοιτάζει προς τα έξω. Ο άντρας που κάθεται στη στάση αμέριμνος δεν του δίνει καμία σημασία. Οι πόρτες κλείνουν απότομα, ενώ το όχημα ήδη έχει ξεκινήσει. Να και κάποιος που δεν ανέβηκε στο λεωφορείο.

Ένα ταξί κυκλοφορεί στον άδειο δρόμο. Η πιθανότητα να βρει κάποιον πελάτη είναι πολύ μικρή, κάτι που το κάνει να κινείται με μεγάλη ταχύτητα. ξαφνικά, κατεβάζει ταχύτητα. Σταματάει σε μια στάση λεωφορείου. Ίσως κάποιος χάσει το τελευταίο δρομολόγιο. Ίσως κάποιος που κατέβει από το λεωφορείο, θελήσει μια σύντομη διαδρομή κάπου εκεί κοντά. Πάντως από το να κάνει βόλτες στους άδειους δρόμους, καλύτερα κάπου να σταματούσε. Παρκάρει και περιμένει. Η ώρα περνά, αλλά κανένα λεωφορείο δεν έρχεται. Κόντεψε να τον πάρει ο ύπνος.  Είπε να ξεκινήσει ξανά. Το ταξί δεν έπαιρνε μπροστά. Ξανά και ξανά. Είχε ξεχάσει να βάλει βενζίνη μέσα σε όλες αυτές τις διαδρομές. Βγήκε από το ταξί. Το κλείδωσε προσεκτικά και κάθισε στη στάση περιμένοντας το τελευταίο λεωφορείο.

Το τελευταίο λεωφορείο ξεκίνησε βαριεστημένα από την αφετηρία. Όπως κάθε βράδυ, τα περισσότερα καθίσματά του ήταν άδεια και μόνο κάποιοι σταθεροί επιβάτες που ξέρουν τα χούγια του, τους οδηγούς τους, τους χαιρετάνε ευγενικά και τους αποχαιρετούν όποτε κατεβαίνουν, ο καθένας στη στάση του. Έτσι και εκείνο το βράδυ μόλις είχε φύγει από την αφετηρία, με μόνο έναν επιβάτη, που καθόταν στο πίσω δεξιά κάθισμα. Όπως συνήθως συμβαίνει, οι περισσότεροι από τους επιβάτες ανέβαιναν είτε στην αφετηρία είτε στη στάση της μεγάλης πλατείας, κυρίως βέβαια τα βράδια του Σαββάτου, που οι πιτσιρικάδες γυρίζουν σπίτι τους. Απόψε που ήταν καθημερινή, τα πράγματα κυλούσαν μάλλον φυσιολογικά: ένας επιβάτης στην αρχή, ίσως κάποιοι τυχαίοι στο δρόμο, κατά τα άλλα ησυχία. Οι στάσεις περνούσαν η μία μετά την άλλη. Ο οδηγός από τη μία θα ήθελε πολύ να έπιανε κουβέντα με τον επιβάτη ώστε να κυλήσει η ώρα πιο ευχάριστα, από την άλλη θα ευχόταν να τελειώσει με το δρομολόγιο το συντομότερο δυνατό. Όμως ο επιβάτης του έδειχνε μάλλον να τον αποφεύγει από επιλογή, αν έβλεπε κανείς εκεί που καθόταν. Έδειχνε να τον ενδιαφέρουν περισσότερο όσα συνέβαιναν στο δρόμο.
Μόλις τρεις στάσεις μετά, το λεωφορείο σταμάτησε. Ο οδηγός είπε κάτι στην ανοιχτή πόρτα. Ξεκίνησε ξανά. Δυο στάσεις μετά, το μόνο που πρόλαβε να παρατηρήσει, είναι δυο ζευγάρια μάτια να  κοιτάζουν εμβρόντητα ενώ το λεωφορείο τα άφηνε πίσω του. Αμέσως κάποιος φάνηκε να τρέχει στο πεζοδρόμιο. Ο επιβάτης αναγκάστηκε να μιλήσει: "Για όνομα του Θεού, κάνετε μια στάση". Μια κοπέλα μπαίνει και σωριάζεται μισολιπόθυμη στο πρώτο κάθισμα που βρήκε μπροστά της. Το λεωφορείο ξεκινάει και σταματάει δυο τρία τετράγωνα μετά. Η κοπέλα δεν έχει εισιτήριο και ο οδηγός την πετάει έξω. Ταυτόχρονα ένα παιδί ανεβαίνει, κοιτάζει κάτω. Ο επιβάτης  κοιτάζει από το παράθυρο έναν άντρα να σωριάζεται στη στάση. Τον κοιτάζει για όση ώρα μπορεί, όσο απομακρύνεται το όχημα. 
Για λίγες στιγμές μετά το μάτι του πέφτει στο απέναντι ρεύμα. Παρατηρεί το τελευταίο δρομολόγιο που περνάει απέναντι, σταματάει στην απέναντι στάση. Πίσω από τους καπνούς που αφήνει, δυο άνθρωποι που μόλις είχαν κατέβει, ψάχνουν και κοιτάζουν αριστερά δεξιά. πριν καταλάβει τι έχει συμβεί,  το λεωφορείο σταματάει ξανά για μια στιγμή, πριν ο οδηγός βρίζοντας σχεδόν ξεκινάει με ανοιχτές πόρτες. Κάποιος που στεκόταν στη στάση δεν ανέβηκε. Συμβαίνουν συχνά αυτά. 
Ξαφνικά καταλαβαίνει ότι κάτι του πάει στραβά. Δεν έχει ξαναδεί τις γειτονιές αυτές  από το λεωφορείο. Έχει χάσει τη στάση του. Το λεωφορείο είχε περάσει τώρα στο πάνω μέρος της πόλης. Άρχισε να αγχώνεται. Πάτησε το κουμπί να κατέβει, λες και βρισκόταν στο τρενάκι του τρόμου. Ίσως κάποιο ταξί να βρισκόταν για να τον γυρίσει πίσω. Κοίταξε επίμονα τη στάση που θα κατέβαινε. Ένα ταξί σταματημένο, για καλή του τύχη βρισκόταν εκεί.  Κατέβηκε χωρίς καθυστέρηση. Το ταξί βρίσκονταν όντως εκεί. Περπάτησε προς αυτό. Ούτε που πήρε είδηση τον άντρα που ανέβηκε στο λεωφορείο. Κανείς δεν ήταν μέσα.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου