η παύση ανάμεσα σε δυο ραφές
Η κλωστή ήταν ήρεμη και ευαίσθητη. Της άρεσε να ενώνει υφάσματα, να γιατρεύει σκισίματα, να ράβει απαλά, χωρίς φασαρία. Ήταν φτιαγμένη απλώς για λεπτές κινήσεις και κυρίως για σιωπηλές ενώσεις.
Το ψαλίδι ήταν σταθερό και κοφτερό. Δούλευε καθαρά και χωρίς δισταγμό. Ό,τι περίσσευε, το έκοβε. Ό,τι ήταν μπερδεμένο, το χώριζε. Ήταν φτιαγμένο απλώς για να κόβει.
Η αλήθεια είναι ότι δεν είχαν πολλές συναναστροφές μέσα στο συρτάρι, γιατί έτσι όπως ήταν κοφτερό το ψαλίδι, πολλές φορές έκοβε κατά λάθος ό,τι βρισκόταν κοντά του. Έτσι η κλωστή το απέφευγε, κάθε κόψιμο θα την κόνταινε, θα την έκανε λιγότερο χρήσιμη.
Μια μέρα ο ράφτης, αποφάσισε να φτιάξει το πιο όμορφό του ρούχο, ήθελε να το χαρίσει στην αγαπημένη του.
Έβγαλε την κλωστή και το ψαλίδι.
Η κλωστή δίστασε. Ήξερε πως στο τέλος, θα κοπεί. Αλλά ήθελε να ραφτεί αυτό το ρούχο. Ήθελε πολύ να βοηθήσει να γίνει πραγματικότητα.
Το ψαλίδι ήξερε πόσο κοφτερό ήταν. Έκοβε το ύφασμα με προσοχή, σαν να φοβόταν μην έρθει πολύ κοντά στην κλωστή, σα να ήθελε να της δώσει λίγο ακόμα χρόνο. Κι όταν ήρθε η στιγμή να την κόψει, το έκανε με δισταγμό και δυσκολία.
Η αλήθεια ήταν πως κάθε κομμάτι που έραβε η κλωστή, ήταν πιο όμορφο χάρη στο ακριβές κόψιμο του ψαλιδιού. Και κάθε γραμμή του ψαλιδιού, έβρισκε νόημα μόνο όταν η κλωστή την ένωνε με κάτι άλλο.
Η ραφή ήταν τέλεια. Το ύφασμα ζωντάνεψε. Το ρούχο φτιάχτηκε. Αλλά η κλωστή κόπηκε, για μία ακόμα φορά.
Τότε το ψαλίδι έσκυψε κοντά και της είπε:
«Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι άλλο. Μα είμαι αυτό που είμαι.»
Κι εκείνη, λίγο πριν χαθεί στο κουτί, χαμογέλασε.
«Το ξέρω. Γι αυτό το ρούχο βγήκε τόσο όμορφο.»
Η κλωστή έμεινε πιο μικρή πια, κουλουριασμένη στην άκρη. Το ψαλίδι επέστρεψε στη θέση του.
Η κλωστή ήξερε ότι δεν θα κρατούσε για πάντα. Και το ψαλίδι ήξερε ότι, χωρίς εκείνη, δεν θα υπήρχε κάτι αληθινά ολοκληρωμένο.
Δεν ήταν ούτε φίλοι, ούτε εχθροί. Είχαν βρει ένα τρόπο να συνυπάρχουν, με σεβασμό μεταξύ τους. Όχι πάντα κοντά, ούτε πάντα μαζί, αλλά πάντα απαραίτητοι ο ένας για τον άλλον.
Από τότε, όποτε ο ράφτης χρειαζόταν να ράψει κάτι όμορφο, τους έφερνε και τους δύο. Κι εκείνοι έκαναν μαζί τη δουλειά τους μέσα στη σιωπή. Μα η σιωπή τους δεν ήταν ψυχρή. Ήταν άλλωστε μια παύση ανάμεσα σε δύο ραφές.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου