πόσοι απεργοί πείνας υπάρχουν σε αυτή τη χώρα;
Η απεργία είναι στάση, αντίσταση, ένας τρόπος να πεις «σταματάω» όταν η ζωή φαίνεται κυλάει ομαλά. Δεν είναι μόνο διακοπή εργασίας· είναι διακοπή μιας καθημερινότητας που δεν μπορείς να δεχτείς πια. Στις μέρες μας η στάση απέναντί της είναι σε γενικές γραμμές απαξιωτική· για κάποιους είναι αναγκαίο εργαλείο, για κάποιους άλλους χαμένος χρόνος ή χρήματα, για άλλους πρόβλημα, για άλλους απειλή.
Τι ισχύει από όλα αυτά;
Η ίδια η λέξη «απεργία» δεν είναι τυχαία. Προέρχεται όχι μόνο από το «απεργώ», την πράξη της διακοπής, αλλά και κατά μία έννοια ίσως και από το «απεργάζομαι» — την εσωτερική διαδικασία, τη σκέψη και το ζύγισμα πριν πάρεις την απόφαση. Η απεργία είναι στην πραγματικότητα, ή θα έπρεπε να είναι καλύτερα, καρπός σκέψης· βγαίνουμε στον δρόμο όταν η σιωπή δεν φτάνει. Είναι έκφραση συλλογικής βούλησης, αλλά και προσωπικής εσωτερικής εργασίας.
Η ακρίβεια, η δυσκολία να καλύψουμε τις βασικές ανάγκες, η πίεση που νιώθουμε σε κάθε μας κίνηση, μας έχουν κάνει να συμφιλιωνόμαστε στον ένα ή τον άλλο βαθμό με την πείνα. Η πείνα δεν είναι επιλογή· είναι συνθήκη επιβίωσης. Την νιώθουμε στο καλάθι του σούπερ μάρκετ, στους λογαριασμούς, στα άδεια ράφια. Και την αποδεχόμαστε γιατί μας επιβάλλεται, έχουμε συνηθίσει σε αυτή. Κάποιοι προσπαθούν να μας πείσουν ότι δεν υπάρχει ακρίβεια παρά χαμηλή φιλοδοξία στο να ανεβάσεις το εισόδημά σου, πολλές φορές με κάθε κόστος. Η πείνα είναι όμως είναι εδώ και είναι πολυεπίπεδη. Είναι στην πραγματικότητα απουσία ασφάλειας, απουσία αξιοπρέπειας, απουσία επιλογής. Στη βάση της, είναι η εκμετάλλευση της ανάγκης να συνεχίσουμε να ζούμε. Και μέσα σε αυτό το πλαίσιο, έχει γίνει μονόδρομος — όχι ως πράξη διαμαρτυρίας αλλά ως τρόπος ζωής. Μια σιωπηλή απεργία που δεν την επιλέγεις αλλά την υπομένεις.
Πώς συνδέονται όλα αυτά;
Η απεργία πείνας παρουσιάζεται ως κάτι φαινομενικά ακραίο. Δεν είναι απλώς αποχή από το φαγητό· είναι σιωπηλή διαμαρτυρία, μια πράξη που γίνεται μέσα στον πόνο. Είναι το ίδιο το σώμα που μετατρέπεται σε φωνή, σε όπλο, σε σημάδι αντίστασης. Σημαίνει ότι δεν υπάρχουν άλλοι δρόμοι. Ότι η φωνή σου δεν ακούγεται με κανέναν άλλο τρόπο. Είναι μια βαθιά προσωπική απόφαση αλλά και πολιτική πράξη· μια κραυγή που γράφεται στη σιωπή και στη φθορά.
Είναι θλιβερό να φτάνει κανείς σε αυτό το σημείο, να βλέπει την πείνα ως μοναδικό μέσο. Είναι ακόμη πιο θλιβερό όταν η πολιτική λογική επιτίθεται σε αυτή την πράξη· όταν εκείνοι που θα έπρεπε να ακούσουν, την πολεμούν γιατί τους θίγει. Την αγνοούν ή την υποβαθμίζουν, γιατί θίγει τη δύναμη που θέλουν να διατηρήσουν, γιατί ανατρέπει τις ισορροπίες που τους βολεύουν. Δεν τους ενδιαφέρει η φωνή του πόνου· τους ενοχλεί η αλήθεια που ξεγυμνώνει τη σιωπή και την απάθεια γύρω μας.
Αλήθεια, πόσο χορτασμένοι αισθανόμαστε όταν μιλάμε για έναν απεργό πείνας; Χορταίνουμε μήπως όταν ταυτιζόμαστε με τα επιχειρήματα όσων είναι πραγματικά χορτασμένοι; Πόσο ανάγκη έχουμε να διαχωριστούμε από αυτόν νιώθοντας ανωτερότητα, συμπόνοια ή και οργή για το γεγονός;
Και τελικά τελικά, πόσοι απεργοί πείνας υπάρχουν στην πραγματικότητα σε αυτή τη χώρα;
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου